ΤΙΣ επόμενες μέρες ο Υπουργός Πολυπολιτισμικών Υποθέσεων της Βικτώριας, Richard Wynne, θα ανακοινώσει τα ονόματα των ανθρώπων που επέλεξε για να εκπροσωπούν τις εθνικές μειονότητες στην Βικτωριανή Πολυπολιτισμική Επιτροπή (Victorian Muliticultural Commision – VMC), ακολουθώντας την εσωτερική αναθεώρηση της κυβέρνησης για τις μάλλον εντυπωσιακές επιδόσεις της αρκετά χρόνια.
H VMC έχει εξουσιοδοτηθεί να αποτελεί ένα ανεξάρτητο όργανο για να παρέχει συμβουλές στην κυβέρνηση για θέματα που αφορούν τις εθνικές μειονότητες και την πολυπολιτισμική Βικτώρια και να διανείμει σε εθνοτικές μεταναστευτικές οργανώσεις περίπου 55 εκατομμύρια δολάρια (2018-2019) για φεστιβάλ, εκδηλώσεις και έργα υποδομής.
Η VMC, που πριν ονομαζόταν Επιτροπή Εθνοτήτων, δημιουργήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 κατά την περίοδο των ιστορικών αγώνων για τα δικαιώματα των μεταναστών εργαζομένων και αυτά των εθνικών κοινοτήτων, ώστε, φαινομενικά να είναι η συλλογική τους φωνή προς τα κυβερνητικά κλιμάκια όσον αφορά το σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση κοινωνικοοικονομικών και πολιτιστικών πολιτικών προγραμμάτων. Οι προηγούμενες Επιτροπές Εθνικών Υποθέσεων (Ethnic Affairs Commissions) είχαν μια πραγματική εκπροσώπηση από εκλεγμένους ηγέτες των εθνικών τους κοινοτήτων, των συνδικαλιστικών οργανώσεων και ορισμένων εργοδοτικών οργανώσεων. Διαδραμάτισαν ενεργό ρόλο στην προώθηση των ιδιαίτερων αναγκών των μεταναστών εργαζομένων και των κοινοτήτων τους, όπως οι μισθοί και οι συνθήκες εργασίας, η διδασκαλία της Αγγλικής στους εργασιακούς χώρους, ο πολιτισμός και η διατήρηση των κοινοτικών γλωσσών στο κύριο εκπαιδευτικό σύστημα, καταπολεμώντας όλες τις μορφές διακρίσεων και ρατσισμού.
Όλα αυτά ενεθάρρυναν τις Επιτροπές αυτές να αναλαμβάνουν πιο ενεργό και ηγετικό ρόλο στις υποθέσεις των εργαζομένων και των κοινωνικών οργανώσεων. Μια διαδικασία που μετέβαλε την Αυστραλία από μια “κλειστή” μονοπολιτισμική και μονόγλωσση χώρα σε μια χώρα πολυπολιτισμικότητας και πολυγλωσσίας.
Η Βικτώρια ήταν στην πρώτη γραμμή των προοδευτικών πολιτικών και των λογικά καλύτερων χρηματοδοτούμενων προγραμμάτων και, αναμφισβήτητα, επηρέασε τις εξελίξεις τόσο σε ομοσπονδιακό επίπεδο όσο και στις άλλες Πολιτείες της χώρας.
Συνήθως, στη Βικτώρια -αλλά και αλλού- υπήρχε ένας Υπουργός με χαρτοφυλάκιο Εθνικών Μειονοτήτων / Πολυπολιτισμού, με ξεχωριστή χρηματοδότηση, που ανέπτυσσε σχετικές πρωτοβουλίες και στρατηγικές όσον αφορά την παροχή υπηρεσιών, την απασχόληση και την εκπροσώπηση των μεταναστών.
Αυτό το χαρτοφυλάκιο -σε πολιτειακό ή ομοσπονδιακό επίπεδο- ανατίθεται τώρα, ως προσθήκη, σε έναν πολυάσχολο υπουργό ή έναν αρχάριο πολιτικό, με ελάχιστο βαθμό ουσιαστικής διαβούλευσης και λογοδοσίας. Για παράδειγμα, αναλογισθείτε την πρόσφατη μετονομασία του Μουσείου Μετανάστευσης σε ένα χωρίς νόημα Μουσείο Κοινής Ανθρωπότητας.
