Δύο άνθρωποι από τη Βικτώρια και Ν. Ν. Ουαλίας που έφαγαν καπνιστό σολομό μολυσμένο από βακτήρια λιστέρια έχασαν τη ζωή τους και, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, ο «θανατηφόρος» σολομός προερχόταν από την Τασμανία. Οι δύο άνθρωποι που έχασαν την ζωή τους μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου ήταν ηλικιωμένοι και, σύμφωνα με τον υπουργό Πρωτογενούς Παραγωγής, Guy Barnett, και οι δύο είχαν καταναλώσει σολομό από την Τασμανία.
Επί της παρούσης διεξάγονται έλεγχοι στις μονάδες παραγωγής προκειμένου να διαπιστωθεί η πηγή μόλυνσης.
Σε αυτό το στάδιο, πάντως, δεν έχει ανακληθεί κανένα συγκεκριμένο προϊόν καπνιστού σολομού και οι υγειονομικές Αρχές εκτιμούν ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλες περιπτώσεις μόλυνσης.
Ο ομοσπονδιακός Αρχίατρος, Brendan Murphy, δήλωσε ότι ήδη έχουν αρχίσει και βρίσκονται σε εξέλιξη έρευνες καθώς εκτός από τους δύο θανάτους, υπήρξε και ένα ακόμα περιστατικό μόλυνσης ατόμου από το Κουίνσλαντ. που ξεκίνησαν νωρίτερα αυτό το μήνα βρίσκονται σε εξέλιξη.
«Το Υπουργείο Υγείας σε συνεργασία με τις τοπικές υγειονομικές αρχές ερευνά επί του παρόντος τρία κρούσματα λοιμώξεων από το βακτήριο λιστέρια που εμφανίστηκαν στη Βικτώρια, το Κουίνσλαντ και τη Νέα Νότια Ουαλία. Και οι τρεις περιπτώσεις λοίμωξης αφορούν άτομα ηλικίας άνω των 70 ετών» ανέφερε ο Αρχίατρος.
Οι δύο μεγαλύτεροι παραγωγοί καπνιστού σολομού στην Τασμανία, οι μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας Tassal και Huon δήλωσαν ότι δεν έχουν καμία ένδειξη που να συνδέει τις εταιρείες τους με τις λοιμώξεις.
Εκπρόσωπος της Tassal δήλωσε ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι τα προϊόντα τους συνδέονται με τους δύο θανάτους.
Οι έγκυες γυναίκες, τα μωρά, οι ηλικιωμένοι και ασθενείς με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα κινδυνεύουν περισσότερο να ασθενήσουν από την λοίμωξη που μπορεί να αποβεί ακόμα και μοιραία.
Η λοίμωξη από λιστέρια εκδηλώνεται κυρίως από την κατανάλωση ακατάλληλων επεξεργασμένων κρεάτων και από μη παστεριωμένα γαλακτοκομικά προϊόντα.
Ωστόσο, έχουν καταγραφεί περιπτώσεις μόλυνσης και από κατεψυγμένα λαχανικά. Και αυτό επειδή τα βακτήρια της λιστέρια μπορούν να επιβιώσουν την ψύξη, ή ακόμα και την κατάψυξη.
Οι υγιείς άνθρωποι σπάνια ασθενούν, αλλά η νόσος μπορεί να αποβεί μοιραία και για τα αγέννητα μωρά και νεογνά, ενώ η έγκαιρη θεραπεία με αντιβιοτικά μπορεί να βοηθήσει στην αναχαίτιση των επιπτώσεων της μόλυνσης από λιστέρια.
Τα βακτήρια της λιστέρια μπορούν να βρεθούν στο έδαφος, το νερό και τα ζωικά περιττώματα. Οι άνθρωποι συνήθως μολύνονται αν καταναλώσουν ωμά λαχανικά που έχουν μολυνθεί από το έδαφος, ή από μολυσμένη κοπριά που χρησιμοποιείται ως λίπασμα, κρέας μολυσμένου ζώου, μη παστεριωμένο γάλα ή τρόφιμα που παρασκευάζονται με μη παστεριωμένο γάλα, ορισμένες επεξεργασμένες τροφές, όπως τα μαλακά τυριά, τα χοτ ντογκ και τα αλλαντικά και ο καπνιστός σολομός που έχουν μολυνθεί κατά την επεξεργασία τους.
Τα συμπτώματα της λιστέριας είναι πυρετός, μυϊκοί πόνοι, ναυτία και διάρροια.
Τα συμπτώματα μπορεί να αρχίσουν λίγες ημέρες αφότου έχει καταναλωθεί η μολυσμένη τροφή, αλλά ενδέχεται να περάσουν μέχρι και δύο μήνες πριν από τα πρώτα συμπτώματα της λοίμωξης.
Αν η λοίμωξη από λιστέρια εξαπλωθεί στο νευρικό σύστημα, τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν πονοκέφαλο, στραβολαίμιασμα, σύγχυση, απώλεια της ισορροπίας και σπασμούς.