Ο μεγάλος μας αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Αριστοτέλης, (384-322), έχει δώσει τον ορισμό της τραγωδίας ως εξής: «Έστιν ουν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας και τελείας, μέγεθος εχούσης, ηδυσμένω λόγω, δρώντων και ου δι’ απαγγελίας, δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν».
Στη σημερινή μας γλώσσα θα μπορούσαμε να αποδώσουμε αυτόν τον ορισμό ως εξής:
«Είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση (δηλ. αναπαράσταση επί σκηνής) πράξης σημαντικής και ολοκληρωμένης, η οποία έχει κάποια διάρκεια, με λόγο ποιητικό (“γλυκό” ή “διανθισμένο” στην κυριολεξία), τα μέρη της οποίας διαφέρουν στο είδος τους, που παριστάνεται ενεργά και δεν απαγγέλλεται, η οποία προκαλώντας τη συμπάθεια και το φόβο φέρνει στο θεατή την κάθαρση (τον λυτρώνει από παρόμοια συναισθήματα)».
Ένας ορισμός που δίνεται για τη Θεία Λειτουργία είναι: «Η Θεία Λειτουργία είναι η αναίμακτη θυσία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού και είναι ίδια με τη θυσία που έγινε στο σταυρό και πνευματικά κατεβαίνει στην αγία τράπεζά ο Υιός του Θεού και προσφέρεται ως θυσία στο Θεό». Λειτουργία ετυμολογικά σημαίνει έργο του λαού.
ΚΟΙΝΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
Είναι γεγονός πως η Θεία Λειτουργία παρουσιάζει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με την αρχαία Τραγωδία, στην μορφολογία και στη δομή. Πρόκειται για τελετουργική αναπαράσταση που περιλαμβάνουν δρώμενα σε ανάμνηση, υπόμνηση και ενθύμηση της ζωής και των παθών ενός Θεού, με λυτρωτικό χαρακτήρα και λυτρωτική κατάληξη και ο θεατής, ο οποίος συμμετέχει, γίνεται κοινωνός του ενός θεϊκού μυστηρίου και με το πέρας της τελετής, οδηγείται στην «κάθαρση».
Στην τραγωδία, ο μύθος, η υπόθεση των δρώμενων περιλαμβάνουν και άλλες αφηγήσεις, προερχόμενες από τους γνωστούς μυθολογικούς κύκλους όπως Κοσμολογία, Θεογονία και ανθρωπογονία. Έχουν γραφτεί κοντά χίλιες τραγωδίες για τους ποιητικούς αγώνες στην αρχαία Ελλάδα, αλλά μόνο περίπου τριάντα έχουν σωθεί μέχρι σήμερα. Η Θεία Λειτουργία όμως στηρίζεται μόνον στην αφήγηση της μίας και μόνης υπόθεσης των Παθών και της Ανάστασης του Χριστού.
ΟΙ ΧΩΡΟΙ ΤΟΥΣ
Σχετικά με τους χώρους των δρώμενων, παρατηρούμε ότι ο εσωτερικός χώρος της εκκλησίας είναι διαρρυθμισμένος με κάποια αναλογία με την σκηνική διαρρύθμιση της αρχαίας Τραγωδίας, δηλαδή με το αρχαίο θέατρο. Ο “οίκος” δηλαδή η πρόσοψη του κτίσματος, με τις τρεις θύρες, στο βάθος του θεάτρου βρίσκει την αντιστοιχία του στο Ιερό βήμα και το τέμπλο που διαχωρίζει το Ιερό από την υπόλοιπη εκκλησία, περιλαμβάνοντας επίσης τρεις πόρτες την Ωραία Πύλη και τις δύο πλαϊνές.
Να σημειώσουμε εδώ πως σε καμία τραγωδία δεν παρουσιάζονται φόνοι, θυσίες, αυτοκτονίες και άλλα βίαια γεγονότα μπροστά στα μάτια του κοινού, αλλά πάντοτε πίσω από τον Οίκο. Κατά τον ίδιο τρόπο η ιερή θυσία στη Θεία Λειτουργία συντελείται μέσα στο Ιερό Βήμα.