Υπάρχει ένα καίριο ζήτημα εδώ. Ο σημερινός γραφειοκρατικός όρος που αναφέρεται στους μη Αγγλοαστραλούς -σχεδόν το ήμισυ του πληθυσμού της χώρας- είναι είτε πολυπολιτισμικό είτε CALD (Culturally and Linguisgtically Diverse) συνιστά μια αδέξια, αλλά και στρατηγική συνιστώσα του ακόμα ισχυρού εποικοδομήματος της αφομοίωσης, για να κρύψει και, ενδεχομένως, να θάψει την πραγματικότητα της Αυστραλίας του ότι δηλαδή είναι ένα έθνος που ανήκει στους αρχικούς λαούς της -των Αβοριγίνων- αλλά και των μεταναστών, με την πλειονότητα βέβαια αγγλοσαξωνικής εθνοτικής προέλευσης και την Αγγλική ως ενοποιητικής γλώσσας και πολλές μεγάλες ή μικρότερες εθνικές μειονότητες προερχόμενες από περισσότερες από 150 χώρες, συμπεριλαμβανομένων περίπου 2 εκατομμυρίων Κινέζων, πάνω από ένα εκατομμύριο Ινδών και εκατοντάδες χιλιάδες Ελλήνων.
Ως εκ τούτου, η πολυπολιτισμικότητα δεν αποτελεί δευτερεύον ζήτημα για τους “εθνικούς”, ούτε η συμφιλίωση είναι θέμα μόνο για μερικούς μαύρους. Αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό ολόκληρου του έθνους.
Η “πατρότητα” της συνεχιζόμενης αντίστασης των ιθαγενών αποδίδεται βασικά στον γερουσιαστή Pat Dobson -τον πατέρα της συμφιλίωσης- ο οποίος πολύ σωστά και σοφά είπε (The Australian, 10 Αυγούστου 2019) ότι “οι ηγέτες φοβούνται μην απωλέσουν την αγγλότητά τους” και ότι οι προελεύσεις των άλλων μισών Αυστραλών δεν είναι τόσο σημαντικές.
Στην όλη ρητορική της συμφιλίωσης δεν έχει ληφθεί υπόψη το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι μη Αγγλοαυστραλοί δεν εκπροσωπούνται επαρκώς ή και καθόλου στα κοινοβούλια, τις δημόσιες υπηρεσίες, στις ηγετικές θέσεις της κοινωνικοπολιτειακής πολιτικής που διαμορφώνουν τους κοινωνικοοικονομικούς και πολιτιστικούς θεσμούς και οργανώσεις, ακόμη και σε περιοχές όπου συνιστούν τη μεγάλη πλειοψηφία. Περισσότεροι από έξι εκατομμύρια Αυστραλοί πολίτες που γεννήθηκαν στο εξωτερικό ή είναι απόγονοι γονέων που γεννήθηκαν στο εξωτερικό, δεν μπορούν να εκλεγούν στο Ομοσπονδιακό Κοινοβούλιο και η ιθαγένειά τους μπορεί να ανακληθεί. Υπάρχουν, βέβαια, μερικές φωνές που προσπαθούν να ακουστούν, αλλά είναι κυρίως σπασμωδικές και όχι συντονισμένες, όπως ήταν πριν από περίπου 40-50 χρόνια, όπως πρέπει να είναι και τώρα με την άνοδο των φανατισμών και του ρατσισμού.
Με την πάροδο του χρόνου, η VMC και παρόμοια άλλα όργανα στις Πολιτείες και την Κοινοπολιτεία -στην τελευταία καταργήθηκε από τον John Howard στη δεκαετία του ’90- απομακρύνθηκε και συχνά αντιτάχθηκε σιωπηλά ή μη στις πραγματικές ανάγκες των μεταναστών εργαζομένων και των εθνικών κοινοτήτων. Η δημοκρατική αρχή της άμεσης εκπροσώπησης, αν και ατελής, αντικαταστάθηκε από την επιλογή εκ μέρους της κυβέρνησης της εκάστοτε σύνθεσης των Επιτροπών αυτών, μια πολιτική που αποσκοπεί στη συμμόρφωση προς τα ειωθότα και χωρίς να λογοδοτεί κάπου.
