Όσοι από εσάς διαβάζετε τον «Νέο Κόσμο» τακτικά, γνωρίζετε ότι πρόσφατα έγραψα ένα μικρό σημείωμα για να τιμήσω τον πατέρα μου που έφυγε από τη ζωή τρεις περίπου μήνες πριν. Πόσο σκληρή είναι όμως, κατά καιρούς η ζωή. Και να, βρίσκομαι τώρα και πάλι στην ίδια θέση, αυτή τη φορά για τη μητέρα μου. Ίσως αυτή η θλιβερή συγκυρία να είναι μέρος ενός ταξιδιού που πολλοί από εμάς καλούμαστε να κάνουμε καθώς οι πρωτοπόροι γονείς μας φεύγουν από τη ζωή.
Καθώς κάθομαι και γράφω αυτές τις λέξεις, τέσσερις μέρες μετά τη μέρα που μας έφυγε, διακατέχομαι ακόμα από σοκ και αμηχανία. Ναι, ήταν άρρωστη, ναι, έδινε μάχη για πολλά χρόνια με τον καρκίνο, αλλά πάντα έβγαινε νικήτρια και δυνατότερη από πριν. Φαινόταν και ζούσε ως ένας άνθρωπος πολύ νεώτερος από τα 76 χρόνια της. Ήταν γεμάτη ζωή και ήθελε να ζήσει. Ήθελε να συνεχίσει να συμμετέχει και να συνεισφέρει στις μυριάδες διαλόγων με ανθρώπους που γνώρισε και τους οποίους συνέχισε να συναντά μέχρι πρόσφατα. Ήθελε να εγκατασταθεί στο νέο της διαμέρισμα, όπου είχε μετακομίσει πρόσφατα, να είναι πιο κοντά στα παιδιά της. Ήθελε να ταξιδέψει ξανά στην Ελλάδα.
Η μητέρα μου Θεοδώρα, γνωστή σε πολλούς ως Ντόρα, ήταν η επιτομή του πραγματικού ελληνικού πνεύματος ενός ανθρώπου ενεργού στην κοινωνική και πολιτική ζωή. Ενώ μετανάστευσε στην Αυστραλία σε ηλικία μόλις 7 χρονών και μιλούσε αγγλικά χωρίς ίχνος ξένης προφοράς, αυτοχαρακτηριζόταν ως Ελληνίδα. Η Ελλάδα ήταν σφυρηλατημένη στην ψυχή και το πνεύμα της καθώς και στο DNA της.
Ήξερα ότι η μητέρα μου είχε πάμπολλους φίλους και γνωστούς, αλλά έμεινα έκπληκτος και ένοιωσα ταπεινοφροσύνη τις τελευταίες μέρες από τις προσωπικές ιστορίες που άκουσα για το πώς αφιέρωνε τον χρόνο της και τον θετικό αντίκτυπο που είχε στη ζωή πολλών ανθρώπων. Υπήρξαν προσωπικές ιστορίες που στήριξε συναισθηματικά φίλους της όταν αυτοί περνούσαν δύσκολες στιγμές και άλλες που αφορούσαν την ιδιαίτερη πνευματική της περιέργεια, ποιότητες που προκαλούσαν τον θαυμασμό και την διάθεση διερεύνησης ιδεών σε φίλους και συνομηλίκους της. Η μητέρα μου απολάμβανε μια καλή συζήτηση και τον λόγο γενικά. Ήταν πολυδιαβασμένη στην ιστορία, τον πολιτισμό και τις τέχνες, θέματα για τα οποία απολάμβανε να συζητά. Εάν υπήρχε μια «Αγορά» σήμερα, όπως αυτή της Αρχαίας Αθήνας, η μητέρα μου θα ήταν στο επίκεντρο, ανταλλάσοντας απόψεις και συζητώντας για την πολιτική, τον πολιτισμό και τις τέχνες και ίσως λίγο και για τον αθλητισμό.
Η συμβολή της στην ελληνική κοινότητα ως αφοσιωμένη και περήφανη Ελληνίδα, που μοιραζόταν γενναιόδωρα τις γνώσεις και τα ταλέντα της, ήταν επίσης σημαντική.
Ήταν μία καταξιωμένη καλλιτέχνης και συγγραφέας καθώς δημοσίευσε μυθιστορήματα αλλά και βιβλία που είχαν σχέση με την ελληνική κουζίνα. Η μητέρα μου ήταν δραστήρια και περιπετειώδης, έχοντας πάντα αυξημένο το αίσθημα της αυτοκριτικής σε κάθε βήμα της ζωής της. Έχει συμβάλει σημαντικά στον «Νέο Κόσμο» εδώ και δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια μοιράστηκε με τους αναγνώστες μας τις γνώσεις της και την εμπεριστατωμένη της έρευνα για την ιστορία των τροφίμων αλλά και τις συνταγές της.
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα και αφιέρωμα στην μητέρα μου, σκέφτομαι εκείνα τα χαρακτηριστικά της ζωής της που με ενέπνευσαν και θα συνεχίζουν να με εμπνέουν και καθοδηγούν και ενθαρρύνω όλους όσους την ήξεραν αλλά και αυτούς που δεν την ήξεραν να συνεχίσουν τον διάλογο και την διερεύνηση ιδεών, με πάθος για την αλήθεια και χιούμορ. Να το κάνετε με πνεύμα περιπετειώδες. Να αγαπάτε τον πολιτισμό και να τον ζείτε. Συνεχίστε να διαβάζετε, να μαθαίνετε και να ταξιδεύετε. Ποτέ μην φοβάστε να εκφράσετε τη γνώμη σας, να είστε υπερήφανοι για την εθνική σας κληρονομιά και τους πολιτισμούς του πλανήτη μας. Αυτοί είναι οι πραγματικοί Έλληνες. Αυτή ήταν η μητέρα μου.
Θα μας λείψεις Μαμά