Ο Βωμός της τραγωδίας είναι η Αγία Τράπεζα που είναι κάτι παρόμοιο με τη Διονυσιακή θυμέλη. Επίσης το “Λογείο” – το τμήμα της σκηνής όπου εμφανίζονταν οι ηθοποιοί – θεωρείται ο Άμβωνας του ναού και από αυτόν διαβάζεται το Ευαγγέλιο και κηρύττεται ο Λόγος του Θεού. Στη Θεία Λειτουργία έχουμε τη μικρή Είσοδο και μετά τη μεγάλη ” τα άγια των αγίων ” και το τελευταίο μέρος που είναι η καθαγίαση των τιμίων δώρων και η θυσία του Χριστού.
ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΤΩΝ ”ΥΠΟΚΡΙΤΩΝ”
Ο Αρχιερέας, οι ιερείς και ο διάκονος είναι οι “υποκριτές” της τραγωδίας που υποδύονται τους “ρόλους” της θείας αναπαράστασης. Επίσης, ο αριστερός και ο δεξιός Χορός των ψαλτών “υποδύονται” κατά κάποιο τρόπο τους “ρόλους” του αριστερού και δεξιού ημιχορίου στο Χορό της αρχαίας τραγωδίας. Οι πιο ουσιαστικοί συμβολισμοί δηλαδή η μετάληψη των πιστών «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης» είναι η με το έλεος του φόβου κάθαρση της τραγωδίας. Στη Θεία Λειτουργία όμως η ιστορία που λέγεται από τους ιερείς και ψάλτες ως θεατρική παράσταση – η θυσία του Χριστού – κατά κάποιο τρόπο στη ροή των γεγονότων γίνεται πραγματικότητα και παύει να είναι η ανάμνηση αυτού του γεγονότος, αλλά μετατρέπεται ή μετουσιώνεται στο ίδιο το γεγονός.
Η ΠΡΩΤΗ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ
Ο Μυστικός Δείπνος είναι η πρώτη Θεία Λειτουργία και από τότε κάθε θεία Λειτουργία είναι ένας Μυστικός Δείπνος. Εδώ ο Χριστός βρίσκεται παρών και δίνει πάλι τον άρτο και τον οίνο στους πιστούς που αυτοί είναι πλέον οι μαθητές του. Οι τραγωδίες δεν έχουν τέτοιο θρησκευτικό συμβολισμό, αλλά οι ακροατές φτάνουν σε μια προσωπική κάθαρση χωρίς τη βοήθεια ενός θεού. Αυτός ο χριστιανικός θεός “αεί σφαγιάζεται”, “πάντοτε εσθιόμενος”, αλλά “μηδέποτε δαπανώμενος”. Εδώ πλέον έχουμε το νέο στοιχείο που είναι η χριστιανική πίστη την οποία διαχειρίζεται ο κάθε πιστός με τον τρόπο του.
Στην αρχαία ελληνική τραγωδία έχουμε τη λατρευτική θεϊκή Διονυσιακή προέλευση που έδινε την κάθαρση, αλλά παρέμενε πάντοτε ένα απλό δρώμενο. Στη Θεία Λειτουργία αυτό έγινε υπαρκτό και ζωντανό μυστήριο για αυτούς που το πιστεύουν.
Τώρα εάν πάμε στα κείμενα της Τραγωδίας και της Θείας Λειτουργίας θα δούμε πως υπάρχουν καταφανείς ομοιότητες των ποιητικών μουσικών κειμένων για τον Απόλλωνα και την Αγία Τριάδα, αλλά αυτό είναι θέμα για ένα άλλο άρθρο.
ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
Το γεγονός όμως που παραμένει αναμφισβήτητο είναι πως εάν δεν είχε προηγηθεί η ελληνική Τραγωδία, η Θεία Λειτουργία όχι μόνο θα ήταν διαφορετική, αλλά θα ήταν ίσως και ανύπαρκτη, γιατί η ελληνική γλώσσα και η πολιτισμική της υφή εξύψωσε το ανθρώπινο πνεύμα και έγινε το μοναδικό όχημα με το οποίο διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στην Οικουμένη.
Το γεγονός αυτό το διατύπωσε πολύ μοναδικά και παραστατικά ο Άγγλος ιστορικός Sir Henry Maine, στο βιβλίο του ‘Village Communities’ London 1876 και σελ. 238, ως εξής: “Except the blind forces of Nature, nothing moves in this world which is not Greek in its origin”. Στα Ελληνικά θα το λέγαμε: «Εκτός από τις τυφλές δυνάμεις της Φύσης, τίποτε δεν κινείται στον κόσμο τούτο εάν δεν είναι ελληνικής προέλευσης και καταγωγής!»