Σε κάποια πρόσφατη συνέντευξή του στο ραδιοφωνικό σταθμό 3ΖΖΖ, ο κ. Νίκος Πιπέρης αναφέρθηκε στο ότι μπορεί κάποιοι να θεωρούν τη συγγραφή γύρω από την μεταναστευτική εμπειρία πεπερασμένη, αλλά τα αισθήματα που προκύπτουν από αυτή είναι ακόμη νωπά, ακόμη προβληματίζουν και έτσι η ενασχόληση των παροικιακών μας ποιητών είναι αναγκαία, είναι στάση ζωής.

Αναμφίβολα, ο Κυριάκος Αμανατίδης μετέχει σ’ αυτούς τους προβληματισμούς, υιοθετώντας, όμως, μια αποστασιοποιημένη προσέγγιση, που του επιτρέπει να συνδέσει την εμπειρία του αυτή με τα ευρύτερα παγκόσμια δεδομένα της εποχής του. Τα ποιήματα της συλλογής «Φτερουγίσματα από τον Βορρά στον Νότο» γράφτηκαν μεταξύ 1952 και 1964, μεταπολεμικά δηλαδή, όταν ο ελληνισμός βίωνε ακόμη τις καταστροφικές και ψυχοφθόρες επιπτώσεις της Κατοχής, του Εμφυλίου και της πολιτικής αστάθειας και όταν η μετανάστευση έγινε μαζικό κοινωνικό φαινόμενο.

Αυτή η αμφισημία, αλλά και η διαχρονικότητα της μεταναστευτικής ιδιότητας φαίνεται από τον τίτλο της συλλογής. Υπάρχει μια κατεύθυνση. Πηγαίνουμε από την Ελλάδα στην Αυστραλία. Κατεβαίνουμε, όμως, από πάνω προς τα κάτω. Γίνεται κάθοδος. Βρισκόμαστε άνω κάτω, εκεί όπου ανατρέπονται και αμφισβητούνται όλα. Βρισκόμαστε σε έξυπνη παραπομπή στην Οδύσσεια, στον κάτω κόσμο, σύντροφοι με τον Οδυσσέα, αναζητώντας κάποιες αλήθειες.

Επιπλέον, η επιλογή του όρου «Φτερουγίσματα» για τον τίτλο δεν είναι τυχαία. Υποδηλώνει μία συνεχόμενη και ίσως ακατάπαυστη κίνηση. Δεν τελειώνει η μετάσταση από τον Βορρά στον Νότο με ένα μόνο φτερούγισμα. Πρέπει να λάβουν χώρα αόριστα και ίσως άπειρα φτερουγίσματα σ’ αυτήν τη μεταναστευτική διαδικασία και, μάλλον, δεν τελειώνει ποτέ. Προνοητικός ο κ Αμανατίδης, από το 1952 ακόμη, όπου χρονολογείται και το πρώτο ποίημα της συλλογής, έχει ήδη καταλάβει κάτι από την ενδελεχή φύση της όλης διαδικασίας που μας έφερε όλους εδώ.

Και δεν εστιάζει ο όρος αυτός την προσοχή μας στον γεωγραφικό εκτοπισμό, αλλά προσδίδει στην υπόθεση αυτή, μία έντονη ψυχολογική, συναισθηματική φόρτιση. Τι είναι αυτό, εκτός από το φτερό του πουλιού που φτερουγίζει; Σίγουρα η καρδιά μας, ιδιαίτερα εν ώρα αγωνίας. Κατά τον κ. Αμανατίδη, λοιπόν, μπορεί να είμαστε αποδημητικά πουλιά, δεν παύουμε όμως να είμαστε άνθρωποι. Τόσες βαθιές έννοιες σε έναν απλό όρο. Το δηλώνει, άλλωστε, στο ποίημα «Το όραμα μιας μακρινής ηπείρου» όπου λέει: «Όμως, η καρδιά στο στήθος πάλλει, και δεν την σκιάζει η ανεμοζάλη. Η πραγματοποίηση ενός νεανικού ονείρου παίρνει τη μορφή μιας μακρινής ηπείρου.»

