Ο μεγιστάνας Clive Palmer, που εν μία νυκτί έκλεισε τις πόρτες της μεταλλευτικής του εταιρίας του Queensland Nickel πριν από τρία χρόνια, «πετώντας» στο δρόμο 800 εργαζόμενους, των οποίων τα δεδουλευμένα και τις αποζημιώσεις δεν πλήρωσε προφασιζόμενος ότι η Queensland Nickel δεν ήταν σε οικονομική θέση να το κάνει, αναγκάζεται τώρα να επιστρέψει στο κράτος, τα χρήματα που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι για να αποζημιωθούν οι εργαζόμενοί του.
Για να φρεσκάρουμε τη μνήμη σας, πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που στις εκλογές του περασμένου Μαϊου ξόδεψε $60 εκατ. στην προεκλογική του εκστρατεία μόνο σε διαφήμιση, πάνω κάτω δηλαδή όσα πληρώσαμε εμείς οι φορολογούμενοι για να αποζημιωθούν οι εργαζόμενοί του.
Ο Palmer για τρία χρόνια τώρα αρνούνταν ότι ήταν υπεύθυνος για την κατάρρευση της Queensland Nickel. H ομοσπονδιακή κυβέρνηση πλήρωσε τους εργαζόμενους της εταιρίας του Palmer $66 εκατ., στο πλαίσιο του Προγράμματος Ομοσπονδιακής Εγγύησης των Δικαιωμάτων Εργαζομένων. Ήταν την εποχή εκείνη η μεγαλύτερη αποπληρωμή που είχε καταβάλλει η κυβέρνηση στο πλαίσιο του προγράμματος.
Στην συνέχεια ειδικοί εκκαθαριστές διορίστηκαν από το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο για να ανακτήσουν από τον Palmer και τις εταιρείες του τα χρήματα που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι στους εργαζόμενους της Queensland Nickel.
Αυτοί οι εκκαθαριστές, μαζί με τους εκκαθαριστές γενικής χρήσης της εταιρίας FTI Consulting, ένωσαν τις δυνάμεις τους υποβάλλοντας αγωγή κατά την οποία ζητούσαν από τον Palmer να πληρώσει $200 εκατ., χρήματα που χρωστούσε όχι μόνο στους φορολογούμενους αλλά και σε άλλους πιστωτές της Queensland Nickel, χρέη για τα οποία επέμενε ότι δεν είναι υπεύθυνος να πληρώσει.
Η δίκη εννέα εβδομάδων για την κατάρρευση της Queensland Nickel άρχισε στο Ανώτατο Δικαστήριο του Μπρίσμπαν τον περασμένο μήνα.
Υπήρχαν αρκετές βασικές εξελίξεις που προέκυψαν από αυτή την δικαστική μάχη.
Η πρώτη σημαντική εξέλιξη ήρθε την τρίτη εβδομάδα της δίκης, όταν ο Shane Doyle QC, ο δικηγόρος των εκκαθαριστών που ορίστηκαν από την κυβέρνηση, δήλωσε στο Ανώτατο Δικαστήριο ότι είχε επιτευχθεί συμφωνία «πάνω στα χρέη της μεταφορικής εταιρίας Aurizon».
Η Aurizon ήταν από τους μεγάλους πιστωτές της Queensland Nickel (QN) που είχε μείνει απλήρωτη μετά την κατάρρευση, και στο παρελθόν είχε ισχυριστεί ότι το συνολικό ποσό που της όφειλε η QN έφτανε τα $90 εκατ.
Το ποσό που τελικά δέχθηκε να πληρώσει η QN μετά τον εξώδικο διακανονισμό παραμένει εμπιστευτικό, αλλά απ’ ότι ακούγεται είναι πολύ μικρότερο – περίπου $20 εκατ.
