Ξενοδοχείο Σοφία: ένα όνομα, μια ιστορία…

Σάββατο απομεσήμερο και το κρύο είναι τσουχτερό. Ο χειμώνας φύλαγε τα καλύτερά του για το τέλος… Τυλίγω το κασκόλ μου όσο μπορώ καλύτερα στο λαιμό μου και προχωρώ γρήγορα. Έχω ήδη φτάσει στην οδό King Street. Εκεί όπου δεσπόζει το γνωστό ξενοδοχείο «Σοφία». Εκεί όπου με περιμένει ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ο κ. Παύλος Καστανάς, για να μοιραστεί μαζί μου μια πολύ ιδιαίτερη ιστορία. Την ιστορία της Σοφίας…

Πριν ακόμα διαβώ την κεντρική πόρτα του ξενοδοχείου, ακούω τους ήχους του μπαγλαμά και το μπουζουκιού που ταξιδεύουν τους θαμώνες του εστιατορίου της «Σοφίας» πίσω στο χρόνο, στις χαμένες πατρίδες. Μαγεμένη, γυρίζω το πόμολο και μπαίνω. Με υποδέχεται το εντυπωσιακό γαμήλιο πορτραίτο μιας πολύ αριστοκρατικής γυναίκας. Αμέσως με καταλαμβάνει η ζεστασιά και η θαλπωρή που μπορεί κανείς να αισθανθεί μόνο στο σπίτι. Στη ρεσεψιόν δεν είναι κανείς. Να χτυπήσω το κουδούνι ή να ακολουθήσω τον ήχο της γλυκιάς πενιάς; Επιλέγω το δεύτερο.

Ανοίγω την ξύλινη πόρτα και είναι σα να ταξιδεύω στο χρόνο. Ο ζεστός χώρος με τα τραπέζια που θυμίζουν παραδοσιακό κουτούκι σε συνδυασμό με τα ρεμπέτικα που ακούγονται από την μουσική παρέα του Con Calamaras με στέλνουν σε χρόνια που δεν έζησα, σε πατρίδες που δεν γνώρισα, ωστόσο μου είναι τόσο οικείες.
Σε λίγο εμφανίζεται ο κύριος Παύλος κρατώντας έναν πάκο ακουαρέλες κάτω από τη μασχάλη του. «Θα ξεκινήσουμε από αυτά», μου λέει και τα απλώνει μπροστά μου. Είναι μια σειρά από ασπρόμαυρα πορτραίτα γυναικών που έζησαν πάνω από έναν αιώνα πριν. Αγέρωχες, αριστοκρατικές, γεμάτες αυτοπεποίθηση με μια απαράμιλλη ομορφιά που αιχμαλωτίζει όχι μόνο το βλέμμα αλλά και την ψυχή σου. Είναι οι γυναίκες της Σμύρνης. Πρώτη ανάμεσά τους, η νύφη που είχα συναντήσει μπαίνοντας στο ξενοδοχείο. Εκείνη που με καλωσόρισε χωρίς να μιλά, που με προσκάλεσε χωρίς να σαλέψει – πώς θα μπορούσε άλλωστε. Η γιαγιά Σοφία…

Ο κύριος Παύλος την κοιτά, όπως είμαι σίγουρη πως έχει κάνει χιλιάδες φορές, σα να αποζητά την άδεια να μιλήσει, να μοιραστεί μαζί μου και μαζί σας την ιστορία της. Κι έπειτα με μάτια υγρά από τη συγκίνηση και με σπασμένη φωνή ξεκινά τη διήγησή του ξεκινώντας μια νοσταλγική περιπλάνηση στο χρόνο:

Ο κύριος Παύλος Καστανάς ιδιοκτήτης του Ξενοδοχείου Σοφία (Hotel Sophia) στο King Street