Η αμφιλεγόμενη ιδιότητα του φτερουγίσματος εντείνεται όταν ο ποιητής σχολιάζει τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη στο ποίημα «Χωρίς Τίτλο»: «Άπλωσε τις τρομερές φτερούγες/το άγριο όρνιο, και η φωνή βραχνή/ως έκρωξε, ξεχύθηκε στις ρούγες/και τάραξε τη γύρω σιγαλιά…» Δεν υπάρχουν εδώ εύκολες λύσεις ή ασφαλή μοτίβα. Όλα συνδιαλέγονται μεταξύ τους και αυτοαναιρούνται. Στο ποίημα «Κάτοπτρα» το φτερούγισμα σημαίνει απώλεια: «Αχ πώς πέταξε από μέσα μου η γαλήνη/πουλάκι τρομαγμένο στη θεά του γυπαετού.» Ας μην μας διαφεύγει το γεγονός ότι στη συμβολική αλφάβητο του ποιητή, το περισσότερο φτερούγισμα το κάνουν τα θηράματα, και τα αρπακτικά.

Η αντίφαση εντείνεται με το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής. Αν μας προορίζει με τον τίτλο για μία κάθοδο, το ποίημα Δειλινό, μας περιγράφει μια ανάβαση:

Ο ήλιος έπεσε, και μες τη σιγαλιά,
που δεν ακουγόταν ούτε πουλιού λαλιά,
κίνησα με βήμα αργό
ν’ ανέβω στο ψηλό βουνό.
Και όπως ήμουνα απολησμονημένος
στην κορυφή του γραφικού βουνού,
μου φάνηκε πως είχα του Θεού
τη συντροφιά, και ήμουν ευτυχισμένος.
Αλαργινά, σαν βγήκε η σελήνη,
με κοίταξε κι απόρησε κι εκείνη.
– Ω, τι ζητάς στα μέρη τα δικά μου;
– Ζητώ, της είπα, να ‘βρω τη χαρά μου

Το ποίημα αυτό, αποτελεί μανιφέστο του μετανάστη. Διότι πολύ σύντομα, μην βρίσκοντας την χαρά του στα επουράνια, θα μας πάρει μαζί του στον δρόμο για την κατιούσα. Ας προσέξουμε τις λεπτές ειρωνείες του ποιητή: «του φάνηκε ότι είχε τη συντροφιά του Θεού» χωρίς να γνωρίζουμε αν την είχε πραγματικά. Το ότι μάλλον αυτό δεν ισχύει υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι συνδιαλέγεται με τη σελήνη. Επιπλέον, «τα μέρη τα δικά της» αποτελούν κλισέ: είναι «ψηλά, γραφικά» μάλλον κατασκευάσματα μιας πονεμένης ψυχής. Σημειώνουμε, βέβαια, ότι η προσφυγή στα βουνά προς εύρεση σωτηρίας είναι ένα πολύ βαθιά ριζωμένο παραδοσιακό μοτίβο. Και όμως σωτηρία δεν υπάρχει εκεί.

Σε αυτούς τους λακωνικούς στίχους, ο κ Αμανατίδης ενσωματώνει ολόκληρη την μεταπολεμική κατάσταση της Ελλάδας. Ο συμβολισμός του επιφέρει σημαντικές εκφραστικές καινοτομίες οι οποίες απορρέουν από τον ορισμό της ποίησης ως τραγούδι και την πίστη στη δύναμη της γλώσσας να δημιουργεί τη δική της πραγματικότητα.

Με έξυπνο τρόπο, ο κ, Αμανατίδης συνδιαλέγεται με τον Ζαρατούστρα του Νίτσε. Αν ο Ζαρατούστρα έπρεπε να ανέβει στην ψηλότερη κορυφή για να αναγεννηθεί, εκεί, ο μέλλον μετανάστης υπεράνθρωπος θα βρει μόνο, «μίσος ολούθε και ψευτιά» όπως μας λέει στο ποίημα «Ρομαντισμός». Μολαταύτα, εκεί, όπως είπαμε, θα αναζητήσει το πεδίο της μάχης.

