Η Ελένη γεννήθηκε στο Σίδνεϊ το 1951, παιδί υπερήφανων Ελληνοκύπριων μεταναστών που ήρθαν στην Αυστραλία αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Η Ελένη διαγνώσθηκε με μείζονα μεσογειακή αναιμία τύπου Β σε ηλικία τριών μηνών σε μια εποχή όπου υπήρχαν λίγες επιλογές θεραπείας και χαμηλό προσδόκιμο ζωής.

Η ζωή της Ελένης δεν καθοριζόταν από το πρόβλημα της υγείας της. Ήταν γεμάτη πάθος και ήθελε να ζήσει τη ζωή της στο έπακρο. Η Ελένη μοίραζε το χρόνο της ανάμεσα στην οικοδόμηση σχέσεων με την κοινότητα των πασχόντων από μεσογειακή αναιμία, ερευνώντας και μαθαίνοντας για το ανθρώπινο σώμα και τα αγαπημένα της πρόσωπα. Τα τελευταία χρόνια γνωρίστηκε με τον σημερινό σύζυγό της, Jim, ο οποίος μετακόμισε από τις Ηνωμένες Πολιτείες για να είναι μαζί της. Επίσης, αφήνει πίσω της και τον αγαπημένο της ξάδερφο Pedro και την οικογένειά του.

Η υγεία της αποτελούσε πάντα σημαντικό κομμάτι της ζωής της. Λόγω της δύναμης, της αντοχής, της αποφασιστικότητας και της προθυμίας της να πολεμήσει, η Ελένη κατάφερε να ζήσει μια υγιή ζωή μέχρι την ηλικία των 68 ετών και μόλις πρόσφατα υπέκυψε στην κατάσταση που την στέρησε τελικά από αυτόν τον κόσμο.

Η Ελένη μοιράστηκε πρόσφατα την ιστορία της με έναν φοιτητή μιλώντας σχετικά με τις προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει στα παιδικά της χρόνια τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, με μεταγγίσεις αίματος κάθε τρεις με τέσσερις μήνες αντί της τρέχουσας πρακτικής των τριών έως τεσσάρων εβδομάδων. Θυμήθηκε με αγάπη τον Δρ John Colebatch, έναν από τους λίγους γιατρούς της εποχής που πίστευαν στη θεραπεία με μεταγγίσεις προβλέποντας τις επερχόμενες ιατρικές εξελίξεις. Το 1966, η Ελένη έγινε μέλος της πρώτης ομάδας ασθενών που ξεκίνησαν μια νέα θεραπεία για την αφαίρεση του σιδήρου από το αίμα, που ονομαζόταν DESFERAL. Ήταν μια σωτήρια θεραπεία για όσους έπασχαν από μείζονα μεσογειακή αναιμία τύπου Β (THAL Major). Υπέστη καρδιακή προσβολή στην ηλικία των 15 ετών λόγω υπερφόρτωσης σιδήρου, αλλά αυτό δεν την αποθάρρυνε. Η Ελένη δεν ήταν το είδος του ασθενούς που παραδίδεται πλήρως στη φροντίδα των γιατρών – είχε η ίδια τον έλεγχο – και έπρεπε πάντα να δώσει τη συγκατάθεσή της για οποιεσδήποτε διαδικασίες και θεραπείες.

Εκείνη την εποχή, δυστυχώς, οι άνθρωποι που ζούσαν με τη συγκεκριμένη ασθένεια είχαν να αντιμετωπίσουν το στίγμα και τις προκαταλήψεις ιδιαίτερα της ελληνικής και κυπριακής κοινότητας. Η Ελένη και η μητέρα της Lucy, δεν ανέχονταν αυτές τις ανοησίες! Πολλές ήταν οι οικογένειες που επέλεξαν να κρύψουν την κατάστασή τους από τους συγγενείς, τους φίλους και την κοινότητα, για να αποφύγουν τις επικρίσεις και τα κουτσομπολιά που θα μπορούσαν να μειώσουν ή και να αποκλείσουν την πιθανότητα γάμου για το πάσχον μέλος αλλά και για να γλιτώσουν το στίγμα του «κακού αίματος». Η φιλοσοφία της Helen ήταν ότι όλοι έπρεπε να αντιμετωπίζονται ισότιμα και πάντα προέτρεπε τους ανθρώπους να κάνουν εξετάσεις αίματος για να διαπιστώσουν αν είναι φορείς. Είμαστε υπερήφανοι γιατί η στάση και η συμπεριφορά της κοινότητάς μας έναντι της ασθένειας έχει αλλάξει πολύ πλέον, χάρη στο έργο της Ελένης και του Συνδέσμου Μεσογειακής και Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας προς την κατεύθυνση της εκπαίδευσης, της ευαισθητοποίησης και της υποστήριξης των ασθενών.