«Ο προ- προ πάππους μου λεγόταν Βασίλης Μιχαλίδης, κατοικούσε στην Τραπεζούντα και ήταν πλούσιος γαιοκτήμονας και έμπορος παράλληλα. Μαζί με το γιο του και προπάππου μου, Μιχάλη, έστελναν τα προϊόντα των άλλων στη Σμύρνη. Όταν έγινε ο πόλεμος της Κριμαίας, το 1850, απέκτησαν πολλά χρήματα. Ο τρόπος όμως που τα απέκτησαν αποτελούσε για χρόνια ένα εσωτερικό αστείο της οικογένειας. Συνήθιζαν να λένε, πλουτίσαμε με το νερό. Και όντως, έτσι ήτανε, καθώς ο Βασίλης και ο Μιχάλης είχαν αναλάβει την τροφοδοσία της περιοχής με τρόφιμα αλλά κυρίως νερό. Είχανε τον τρόπο τους, πολύ ωραίο τρόπο στην Τραπεζούντα, ωραίες μέρες πριν να καταστραφούν με το διωγμό. Ήταν βαθύπλουτοι. Ο παππούς μου είχε ένα σακούλι με χρυσές λίρες», αναπολεί ο κύριος Παύλος και μοιάζει να τα έζησε κι αυτός. Τόσο βαθιά έχουν ριζώσει μέσα του οι οικογενειακές μνήμες από τις διηγήσεις των επόμενων γενεών.

ΤΟ ΠΡΟΞΕΝΙΟ

«Ο παππούς Μιχάλης έφτασε σε ηλικία γάμου και τότε έγινε το προξενιό με την προγιαγιά μου τη Σοφία Μαλουκάτο από την οποία πήρε το όνομά του και το ξενοδοχείο. Η γιαγιά Σοφία ήταν από πολύ καλή και πλούσια οικογένεια της Σμύρνης. Στη συνέχεια το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη. Ο Μιχάλης συναναστρεφόταν την ελίτ της τοπικής κοινωνίας. Ανέπτυξε σχέσεις με Τούρκους και Γάλλους πλουσίους κι έκανε συχνές επισκέψεις στο Παρίσι. Ο Μιχάλης και η Σοφία ήτανε θρήσκοι και πολύ κοινωνικοί. Αγαπούσαν τα γράμματα και γι’ αυτό φρόντισαν να σπουδάσουν όλα τους τα παιδιά». Και δεν ήταν λίγα. Απέκτησαν πέντε κόρες, την Θρίσβη, την Αγνή, την Αγγέλα, την Πηλιά και την Όλγα κι έναν γιο, το Βασίλη».

Όλα αυτά τα ονόματα αντιστοιχούν στα πορτραίτα που είχα δει λίγο πριν. Οι γυναίκες της Σμύρνης που εκπροσωπούσαν μια γενιά, μια ιστορία, μια κληρονομιά, μια ακόμη χαμένη πατρίδα, τώρα είχαν κι ένα όνομα. Κι αυτό τις έκανε ακόμη πιο αληθινές και την ιστορία ακόμη πιο ενδιαφέρουσα.

Η ΘΡΙΣΒΗ ΚΑΙ Η ΑΓΓΕΛΑ

Η Θρίσβη πήγε στην Αίγυπτο όπου παντρεύτηκε το Μίμη Σκριβάνο, βαμβακέμπορο γνωστής οικογένειας. Έμειναν εκεί για την υπόλοιπη ζωή τους. Η Αγγέλα μετανάστευσε στη Μελβούρνη».

Η Θρίσβη (Από το προσωπικό αρχείο του κ. Παύλου Καστανά)

Η ΠΗΛΙΑ

Η Πηλιά που ήταν δασκάλα μετανάστευσε στη Μελβούρνη το 1904 όπου παντρεύτηκε τον Γιώργο Παναγιωτόπουλο. Όπως οι περισσότεροι τότε άλλαξαν το επίθετο σε Pannam. Το όνομά τους έγινε πολύ γνωστό στη Μελβούρνη. «Ο διάσημος ποδοσφαιριστής Λου Ρίτσαρντς ήταν Pannam από τη μεριά της γιαγιάς του», λέει ο κ. Παύλος.

Κι ενώ τα τρία κορίτσια έφυγαν νωρίς από τη Σμύρνη γλιτώνοντας τη φρίκη της Καταστροφής, η Αγνή και ο Βασίλης έμειναν για να δουν την πόλη που αγάπησαν να καίγεται, τους φίλους τους να χάνονται, τη ζωή τους να σκορπά σε μια στιγμή.