Οι συνομιλίες συνεχίστηκαν μεταξύ των διαφορετικών πλευρών και πριν από δύο μέρες αποκαλύφθηκε και μια άλλη συμφωνία. Ο Palmer έφτασε σε συμβιβασμό με τον Stephen Parbery, ειδικό εκκαθαριστή που ορίστηκε από την κυβέρνηση, για την πληρωμή $110 εκατ.
Αυτό σημαίνει ότι ο Palmer συμφώνησε να επιστρέψει τα $66 εκατ. των φορολογουμένων με τα υπόλοιπα χρήματα να καλύπτουν τις οφειλές σε ακάλυπτους πιστωτές.
Ο Parbery χαρακτήρισε τον διακανονισμό ως το «βέλτιστο αποτέλεσμα» για τους πιστωτές.
«Η πολυπλοκότητα των νομικών ζητημάτων που αντιμετωπίζει ο Palmer και οι συνεταίροι του και η αντίσταση των εν λόγω μερών στις προσπάθειες ανάκτησης προκάλεσαν μεγάλες καθυστερήσεις στην έναρξη της δίκης» ανέφερε.
«Μετά την κατάθεση των αποδεικτικών στοιχείων που υποβλήθηκαν ενώπιον των εναγόντων πριν από τη δίκη, ξεκίνησαν άμεσα οι διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση των διαφορών».
Ο Palmer, παρά το γεγονός ότι άρχισε να πληρώνει αριστερά και δεξιά σε όσους χρωστά εξέδωσε τη δική του δήλωση, λέγοντας ότι «δικαιώνεται» και ότι ο διακανονισμός επιβεβαίωσε ότι «η αγωγή εναντίον μου δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα κυνήγι μαγισσών που αποσκοπούσε στην αμαύρωση της καλής μου φήμης».
Ο Palmer κατέληξε σε συμφωνία με τους ειδικούς εκκαθαριστές αλλά η δίκη συνεχίζεται – αν και τώρα διακυβεύονται λιγότερα χρήματα.
Οι εκκαθαριστές της FTI επιδιώκουν να ανακάμψουν έναν «μικρό αριθμό» αμφισβητούμενων από τον Palmer αξιώσεων πιστωτών από την ναυαρχίδα εταιρία του Palmer την γνωστή, Mineralogy.
Εκτιμάται ότι τέσσερις ακόμα πιστωτές προσπαθούν να ανακτήσουν περισσότερα από $100 εκατ. και επιχειρηματολογώντας στο δικαστήτιο ανέφεραν ότι ο Palmer έβαλε τα δικά του συμφέροντα πάνω από αυτά των εργαζομένων και των πιστωτών του λίγες μέρες πριν την κατάρρευση της QN, επενδύοντας μέχρι και $230 εκατ. σε ένα επισφαλές και αμφιβόλου αποδοτικότητας επιχειρηματικό εγχείρημα αυτό στην περιοχή Galilee.
Ισχυρίζονται ότι οι ο Palmer, «έγδυσε» της QN από τα κεφάλαιά της μεταφέροντάς τα μέσω «προνομιακών» και «μη εμπορικών» συναλλαγών σε άλλη εταιρεία που συνδέεται με τον ίδιο.
Κατηγορούν επίσης τον Palmer ότι ενεργούσε ως κρυφός διευθυντής της QN ενώ η εταιρία βρισκόταν ήδη στα πρόθυρα κατάρρευσης κάτι που ο ίδιος αρνείται όπως αρνήθηκε και το γεγονός ότι οι εκκαθαριστές προσπαθούν να αποδείξουν αυτόν τον ρόλο του.
Τέλος είναι κατανοητό ότι η Αυστραλιανή Επιτροπή Κινητών Αξιών και Επενδύσεων παρακολουθεί στενά τη δίκη και ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το τι θα αποφανθεί το δικαστήριο όσον αφορά το αν οι ισχυρισμοί του Palmer ότι δεν ήταν ο κρυφός της διευθυντής, ευσταθούν ή όχι.