Καθώς οι διακρίσεις εξακολουθούν να εξαπλώνονται, παρά τις πολλές προσπάθειες για την καταπολέμησή τους, η ανάγκη μιας ενωμένης φωνής από τους Αυστραλούς των εθνικών μειονοτήτων και άλλους υποστηρικτές της πολυπολιτισμικότητας, είναι εξίσου σημαντική και επείγουσα από ποτέ άλλοτε.
Ανάγοντας σε κοινή υπόθεση το ζήτημα αυτό με τους αυτόχθονες λαούς και την ιστορική τους Διακήρυξη Uluru From the Heart, που αποσκοπεί στη συνταγματική αναγνώρισή τους ως πρώτου λαού της Αυστραλίας, μια συνθήκη και μια δική τους φωνή για θέματα που τους επηρεάζουν μπορεί να είναι ένα εξίσου ιστορικό βήμα και προς την κατεύθυνση των εθνικών μειονοτήτων να τροποποιηθεί το Σύνταγμα ώστε να αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη δημογραφική μας πολυπολιτισμική πραγματικότητα, αφαιρώντας όλα τα Άρθρα που δημιουργούν δύο κατηγορίες Αυστραλών και προσβλέποντας στην ανάδειξη ενός εκλεγμένου συμβουλευτικού οργάνου στα κοινοβούλια.
Υπό μια έννοια αυτό -το να έχουμε δικαίωμα λόγου- αποτελούσε πάντα έναν σημαντικό στόχο που διακηρύχτηκε από την πρώτη στιγμή που οι μη Αγγλοαυστραλοί πάτησαν το πόδι τους σε αυτή τη γη, μόνο και μόνο για να απογοητευτούν στη συνέχεια, αν και αντιτάχθηκαν σθεναρά στη “βασιλεία” της Λευκής Αυστραλιανής Πολιτικής και τη διατήρησή της, εκ μέρους ισχυρών συντηρητικών κύκλων, νεοφιλελεύθερων ιδεολόγων, άλλων λευκών υπερασπιστών της ξενοφοβίας.
Αλλά το σημαντικότερο είναι ότι η υποστήριξη της πολυπολιτισμικότητας έχει ριζώσει και αναπτυχθεί. Πρέπει να την αναπτύξουμε και να την οδηγήσουμε στο επίπεδο του να επιβάλει σημαντικές πολιτικές και διαρθρωτικές, σε προοδευτική κατεύθυνση, συνταγματικές και νομοθετικές αλλαγές, όπως αυτές αναφέρθηκαν παραπάνω, με βάση το αίτημα “είναι καιρός να ακουστούν οι φωνές μας, για ουσιαστική συμμετοχή μέσω δημοκρατικών εκλογών αυτών των επιτροπών και όχι μέσω κυβερνητικής επιλογής”.
Η μεγάλη προσπάθεια για ένα τέτοιο επικό καθήκον πρέπει να προέρχεται από τις εθνικές μειονότητες, οι οποίες πρέπει να επιδιώξουν να αποκτήσουν δημόσιο λόγο, απευθύνοντας τη δική τους Διακήρυξη “Uluru”, αντλώντας από την ιστορία των αγώνων των δεκαετιών ’70 και ’80. Οι ελληνοαυστραλιανές κοινότητες που έχουν συμβάλει πάρα πολύ σε τέτοιες εκστρατείες έχουν την πολιτική και πνευματική ικανότητα να ηγηθούν αυτού του τεράστιου βήματος προς τα εμπρός. Ας ληφθεί υπόψη η σημασία του του αγώνα τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον μας σε αυτή τη χώρα.
*Ο Γιώργος Ζάγκαλης είναι πρώην πρόεδρος του Australian Railways Union Victoria, πρώην πρόεδρος της Επιτροπής Μεταναστών Εργατών (Migrant Workers Committee) του ACTU, ιδρυτικό μέλος των ECCV, FECCA και Community Broadcasting, πρώην μέλος των SBS Board και National ABC Advisory Committee, βραβευμένος με Federation Medal για τις υπηρεσίες του προς την ευρύτερη κοινότητα και ειδικά τους μετανάστες εργαζόμενους, συγγραφέας και ραδιοφωνικός παρπυσιαστής και σχολιαστής και αντιπρόεδρος της Fair Go for Pensioners Coalition.