Θα ανακαλύψουμε και άλλες λεπτές ειρωνείες κατά τη διάρκεια του έργου. Στο ποίημα «Ματαιότητα», κρυμμένο στα μισά περίπου της συλλογής, ανατρέπει όλα όσα μας έχει παραθέσει μέχρι στιγμής για την απολύτρωση του ατόμου και τη σημασία τη φυγής, αμφισβητώντας ολόκληρη την ιδιότητα/ταυτότητα του μετανάστη: «Προς τι οι τόσοι κόποι μας/και οι περιττές λατρείες; ‘Γη εί, και εις γην απελεύσει.» Πώς δηλαδή μπορούμε στην αλήθεια να αυτοαποκαλούμαστε μετανάστες όταν είμαστε χθόνιοι και δεν έχουμε φύγει από τη γη; Κατά την άποψη αυτή, οι μόνοι πραγματικοί μετανάστες, είναι οι αποδημούντες εις Κύριον. Τόσο στενά συνδέονται οι λέξεις που οριοθετούν την ύπαρξη μας σαν οντότητα εδώ, μετανάστης και απόδημος, με τον θάνατο.

Αυτό είναι κάτι που προβληματίζει τον ποιητή. Αλλού θα επιχειρήσει να τον υπερσκελίσει, απογειώνοντας την μεταναστευτική διαδικασία κατά καινοφανές τρόπο και θέτοντας την στα ύδατα. Έτσι, διαβάζουμε στο ποίημα Γοργόνα: «Ποντοπορούμε, μοναχά ένα αυλάκι μένει επάνω στα γλαυκά νερά για λίγο, και να, σβένει.» Λυρικότατος, αλλά γεμάτος αντιφάσεις. Πού ακριβώς βαδίζουμε; Στη θάλασσα; Η Γοργόνα που επιτιμεί τους ανέμους, δεν έχει τη δυνατότητα να περπατήσει επί των υδάτων. Η ερώτηση του ποιητή: «Θεέ μου, τι θεία καλλονή/που έστεκε εμπρός μου!/Τάχα να ήτανε θνητή,/να ‘ταν αυτού του κόσμου;» έχει περισσότερο να κάνει με τον ίδιο παρά με το θεσπέσιο και ακατανόητο πλάσμα που τον σαγηνεύει. Κι αυτό διότι με μία μόνο λέξη «Ποντοπορούμε» μας υποδηλώνει ότι εμείς οι ίδιοι σαν μετανάστες έχουμε την δυνατότητα να υπερβούμε τους εαυτούς μας και να αναδημιουργηθούμε. Εμείς οι ίδιοι, όπως ο Πρωτομάστορας, μπορούμε να περπατήσουμε επί των υδάτων.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο αδελφός της Γοργόνας, ο Μεγαλέξανδρος, δεν κυρίευσε ποτέ τον Πόντο, και έτσι η ερώτηση της γοργόνας αν ζει, είναι τελείως άσχετη. Αν και τελικά ο ποιητής την καθησυχάζει, η αντίδρασή της δεν έχει καμία απολύτως επίδραση στον ίδιον. Δεν την έχει ανάγκη. Δεν θα πνιγεί. Ξέρει να περπατάει πάνω στα κύματα και την προσπερνάει. Τώρα μπορούμε να ανιχνεύσουμε μια θεματολογική συγγένεια του ποιήματος αυτού με την Ματαιότητα, «Προς τι οι τόσοι κόποι μας/και οι περιττές λατρείες» Η Γοργόνα, και τόσα άλλα που κουβαλήσαμε μαζί μας στην πραγματικότητα του κάτω κόσμου, είναι περιττά. Στηριζόμαστε εδώ και πέρα, στις δικές μας δυνατότητες.

Αυτή η αναδημιουργία, η απαγκίστρωση από τα Θεία αλλά συνάμα η ενανθρώπιση του θείου μέσα μας, η κατά κάποιον τρόπο επίπονη χειραφέτηση του ανθρώπου και θέωση, υπογραμμίζεται στο ποίημα «Ξενιτεμένοι» όπου η περιττή λατρεία πλέον παραμερίζεται για προσκύνημα στα ουσιώδη:

«Εμείς ποτέ δεν μένουμε χωρίς Θεό./Στα πέρατα του κόσμου και αν πάμε,/τον πόνο μας τον κάνουμε βωμό/και προσκυνάμε.

