Την περασμένη εβδομάδα από τη στήλη αυτήν ανέφερα ότι δύο Έλληνες λογοτέχνες τιμήθηκαν για το λογοτεχνικό τους έργο με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο πρώτος ήταν ο Γιώργος Σεφέρης με την απονομή του εν λόγω Βραβείου το 1963, και ο δεύτερος ήταν ο Οδυσσέας Ελύτης το 1979.
Λόγω της βαρύτητας που έχει το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας σε παγκόσμια κλίμακα, σκέφτηκα να αναφερθώ και στον δεύτερο Έλληνα λογοτέχνη που του απονεμήθηκε, με άλλα λόγια στον Οδυσσέα Ελύτη. Εισαγωγικά ακολουθεί ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα.
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, 1911–1996
Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου ο πατέρας του Παναγιώτης είχε εργοστάσιο σαπωνοποιίας.
Με την έκρηξη του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου ο πατέρας του Οδυσσέα είχε μεταφέρει στην Αθήνα την οικογένειά του και την επιχειρηματική του δραστηριότητα.
Το 1923, ένα έτος μετά την Μικρασιατική Καταστροφή, η οικογένεια Αλεπουδέλη ταξίδεψε στο εξωτερικό (Ιταλία, Ελβετία, Γερμανία και Γιουγκοσλαβία), αλλά επέστρεψε στην Αθήνα.
Κατά τη διάρκεια των μαθητικών χρόνων του Οδυσσέα εκδηλώθηκαν τα πρώτα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Συνεργάσθηκε με το περιοδικό Διάπλασις των Παίδων και άρχισε να διαβάζει ελληνική και γαλλική λογοτεχνία. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν τα νησιά του Αιγαίου, γεγονός που αντανακλάται στην μετέπειτα ποίησή του.
Το 1930 είχε αρχίσει σπουδές στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και το 1933 έγινε μέλος της Ιδεοκρατικής Φιλοσοφικής Ομάδας του Πανεπιστημίου. Το 1935 γνώρισε τον ποιητή Ανδρέα Εμπειρίκο, και εξοικειώθηκε με τη λαϊκή ζωγραφική του Θεόφιλου, η οποία επηρέασε σε κάποιο βαθμό και την δική του τάση στην ζωγραφική.
Το 1936 γνωρίσθηκε με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, καθώς και με τον ποιητή Νίκο Καρύδη, ο οποίος ήταν και δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος που έχει εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη.
Τον Δεκέμβριο του 1939 ο Ελύτης εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Προσανατολισμοί σε 300 αντίτυπα. Το 1940 ο Σάμουελ Μπο-Μποβί μετάφρασε τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη στα γαλλικά.
Με την έκρηξη του ελληνο-ιταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) ο Ελύτης επιστρατεύθηκε ως ανθυπολοχαγός. Τον Δεκέμβριο του 1940 με τον λόχο του προωθήθηκε εντός του αλβανικού εδάφους, όπου στις αρχές του 1941 προσβλήθηκε από κοιλιακό τύφο, και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Η μακριά του ανάρρωση συνέπεσε με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την κατοχή που ακολούθησε.
Το 1943 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική του συλλογή Ήλιος ο Πρώτος, μια αλληγορική αντίσταση κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Το 1945 συνεργάσθηκε με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο, στο οποίο δημοσίευσε μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα και ένα δικό του έργο, την ελεγεία Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας.
Το 1948, κατά τη διάρκεια του Εμφύλιου Πολέμου, πήγε στην Ελβετία και από εκεί στο Παρίσι, όπου γνωρίσθηκε με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης. Το 1950 επισκέφθηκε την Ισπανία, από όπου μετέβη στο Λονδίνο, όπου συνεργάσθηκε με τον ραδιοφωνικό σταθμό BBC.
Το 1952 επέστρεψε στην Ελλάδα, και τον επόμενο χρόνο ανέλαβε τα καθήκοντα του διευθυντή στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας για ένα χρονικό διάστημα.
Το 1959 κυκλοφόρησε το ποίημα Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Στο ποίημα αυτό ο Οδυσσέας Ελύτης επιτυγχάνει μια δραματική σύνθεση, στην οποία το «Εγώ» ταυτίζεται με το «Εμείς», ενώ παράλληλα το ποίημα αποτελεί ένδειξη της διαχρονικότητας της ελληνικής ποίησης από την αρχαιότητα μέχρι τον εικοστό αιώνα. Το ποίημα εκείνο είχε γίνει κτήμα του ελληνικού λαού με τη μελοποίησή του από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964.
Το 1979 αποτελεί σταθμό για το ποιητικό έργο του Ελύτη, καθότι η Σουηδική Ακαδημία του απένειμε το Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία, καθιστώντας τον Οδυσσέα Ελύτη τον δεύτερο Έλληνα Νομπελίστα μετά τον Γιώργο Σεφέρη. Στην ανακοίνωσή της, η Σουηδική Ακαδημία τόνισε ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ού αιώνα.
Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, και παρέλαβε το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο.
Ακολουθούν αποσπάσματα από την ομιλία του Ελύτη μετά την παραλαβή του Βραβείου Νόμπελ.
{…} Ας μου επιτραπεί, παρακαλώ, να μιλήσω στο όνομα της φωτεινότητας και της διαφάνειας. Επειδή οι ιδιότητες αυτές είναι που καθορίσανε τον χώρο μέσα στον οποίο μου ετάχθη να μεγαλώσω και να ζήσω. Και αυτές είναι που ένιωσα, σιγά-σιγά, να ταυτίζονται μέσα μου με την ανάγκη να εκφρασθώ. Είναι σωστό να προσκομίζει κανείς στην τέχνη αυτά που του υπαγορεύουν η προσωπική του εμπειρία και οι αρετές της γλώσσας του. Πολύ περισσότερο όταν οι καιροί είναι σκοτεινοί και αυτό που του υπαγορεύουν είναι μια όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ορατότητα.
Δεν μιλώ για τη φυσική ικανότητα να συλλαμβάνει κανείς τα αντικείμενα σε όλες τους τις λεπτομέρειες αλλά για τη μεταφορική, να κρατά την ουσία τους και να τα οδηγεί σε μια καθαρότητα τέτοια που να υποδηλώνει συνάμα την μεταφυσική τους σημασιολογία.
{…} Πού λοιπόν βρίσκεται σε έσχατη ανάλυση η αλήθεια; Στην φθορά και στον θάνατο που διαπιστώνουμε κάθε μέρα γύρω μας ή στη ροπή που μας ωθεί να πιστεύουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι ακατάλυτος και αιώνιος;
Βέβαια υπάρχει το αίνιγμα. Βέβαια υπάρχει το μυστήριο. Αλλά το μυστήριο δεν είναι μια σκηνοθεσία που επωφελείται από τα παιχνίδια της σκιάς και του σκότους για να μας εντυπωσιάσει απλώς. Είναι αυτό που εξακολουθεί να παραμένει μυστήριο και μέσα στο απόλυτο φως. Είναι τότε που προσλαμβάνει την αίγλη εκείνη που ελκύει και που την ονομάζουμε ομορφιά. Την ομορφιά που είναι μια οδός – η μόνη ίσως οδός – προς το άγνωστο μέρος του εαυτού μας, προς αυτό που μας υπερβαίνει. Επειδή αυτό είναι στο βάθος η ποίηση: η τέχνη να οδηγείσαι και να φτάνεις προς αυτό που σε υπερβαίνει.
{…) Για τον ποιητή – μπορεί να φαίνεται παράξενο αλλά είναι αληθές – η μόνη κοινή γλώσσα που αισθάνεται να του απομένει είναι οι αισθήσεις. Εδώ και χιλιάδες χρόνια, ο τρόπος που αγγίζονται δύο σώματα δεν άλλαξε.
{…}. Μου δόθηκε, αγαπητοί φίλοι, να γράφω σε μια γλώσσα που μιλιέται μόνον από μερικά εκατομμύρια ανθρώπων. Παρ’ όλα αυτά, μια γλώσσα που μιλιέται επί δυόμιση χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και με ελάχιστες διαφορές. Η παράλογη αυτή, φαινομενικά, διάσταση, αντιστοιχεί και στην υλικο-πνευματική οντότητα της χώρας μου. Που είναι μικρή σε έκταση χώρου και απέραντη σε έκταση χρόνου. Και το αναφέρω όχι για να υπερηφανευθώ, αλλά για να δείξω τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας ποιητής όταν χρησιμοποιεί για τα πιο αγαπημένα πράγματα τις ίδιες λέξεις που χρησιμοποιούσαν μία Σαπφώ ή ένας Πίνδαρος π.χ., χωρίς ωστόσο να έχει το αντίκρισμα που είχαν εκείνοι επάνω στην έκταση της πολιτισμένης τότε ανθρωπότητας. Εάν η γλώσσα αποτελούσε απλώς ένα μέσον επικοινωνίας, πρόβλημα δεν θα υπήρχε. Συμβαίνει όμως να αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών… Χωρίς να λησμονεί κανείς ότι στο μάκρος εικοσιπέντε αιώνων δεν υπήρξε ούτε ένας, επαναλαμβάνω ούτε ένας, που να μην γράφτηκε ποίηση στην ελληνική γλώσσα. Να τι είναι το μεγάλο βάρος παράδοσης που το όργανο αυτό σηκώνει. Το παρουσιάζει ανάγλυφα η νέα ελληνική ποίηση».
*Την ερχόμενη εβδομάδα θα κλείσω την αναφορά μου στον Οδυσσέα Ελύτη, τον δεύτερο Έλληνα Νομπελίστα για τη λογοτεχνία, με κάποια ποιήματά του, καθώς και σχόλια κριτικών για την ποίησή του.