Η ΑΓΝΗ

«Η Αγνή παντρεύτηκε έναν Αρμένη φαρμακοποιό στη Σμύρνη. Είχε το φαρμακείο του κοντά στην παραλία και απέξω είχε μια βαλσαμωμένη αρκούδα που είχε πιάσει στο κυνήγι. Ήταν το αξιοθέατο της πόλης για χρόνια. Η Αγνή απέκτησε δύο γιους οι οποίοι συμμετείχαν στον πόλεμο. Μετά την Καταστροφή μετανάστευσαν κι αυτοί στην Αυστραλία. Αργότερα, ακολούθησε και η μητέρα τους».

Ο ΒΑΣΙΛΗΣ

«Ο Βασίλης ήταν οδοντίατρος στη Σμύρνη. Όταν έγινε η Καταστροφή ίσα που πρόλαβε να μπει στο τελευταίο πλοίο. Λίγο πριν αναχωρήσουν, η γυναίκα του, που πίστευε πως θα ξαναγύριζαν, σκέφτηκε να αφήσει το κλειδί του σπιτιού στο γείτονά τους. Ώσπου να γυρίσει, το πλοίο είχε φύγει κι έτσι έμεινε πίσω. Ευτυχώς σώθηκε αλλά βρέθηκε στη Μυτιλήνη ενώ ο άντρας της ο Βασίλης, με μια κόρη τους κατέληξε στη Θεσσαλονίκη. Πήρε έξι μήνες για να βρεθούνε και να καταφέρει η οικογένεια να σμίξει ξανά».

Τελευταία στην αφήγηση του κυρίου Παύλου είναι η γιαγιά του, η Όλγα και καταλαβαίνω γιατί. Γιατί μεγάλωσε με τις μνήμες και τις ιστορίες γι’ αυτήν. Γιατί η ζωή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη δική της.

Η ΟΛΓΑ

«Ο παππούς Μιχάλης και η γιαγιά Σοφία πήγαιναν συχνά στο Παρίσι και εκεί γνώρισαν μια ρωσίδα που έγινε η νονά της γιαγιάς μου και της έδωσε το όνομά της, Όλγα. Η γιαγιά μου μιλούσε απταίστως τα γαλλικά γιατί είχε φοιτήσει στις καλόγριες όπου είχε μάθει και την τέχνη της μαγειρικής. Στη Σμύρνη, τα κορίτσια διασκέδαζαν πηγαίνοντας στις μουσικές βραδιές που διοργανώνονταν στα ξένα πολεμικά πλοία τα οποία διέθεταν ορχήστρες. Η Όλγα πήγαινε κι αυτή εκεί για χορό».

Με το βλέμμα χαμένο στο παρελθόν, ο κύριος Παύλος σιγοτραγουδάει ένα ρεφρενάκι στα γαλλικά σα να θέλει να μου μεταφέρει τη μαγική εικόνα που έχει σχηματίσει στο μυαλό του. Την όμορφη νεαρή Όλγα να στροβιλίζεται κάτω από τους ήχους της ορχήστρας γεμάτη ζωή και όνειρα. Η μοίρα όμως είχε άλλα σχέδια για εκείνη.

«Είχε αρραβωνιαστεί με έναν Άγγλο, τον Κλάρενς. Δυστυχώς, όμως, εκείνος αρρώστησε βαριά από τύφο και πέθανε. Η Όλγα δεν τον ξέχασε ποτέ. Σα να μην έφτανε αυτό, κάποια μέρα που ήταν μόνη στο σπίτι έκαναν έφοδο οι αντάρτες για να κλέψουν. Την έδεσαν σε μια καρέκλα και πήραν όλα τα χρυσαφικά και ό,τι άλλο υπήρχε μέσα στο σπίτι. Από το σοκ και από το φόβο τα μαλλιά της άσπρισαν σε μια στιγμή».