Εμείς ποτέ δεν μένουμε χωρίς σταυρό./Στους ώμους μας ανήμπορους κρατάμε./Κάθε φτωχό τον λέμε αδερφό/κι όσο μπορούμε τον βοηθάμε». Ίσως το ποίημα αυτό θα έπρεπε να ήταν ο εθνικός ύμνος των μεταναστών. Διότι όποια καπρίτσια και να κάνουν οι γοργόνες,
«Εμάς δεν μας πτοεί καμία συμφορά./Του άλλου η πληγή, πληγή δικιά μας./Και πόνο, κι ευσπλαχνία, και χαρά, κρύβει για όλους η καρδιά μας.»

Αυτή η θέαση, όπου εμείς οι ίδιοι είμαστε οι δικοί μας Χριστοί, οι δικοί μας άγιοι, για να χρησιμοποιήσουμε τους στίχους του Ρίτσου, είναι, όπως προαναφέραμε, επίπονη. Κατά τη διάρκεια της πορείας, υπάρχουν πάντοτε αμφισβητήσεις και παλινδρομήσεις.

Στο ποίημα «Η κλειδαριά» ο ποιητής αναζητεί παραδοσιακούς τρόπους έλευσης πνευματικής θαλπωρής:
Δεν μπορούσα πια ν’ αντέξω
μες το σκοτάδι και τη λύπη.
Είπα να βγω για λίγο έξω,
ίσως και βρω ό,τι μου λείπει.
Αργά πολύ, δίχως να νιώσω,
βρέθηκα μπρος σε εκκλησιά.
Α, έκραξα, θα ξαλαφρώσω
ό,τι μου σφίγγει την καρδιά!

Όμως γρήγορα συνειδητοποιεί ότι «Μα τάχατες να έφταιξα τόσο;/Στην πόρτα είχε κλειδαριά…» Βέβαια, οι εκκλησίες μας στην Αυστραλία δεν είναι πάντοτε ανοιχτές όπως στην Ελλάδα για να δεχθούν τους πονεμένους εν ώρας ανάγκης. Η παρουσία τους εδώ, όπως και αυτή του ποιητή είναι συμβατική, πρέπει να διαπραγματευτεί σε σχέση με την νέα πραγματικότητα που βρίσκεται γύρω του. Μέχρι στιγμής, λόγω της συναισθηματικής φόρτισης, δεν δίνεται εικόνα αυτής της πραγματικότητας. Οι ερμηνείες είναι ρευστές.

Οι αμφισβητήσεις συνεχίζουν. Εφόσον υπάρχει η μνήμη, μπορεί κάποιος πραγματικά να φύγει; Για τον ευρηματικό ποντοπόρο μετανάστη, θα γράψει στο ποίημα «Οι Μετανάστες»:

Πετάξαμε,
μα τα πόδια μας έμειναν στη γη,
ριζωμένα στο πάτριο χώμα,
και μάκραιναν, μάκραιναν,
ώσπου απ’ την πολλή προσπάθεια
έσπασαν και φύγαμε.
Φύγαμε…
Μας πώς να περπατήσουμε στον νέο τόπο,
αφού τα πόδια ‘μείναν στον παλιό;
Πού ακριβώς βρισκόμαστε τώρα; Το 1958, χρόνος μετανάστευσης του ίδιου του ποιητή, μετέωροι.

Η εξίσωση του μετανάστη με τον μαζόχα, με τον ασκητή γίνεται όταν στρέφεται στο άτομο ο ποιητής. Από το ποίημα «οι Μετανάστες» το γυρίζει στο ενικό, στο ποίημα «Ο μετανάστης» όπου, λησμονώντας τις εξιδανικευμένες, πνευματικές του αναζητήσεις, ο μετανάστης γίνεται στοιχείο της φύσεως, γοργόνα, θεός, και ότι άλλο συνεπάγεται στον όρο αυτό:

– Τρέχω εκεί όπου μπόρα,
αστραπές, καταιγίδα.
Ζηλωτής της οδύνης,
πόνο θέλω δυνάστη.