Πολλοί από εσάς γνωρίζετε ότι η Ελένη υπήρξε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της υποστηρικτής και μέντορας πολλών ασθενών -το μάντρα της ήταν «ελάτε, ελάτε, ελάτε»– ενώ τα τελευταία χρόνια διετέλεσε πρόεδρος του Συνδέσμου Μεσογειακής και Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας Αυστραλίας. Η Ελένη υπηρέτησε σε πολλά Διοικητικά Συμβούλια οργανισμών που σχετίζονται με την υγεία και συμβούλευε τους ασθενείς μικρότερων ηλικιών. Οι περισσότεροι από εμάς την αισθανόμασταν σαν μητέρα. Ένα δυνατό, γνωστικό, έμπειρο, καθοδηγητικό χέρι όχι μόνο για όσους σχετίζονταν με τη νόσο αλλά και για όλους τους ανθρώπους που ένιωθε ότι μπορούσε να βοηθήσει. Ρωτήστε τον καθηγητή Don Bowden ή τον Dr Zane Kaplan για την προθυμία της Ελένης να συζητά μαζί τους διάφορα θέματα. Φυσικά, όπως και αυτοί, δούλεψε σκληρά για τους ασθενείς της Μονάδας Ιατρικής Θεραπείας, όπου μαζί με τη Mary και την Carolyn δημιούργησαν μια οικογένεια φροντίδας γύρω από την κοινότητά μας.

Η Ελένη εξασκούσε την κινεζική ιατρική και υποστήριζε κάθε μορφή εναλλακτικής ιατρικής. Η φιλοσοφία της ήταν ότι η υγεία αρχίζει με καλή διατροφή και άσκηση. Με την άμεση και απόλυτη προσέγγισή της αποδείχτηκε κρίσιμος αρωγός για πολλούς ανθρώπους, βοηθώντας τους να βρουν το δρόμο για μια υγιεινή ζωή.
Η Ελένη ήταν, επίσης, τελειόφοιτος Νομικής.

Το κοφτερό μυαλό και η ετοιμότητά της ήταν απαράμιλλα χαρίσματα. Η Ελένη καταρρακώθηκε από την απώλεια της μητέρας της τον περασμένο Νοέμβριο. Ήταν συγκινητική η προσπάθειά της να διατηρείται υγιής μόνο και μόνο για να μπορεί να φροντίζει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη μητέρα της. Η λευχαιμία και η ηπατίτιδα C, η οποία επήλθε από μετάγγιση μολυσμένου αίματος στην οποία υπεβλήθη τη δεκαετία του 1980, σε συνδυασμό με την επιβαρυμένη κατάσταση της καρδιάς της, άρχισαν να καταβάλλουν το σώμα της Ελένης. Μετά από μια ζωή μεταγγίσεις αίματος και θεραπείες χηλίωσης σιδήρου, η υγεία της ήταν πλέον πολύ εύθραυστη όταν διαγνώστηκε με το σύνδρομο Guillian-Barre. Η ασθένεια περιόρισε σημαντικά την κινητικότητά της και, ως εκ τούτου, το Φεβρουάριο έπρεπε να εισαχθεί στο Ιατρικό Κέντρο Monash.

Η Ελένη ήταν μαχήτρια και γι’ αυτό είναι δύσκολο να αποδεχθούμε το γεγονός του θανάτου της. Η απώλειά της αφήνει δυσαναπλήρωτο κενό στη ζωή και τις καρδιές μας. Δέχτηκε πολλή αγάπη ακριβώς επειδή έδωσε πολλή αγάπη.

Θα μας λείψεις πολύ, αγαπημένη μας φίλη και μέντορα. Αναπαύσου εν ειρήνη στην αγκαλιά της αγαπημένης σου μητέρας.

Οι φίλοι σου στην Κοινωνία Μεσογειακής και Δρεπανοκυτταρικής Αναιμίας (TASCA) θα τιμήσουν την κληρονομιά σου συνεχίζοντας το υπέροχο έργο σου.