Η γιαγιά του κ. Παύλου και κόρη της Σοφίας, Όλγα (Από το προσωπικό αρχείο του κ. Παύλου Καστανά)

Σε αυτό το σημείο, ο κύριος Παύλος σταματά συγκινημένος. Στο βάθος κλαίει ένα ταξίμι που μπερδεύεται με τις μελωδίες της ορχήστρας των γαλλικών πολεμικών «Βαλδέμ Ρουσσώ» και «Ερνέστ Ρενάν». Είναι οι ίδιες αυτές ορχήστρες που την αποφράδα ημέρα της Καταστροφής παιάνιζαν τον ελληνικό εθνικό ύμνο καθώς τα πολεμικά μας περνούσαν δίπλα τους απευθύνοντας τον τελευταίο χαιρετισμό προς την ελληνική σημαία. Τι σου είναι το μυαλό…

Η φωνή του κυρίου Παύλου που ξεκινά και πάλι τη διήγησή του με επαναφέρει στην ονειρική πραγματικότητα.

Ο ΓΑΜΟΣ

«Η γιαγιά Όλγα έπρεπε να παντρευτεί κι αυτή. Είχαν τότε μια υπηρέτρια στο σπίτι που ήταν ξαδέρφη του παππού μου κι ανέλαβε να κάνει το προξενιό. Ο παππούς καταγόταν από τη Χίο και ήτανε κουρέας κάτι που απέκρυψε η προξενήτρα καθώς η οικογένεια της μητέρας μου ήταν πολύ πλούσια και γνωστή στη Σμύρνη. Έτσι είπανε ότι ήταν σταφυλέμπορος. Από τότε, κάθε φορά που η γιαγιά θύμωνε με τον παππού τού έλεγε, «εσύ δεν ήσουν σταφυλέμπορας ήσουνα πατητής» (γέλια).

Μετά το γάμο εγκαταστάθηκαν στο Μπουρνόβα (Βουρνόβα) και μετά από λίγο καιρό απέκτησαν μια κόρη, τη μητέρα μου».

Πώς έγινε τώρα και από το Μπουρνόβα της χρυσής εποχής της Σμύρνης βρεθήκαμε να τα λέμε στο κέντρο της Μελβούρνης; Πολλοί θα σκεφτείτε – και δικαίως – ότι η οικογένεια μετανάστευσε λόγω του πολέμου. Λοιπόν, όχι. Για όλα αιτία ήταν μια βεντέτα.

Η ΒΕΝΤΕΤΑ

«Ο παππούς μου ήταν ο προστάτης της οικογένειας. Μια κοπέλα, συγγενής του, έκανε δεσμό με έναν Τούρκο. Το έμαθαν οι δικοί της και με πρωτοστάτη τον παππού μου πήγαν να του ζητήσουν το λόγο. Τα πράγματα δεν πήγαν και τόσο καλά και κατέληξαν να τον χτυπήσουν. Οι συγγενείς του Τούρκου για αντίποινα έψαχναν να βρουν τον παππού μου και τον αδερφό του για να τους σκοτώσουν. Έτσι, το 1911 ο παππούς πήρε τη γιαγιά και τη μητέρα μου και πήγανε στο Καστελόριζο και από’ κει πήραν το πλοίο για την Αλεξάνδρεια, όπου ήταν η μεγαλύτερη αδερφή της γιαγιάς μου, η Θρίσβη. Ύστερα από ένα χρόνο, το 1912 ήρθαν στη Μελβούρνη. Στην Αυστραλία έκαναν κι άλλο ένα παιδί, αγόρι, τον Αλέξανδρο. Το 1914, όμως, στην επιδημία της ισπανικής γρίπης αρρώστησε και πέθανε».

Η ΑΥΣΤΡΑΛΙΑ

«Ανήσυχο πνεύμα ο παππούς Νίκος ξεκίνησε αμέσως τι επιχειρήσεις. Στα χρόνια εκείνα το νοσοκομείο βρισκόταν στο Lonsdale Street και ο παππούς κατάφερε να ανοίξει ανθοπωλείο ενώ στο πίσω μέρος η γιαγιά δούλευε εστιατόριο με ελληνική και γαλλική κουζίνα ενώ άνοιξε και ένα καφενείο. Ύστερα έφυγε από τη Μελβούρνη και πήγε στο Σίδνεϊ όπου άνοιξε μαγαζί με βιολιά».