Δεν μπορώ πια να μένω
αδρανής, ξεχασμένος,
ζωντανός μες σε τάφο
απ’ τα πρώτα μου χρόνια.

Πάλι δεσπόζει το αντιφατικό μοτίβο του θανάτου. Στον κάτω κόσμο υπάρχει ζωή. Η ζωή εν τάφω λοιπόν.

Η δυαδικότητα του αντιφατικού φαινομένου ζωής και θανάτου εξετάζεται ευφυώς στο τελευταίο ποίημα της συλλογής: «Βούρκος και κρίνο»:

Δίπλα σε βούρκο φύτρωσε ένα κρίνο.
Τα πάλλευκά του πέταλα
μαύρα φαντάζουν μέσα στα σκοτεινά
και στάσιμα νερά του βάλτου.
Από τα δύο ποιο να κατακρίνω;
Το κρίνο που στο έλος δίπλα ανθίζει
ή το έλος για τα δύσοσμα νερά του;
Αλλά γιατί του κάκου αναρωτιέμαι;
Μήπως συχνά μες την καρδιά του ανθρώπου
αντάμα και τα δυο δεν συναντάμε;

Βλέπουμε λοιπόν πώς η ζωτική αναζήτηση συνυφαίνεται με την διαδικασία της μετανάστευσης. Τελικά, δεν υπάρχει σωτηρία, διότι κάτι τέτοιο προϋποθέτει συνεχόμενο κίνδυνο. Δεν υπάρχει λύση, διότι αυτό προϋποθέτει την ύπαρξη προβλήματος.

Η οξύμωρη κοσμοαντίληψη του ποιητή διαφαίνεται στο ποίημα «Αδέλφια μου». Αξίζει να το διαβάσουμε όλο:

Ω, μη, μην έτσι άγρια μαλώνετε
σ’ όλο τον κόσμο, αδερφοί μου.
Είναι λεπτή, είναι ευαίσθητη,
της ψυχής μου η χορδή, φόβος πολύς
απ’ τη μεγάλη δόνηση να σπάσει.
Αχ, και τότε πώς θα γράφω για συμπόνια,
πώς θα ικετεύω να ρίξετε τα άρματα,
και με αγάπη να δώσετε τα χέρια,
καθώς με σοφία λέει ένας ψαλμός:
«Κύριος ου στερήσει τα αγαθά
τοις πορευομένοις εν ακακία».

Τρομερή και τραγική ειρωνεία κρύβεται στην έκκληση του ποιητή για συμφιλίωση. Αν σταματήσουν να μαλώνουν τα αδέλφια, ποιος ο λόγος να μιλήσει ο ποιητής για συμπόνια; Ποιος ο λόγος να ζητήσει να ρίξουν τα άρματα. Η ίδια η εμπόλεμος κατάσταση, η ίδια η δυστυχία, δικαιολογεί την ύπαρξη και την ενασχόληση του ποιητή.

Αυτά τα πρώιμα ποιήματα, μας δίνουν την δυνατότητα να ανασκοπήσουμε την εξέλιξη ενός ποιητή που δεν υποτάχθηκε σε τεχνοτροπίες. Βέβαια, μέσα στο έργο του διακρίνουμε, σύμφωνα με τις εποχές, επιδράσεις των σχολών που επικρατούσαν κάθε φορά. Επιδράσεις όχι βαθιές, που τις εξουδετερώνει η ίδια η ποικιλία τους.

Η ποίηση του κ. Αμανατίδη εκφράζει πριν απ’ όλα την ανάγκη του τραγουδιού. Είναι τραγουδιστής, έχει μέσα του την αίσθηση του ρυθμού, της μελωδίας. ένας καθαρός, πηγαίος λυρισμός, πολύσημος και βαθύς. Η ποίησή του αυτή αντιστέκεται στους επιφανειακούς χαρακτηρισμούς, και αντέχει το χρόνο.