Με την απόφαση της Αποθεματικής Τράπεζας να μειώσει το επίσημο επιτόκιο της χώρας στο ιστορικά χαμηλό 1%, γίνεται κάθε μέρα όλο και πιο ξεκάθαρο ότι οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες της χώρας με την άρνησή τους να μειώσουν τα επιτόκιά τους, σύμφωνα με τις αποφάσεις της Αποθεματικής, στην κυριολεξία «αρμέγουν» τους δανειολήπτες και πελάτες τους.
Ενώ κατά τη δεκαετία 1997-2007, η διαφορά μεταξύ του επίσημου επιτοκίου και του στεγαστικού επιτοκίου κυμαινόταν γύρω στο 1,8%, αυτόν τον καιρό το κυμαινόμενο στεγαστικό επιτόκιο είναι έως και 4 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από το επίσημο.
Τα στεγαστικά δάνεια προσφέρουν στις τράπεζες σταθερό εισόδημα σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, σε αντίθεση με τα επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια που είναι χαμηλότερης διάρκειας και υψηλότερου κινδύνου. Ωστόσο, για τις μεγάλες τράπεζες το σταθερό τους κέρδος από αυτά τα στεγαστικά δάνεια δεν είναι αρκετά και κατακεραυνώνουν τους πελάτες τους που έχουν πάρει στεγαστικό δάνειο π.χ. $500.000 επιβάλλοντάς τους να πληρώνουν $10.500 το χρόνο επιπρόσθετο τόκο.
Ισχυρίζονται μάλιστα ότι η άρνησή τους να μειώσουν το επιτόκιό τους οφείλεται στην ισχύουσα νομοθεσία, τις συνθήκες που επικρατούν στην παγκόσμια κτηματαγορά και το κόστος αγοράς χρήματος.
Με τα επιχειρήματά τους διαφωνεί κάθετα η Επιτροπή Παραγωγικότητας, η οποία σε πρόσφατη έκθεσή της ανέφερε ότι οι λόγοι που επικαλούνται δεν ευσταθούν καθώς το κόστος αγοράς χρήματος έχει μειωθεί αισθητά στις παγκόσμιες χρηματαγορές και ότι παρά τους νέους κανονισμούς των ρυθμιστικών αρχών της Αυστραλίας, τα κέρδη τους είναι σημαντικά και σταθερά.
Υπερασπιζόμενος την απόφαση της δικής του τράπεζας, αλλά και των υπολοίπων μεγάλων τραπεζών που αρνούνται να μειώσουν τα επιτόκιά τους, εκπρόσωπος Τύπου της Westpac, δήλωσε ότι οι τράπεζες λόγω των χαμηλών επιτοκίων είναι αναγκασμένες να προσφέρουν ανταγωνιστικά επιτόκια καταθέσεων για να καταφέρουν να διατηρήσουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα, προσθέτοντας ότι το επίσημο επιτόκιο της Αποθεματικής δεν είναι ο σημαντικότερος παράγοντας στο κόστος αγοράς χρήματος.
«Όταν θέτουμε το κυμαινόμενο στεγαστικό επιτόκιο, λαμβάνουμε υπόψη μας μία σειρά από παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της παρούσας δημοσιονομικής πολιτικής και πορεία της οικονομίας, το κλίμα στις παγκόσμιες χρηματαγορές και την εξασφάλιση κεφαλαιακών μας αποθεμάτων» ανέφερε με τη σειρά της σε ανακοίνωσή της η τράπεζα με το μεγαλύτερο πελατολόγιο δανειοληπτών, Commonwealth Bank.
Εντούτοις η άποψη των ειδικών αναλυτών στο τομέα της χρηματαγοράς, για τους λόγους πίσω από τη σθεναρή αντίσταση των τραπεζών να μειώσουν τα επιτόκιά του όσο τα μείωσε και η Αποθεματική, «αδειάζουν» τις τράπεζες καθώς εκτιμούν ότι από τη στιγμή που ο ανταγωνισμός στον δανειοδοτικό τομέα έχει μειωθεί οι τράπεζες εκμεταλλεύονται την δύναμη που έχουν αποκτήσει. Κάτι παρόμοιο προέκυψε και από έρευνα που διεξήγαγε πριν από ένα χρόνο η Επιτροπή Προστασίας Θεμιτού Ανταγωνισμού και Καταναλωτή που σε πόρισμά της ανέφερε ότι οι τράπεζες δεν προσπαθούν να ανταγωνιστούν μεταξύ τους προσφέροντας φθηνότερα επιτόκια για να αυξήσουν το μερίδιο τους στην αγορά, γιατί μπορούν να εξασφαλίσουν παρόμοια κέρδη απλά αυξάνοντας το κυμαινόμενο επιτόκιό τους.
Και η Επιτροπή έχει δίκιο καθώς το 80% των $17 τρις στεγαστικών δανείων της Αυστραλίας διαχειρίζεται από τις τέσσερις μεγάλες τράπεζες.
Υπενθυμίζουμε ότι ενώ η Αποθεματική τους περασμένους δύο μήνες μείωσε το επίσημο επιτόκιο της χώρας κατά μισή ποσοστιαία μονάδα, η τράπεζες Commonwealth και NAB, μείωσαν τα επιτόκια των στεγαστικών τους δανείων κατά 0,44%, η ΑΝΖ κατά 0,43% και η Westpac ακόμα λιγότερο (0,4%).