Του ζητώ να μου περιγράψει τον παππού. Πώς ήταν εμφανισιακά αλλά και τι χαρακτήρα είχε.

«Ήταν ντυμένος σαν τον Αλ Καπόνε με γαλλικά πουκάμισα, ένα δαχτυλίδι με ένα μεγάλο διαμάντι, το οποίο μου το χάρισε πριν πεθάνει, και παπούτσια γυαλιστερά. Ήταν πάντα ντυμένος στην πένα. Είχε κι ένα περίστροφο στην τσέπη του. Στο Σίδνεϊ τα έχασε όλα στο τζόγο και το 1922 αποφάσισε να φύγει για το Darwin.

Σταματώντας στο Μπρίσμπαν, γνωρίστηκε με Έλληνες που του είπαν πως η παροικία είχε ανάγκη από κουρέα. Έτσι έμεινε εκεί. Η γιαγιά εκνευρισμένη και κουρασμένη από τη συμπεριφορά του, αρνήθηκε να τον ακολουθήσει. Εκείνος, για να την πείσει, δούλεψε, σταμάτησε να παίζει και με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγόρασε ένα σπίτι στο όνομα της γιαγιάς. Έτσι εκείνη πήρε τα παιδιά και πήγε να τον βρει. Ο παππούς μετά άλλαξε. Εγώ τον θυμάμαι σαν το δεκαδόλαρο με τα στριφτά μουστάκια. Η γιαγιά ήταν μια γνήσια Σμυρνιά που όλοι τη σέβονταν και την εκτιμούσαν. Η γιαγιά ήξερε πιάνο και είχε κι εδώ ένα. Έπαιζε πολύ ωραία τα ελληνικά και τα σμυρναίικα τραγούδια».

Ο κύριος Παύλος σταματά και κοιτά ξανά τις φωτογραφίες. «Τι απέγιναν ο Μιχάλης και η Σοφία;» τον ρωτώ.

Η Σοφία και η Αργυρώ (Από το προσωπικό αρχείο του κ. Παύλου Καστανά)

«Η γιαγιά Σοφία, πέθανε από ζάχαρο το 1914. Ο παππούς Μιχάλης, δεν έφυγε ποτέ από τη Σμύρνη. Πέθανε το 1937 στο νοσοκομείο, τον δολοφόνησαν. Θυμάσαι εκείνο το σακούλι με τις χρυσές λίρες που σου είπα ότι κρατούσε; Γι’ αυτό τον μαχαίρωσαν».

Κοιτάζω έξω και βλέπω ότι έχει νυχτώσει για καλά. Ο χρόνος μοιάζει να πάγωσε μέσα από τη συναρπαστική διήγηση του κυρίου Παύλου. Μέσα σε δύο ώρες διασχίσαμε την ιστορία δύο περίπου αιώνων και τριών ηπείρων. Από την Τραπεζούντα του 19ου αιώνα, στη Σμύρνη του 20ου και στη Μελβούρνη του σήμερα. Από την πλούσια κι ανέμελη ζωή στον Πόντο, στον πόνο και την καταστροφή, στην προσφυγιά και στη εγκατάλειψη στο νέο ξεκίνημα και στη συνέχεια της ζωής σε έναν καινούριο κόσμο. Τι διαδρομή!

Ο κύριος Παύλος παίρνει στα χέρια του το πορτραίτο της γιαγιάς Σοφίας και το κρεμά ευλαβικά πίσω στη θέση του. Στην είσοδο του ξενοδοχείου. Τον αποχαιρετώ και κάνω να φύγω. Σταματώ, γυρνώ να κοιτάξω για άλλη μια φορά την όμορφη και αγέρωχη Σμυρνιά. Για μια στιγμή μου φάνηκε ότι μου χαμογέλασε, ίσως και να μου έγνεψε, πριν σταθεί και πάλι ακίνητη πλάι στο σύζυγό της. Εκεί που τους αποθανάτισε ο φακός κάποιου φωτογράφου της εποχής. Εκεί που άρχισαν όλα…