Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας μετά από 189 χρόνια από την ίδρυσή της, μεταφέρθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2019 από το Βαλλιάνειο Μέγαρο στο Κέντρο Πολιτισμού της Αθήνας, Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το οποίο ανήγειρε και δώρισε στο ελληνικό δημόσιο το εν λόγω ίδρυμα.

Χωρίς αμφιβολία, αυτό είναι ένα τεράστιο πολιτισμικό γεγονός, καθότι με την πλούσια συλλογή βιβλίων και εγγράφων, που προέρχονται από την αρχαιότητα ως τις ημέρες μας, σε μια Βιβλιοθήκη που σχεδιάσθηκε με βάση τις τελευταίες εξελίξεις της αρχιτεκτονικής, παρέχονται στους βιβλιόφιλους όλες οι δυνατότητες για πρόσβαση στο πολύτιμο πνευματικό της περιεχόμενο, σε ένα ευχάριστο και λειτουργικό περιβάλλον.

Το 1829 ο Ιωάννης Καποδίστριας, ο πρώτος Κυβερνήτης της Ελλάδας μετά από την Επανάσταση του 1821, προχώρησε στην ίδρυση της πρώτης Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Αίγινα, στην οποία είχαν συγκεντρωθεί και ταξινομηθεί διάσπαρτα χειρόγραφα, βιβλία και εφημερίδες. Αρχικός σκοπός της νεοσύστατης Βιβλιοθήκης ήταν να μπορέσουν οι νέοι που σπούδαζαν να διαβάζουν κείμενα που αναφέρονταν σε διάφορα στάδια της ελληνικής ιστορίας.

Όταν τον Σεπτέμβριο του 1834 η Αθήνα ανακηρύχθηκε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, η Δημόσια Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε από την Αίγινα στην Αθήνα.

Το 1842, όταν αναγέρθηκε η εμπρόσθια πτέρυγα του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Βιβλιοθήκη μεταφέρθηκε στον πάνω όροφό της και ενώθηκε με την πανεπιστημιακή, η οποία ήταν γνωστή ως Εθνική Βιβλιοθήκη.

Όταν μετά από την παρέλευση λίγων χρόνων διαπιστώθηκε ότι ο χώρος της Βιβλιοθήκης δεν επαρκούσε, λόγω της ραγδαίας αύξησης των βιβλίων, ο βασιλιάς Όθων έδωσε εντολή στον αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν να κάνει τα σχέδια για μια Βιβλιοθήκη ανεξάρτητη από την Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου.

Ο Χάνσεν εκπόνησε τα σχέδια, αλλά χρήματα δεν υπήρχαν για να υλοποιήσουν εκείνην την ιδέα. Χρειάσθηκε να περάσουν αρκετά χρόνια, μέχρι που το 1884 ο Παναγής Βαλλιάνος, Κεφαλλονίτης ομογενής από τη Ρωσία, ανταποκρίθηκε στην παράκληση του βασιλιά Γεωργίου Α΄ προς τους Έλληνες της διασποράς, και πρόσφερε με τους αδελφούς του Μαρίνο και Ανδρέα 2,5 εκατομμύρια δραχμές για την ανέγερση του κτηρίου της Βιβλιοθήκης.

Στα μέσα Μαρτίου του 1888 με λαμπρότητα ο βασιλιάς Γεώργιος έθεσε τον θεμέλιο λίθο της Βιβλιοθήκης, και ο Μάρκος Ρενιέρης, Πρόεδρος της επιτροπής ανεγέρσεως, τόνισε σε σχετική ομιλία του τα ακόλουθα:

«Οι προπάτορες ημών έκριναν σπουδαίον και ένδοξον έργον την ίδρυσιν και διακόσμησιν βιβλιοθηκών. Ο Αριστοτέλης αναφέρεται ως ο πρώτος συναγωγών την μεγαλυτέραν επί των χρόνων αυτού βιβλιοθήκην, έχων πρόθυμον χορηγόν τον μέγαν αυτού μαθητήν Αλέξανδρον. Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι διάδοχοι βασιλείς Άτταλος και Πτολεμαίος διά αδράς αμοιβής, συνέλεξαν πολυάριθμα έργα ελληνικής φιλολογίας και ανήγειραν λαμπράς βιβλιοθήκας, τας οποίας βάρβαροι κατέστρεψαν…».

Η ΑΝΕΓΕΡΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

Έτσι άρχισε η ανέγερση της Νέας Βιβλιοθήκης, η οποία ολοκληρώθηκε το 1902. Το 1903, στο νεοκλασικό, δωρικού ρυθμού μέγαρο, εγκαταστάθηκε η «Βαλλιάνιος Εθνική Βιβλιοθήκη», όπως ονομάστηκε αρχικά η Βιβλιοθήκη για να τιμηθούν οι ευεργέτες που είχαν διαθέσει το τεράστιο χρηματικό ποσό για την ανέγερσή της. Γενικά όμως η Βιβλιοθήκη ήταν γνωστή ως Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος (ΕΒΕ). Από τον Απρίλιο του ιδίου έτους η Βιβλιοθήκη άρχισε να λειτουργεί, προσφέροντας στο κοινό τον τεράστιο πλούτο της σε βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά και διάφορα ιστορικά έγγραφα.

Στις ημέρες μας υπολογίζεται πως η ΕΒΕ φιλοξενεί γύρω στα δύο εκατομμύρια βιβλίων, εφημερίδων, περιοδικών και σημαντικών εγγράφων. Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος είναι ο θεματοφύλακας της γραπτής πνευματικής παρακαταθήκης των Ελλήνων, και η κιβωτός ενός μοναδικού πλούτου, στον οποίο καταγράφεται η πορεία της ελληνικής σκέψης και ιστορίας δια μέσου των αιώνων.

Σύμφωνα με το καταστατικό της, η αποστολή της ΕΒΕ είναι να εντοπίζει, να συγκεντρώνει, να οργανώνει, και να διαφυλάσσει στο διηνεκές τα τεκμήρια της επιστήμης και του πολιτισμού που δημιουργούνται στην Ελλάδα ή διεθνώς και σχετίζονται με τον ελληνισμό στη διαχρονία του, προσφέροντας ανοικτή και ισότιμη πρόσβαση σε κάθε ενδιαφερόμενο. Στα 189 έτη λειτουργίας της η ΕΒΕ αποθησαυρίζει την πνευματική περιουσία του ελληνισμού, και μέχρι σήμερα έχει συγκεντρώσει μια μοναδικής αξίας συλλογή 2.000.000 τεκμηρίων.

Ενδιαφέρον για τον Απόδημο Ελληνισμό αποτελεί ο όρος «διεθνώς» που περιλαμβάνεται στους στόχους της ΕΒΕ, καθότι η Βιβλιοθήκη οφείλει «να περιγράφει και να διαφυλάσσει στο διηνεκές τα τεκμήρια της επιστήμης και του πολιτισμού που δημιουργούνται στην Ελλάδα ή διεθνώς και σχετίζονται με τον ελληνισμό στη διαχρονία του».

Με άλλα λόγια, υπάρχει η πρόβλεψη η Εθνική Βιβλιοθήκη να φιλοξενεί το συγγραφικό έργο και των αποδήμων Ελλήνων, καθώς και τις εφημερίδες και τα περιοδικά που κυκλοφορούν στον Ελληνισμό της Διασποράς.

Αυτό έχει ιδιαίτερη βαρύτητα όταν λάβουμε υπόψη πως ο αριθμός των αποδήμων Ελλήνων εκτιμάται ότι κυμαίνεται μεταξύ 5 και 7 εκατομμυρίων, με άλλα λόγια αποτελεί το ήμισυ, και ίσως και τα δύο τρίτα, του πληθυσμού της Ελλάδας.

Οι απόδημοι Έλληνες, στις χώρες που έχουν μεταναστεύσει και εγκατασταθεί, έχουν δημιουργήσει σημαντικές πνευματικές εστίες, και έχουν συγγράψει βιβλία που καλύπτουν την λογοτεχνία σε όλες τις μορφές της, καθώς και βιβλία ιστορίας και ιστοριογραφίας που προκύπτουν από έρευνες γύρω από θέματα που αφορούν τον Ελληνισμό με τη γενική του έννοια, με άλλα λόγια Μητροπολιτικό και Απόδημο.

Τα βιβλία των Αποδήμων Ελλήνων αποτελούν τον καθρέφτη, μέσα στον οποίο απεικονίζεται ο αέναος αγώνας του ενός τρίτου του έθνους που ζει μακριά από τα εθνικά κέντρα Ελλάδα και Κύπρο, για να περισώσει την πολιτισμική του κληρονομιά, να διατηρήσει τα εθνικά του ιδεώδη, και να γαλουχήσει τις νέες γενιές στα νάματα του ελληνικού πνεύματος.

Επιπρόσθετα, δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι διαχρονικά οι απόδημοι Έλληνες διαδραμάτισαν έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο αρχικά στη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, και στη συνέχεια στην οικονομική και κοινωνική του άνοδο.

ΚΑΙΡΟΣ ΝΑ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΠΟΙΗΘΕΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ

Από τα παραπάνω προκύπτει το συμπέρασμα πως αν θέλουμε η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος να φιλοξενήσει και το πνευματικό έργο των Ελλήνων της Διασποράς, εμείς θα πρέπει να αναλάβουμε κάποιες πρωτοβουλίες για την συγκέντρωση και την αποστολή του στην αρμόδια υπηρεσία της Βιβλιοθήκης.

Άπαξ και αρχίσει να γίνεται αυτό, κατά την άποψή μου η ΕΒΕ θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τμήμα στο χώρο της Βιβλιοθήκης για τα έργα των Αποδήμων Ελλήνων, για να έχουν την δυνατότητα οι αναγνώστες και οι ερευνητές να τα εντοπίζουν.

Το τμήμα για τα έργα των Ελλήνων της Διασποράς θα μπορούσε να υποδιαιρεθεί στις πέντε Ηπείρους: Ευρώπη, Αμερική, Ασία, Αφρική, Ωκεανία (Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία).

Για τον τρόπο, και τη συχνότητα της αποστολής των βιβλίων, θα χρειασθεί οι κατά τόπους ομογενειακοί οργανισμοί να επικοινωνήσουν με τη διοίκηση της Εθνικής Βιβλιοθήκης.

Η Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος είναι ο θεματοφύλακας της γραπτής πνευματικής παρακαταθήκης των Ελλήνων και η κιβωτός ενός μοναδικού πλούτου, στον οποίο καταγράφεται η πορεία της ελληνικής σκέψης και ιστορίας δια μέσου των αιώνων.

Η κατάθεση του συγγραφικού έργου των Ελλήνων της Διασποράς στην Εθνική Βιβλιοθήκη αποσκοπεί στον εμπλουτισμό των έργων της, αφού αντανακλά τις παραδόσεις και τον πολιτισμό της Ελλάδας σε οποιαδήποτε γλώσσα και μορφή και αν βρίσκεται.

Στο Γενικό Προξενείο της Ελλάδας στην Μελβούρνη το 2009 συστάθηκε Βιβλιοθήκη έργων ομογενών από τον τότε Γενικό Πρόξενο κ. Χρήστο Σαλαμάνη, και συμπάροικοι πρόσφεραν τα χρήματα για την αγορά των απαραίτητων επίπλων. Από ότι γνωρίζω, η Βιβλιοθήκη φιλοξενεί γύρω στα 600 βιβλία συμπαροίκων συγγραφέων, με δύο αντίτυπα από το καθένα, και συνεχίζει να δέχεται νέα βιβλία.

Ως εκ τούτου, ένα από τα δύο βιβλία κάθε συγγραφέα μπορεί να αποσταλεί στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος. Άλλες Πολιτείες της Αυστραλίας μπορούν, σε συνεργασία με τα εκεί Προξενεία της Ελλάδας, να συγκεντρώσουν, και να αποστείλουν στην ΕΒΕ τα βιβλία των ομογενών. Μετέπειτα, η αποστολή βιβλίων μπορεί να γίνεται σε ετήσια βάση.

Εξυπακούεται πως στην συγκέντρωση, καθώς και στην αποστολή των βιβλίων, μπορούν να συμβάλουν και οι ελληνικοί οργανισμοί που δραστηριοποιούνται στο χώρο των ελληνικών γραμμάτων στις διάφορες Πολιτείες της Αυστραλίας.

«Αμ’ έπος αμ’ έργον», λοιπόν.