Ο Nick Cave είναι αγαπητός στους Έλληνες αλλά και ο ίδιος λατρεύει την Ελλάδα και την επισκέπτεται (σχεδόν) κάθε χρόνο κάνοντας εμφανίσεις εκεί. Ο ίδιος αγαπάει το ρεμπέτικο και θαυμάζει τον Ψαραντώνη…
Το «Boatman’s Call» θεωρείται από πολλούς ένα από τα πιο ευαίσθητα και εξομολογητικά άλμπουμ των Nick Cave and the Bad Seeds, που ο τραγουδιστής έγραψε την εποχή του χωρισμού του με την Αγγλίδα τραγουδίστρια PJ Harvey.
Παρόλο που είναι γνωστό ότι το άλμπουμ του 1997 ήταν εμπνευσμένο -τουλάχιστον εν μέρει- από την ατυχή κατάληξη αυτής της σχέσης, ο Cave δεν είχε μιλήσει ποτέ ανοιχτά για τους λόγους που έφεραν τον χωρισμό σε αυτό το ομολογουμένως ταιριαστό ζευγάρι. Αυτό ίσχυε τουλάχιστον μέχρι χτες, Τρίτη, όταν ο Αυστραλός τραγουδοποιός αποκάλυψε τι πιστεύει ότι έφταιγε για τη διάλυση της σχέσης και την επίδραση που είχε πάνω του.
«Δεν παραιτήθηκα εγώ από τη σχέση μου με την PJ Harvey, εκείνη παραιτήθηκε από τη σχέση μας» έγραψε στο site του The Red Hand Files, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις των φαν του.
Και συνεχίζει περιγράφοντας τη στιγμή που του ανακοίνωσε την απόφασή της να τον αφήσει: «Καθόμουν λοιπόν στο πάτωμα του διαμερίσματός μου στο Νότινγκ Χιλ, με τον ήλιο να τρυπώνει μέσα από το παράθυρο (ίσως), με καλή διάθεση, και με μια ταλαντούχα και πανέμορφη νεαρή τραγουδίστρια για φιλενάδα, όταν ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο. Το σήκωσα και ήταν η Polly. «Γεια», της λέω. «Θέλω να χωρίσουμε». «Γιατί;», τη ρωτάω. «Απλά τελείωσε», μου λέει. Ξαφνιάστηκα τόσο που πήγε να μου πέσει η σύριγγα από τα χέρια».
Στο εν λόγω κείμενο-απάντηση, ο τραγουδιστής μιλά για τον ρόλο που έπαιξαν τα ναρκωτικά που τότε έπαιρνε και ο εγωκεντρισμός του στον χωρισμό του με την τότε ερωμένη του.
«Κατά βάθος υποψιαζόμουν ότι τα ναρκωτικά μπορεί να αποτελούσαν πρόβλημα στη σχέση μας, αλλά υπήρχαν και άλλα ζητήματα», γράφει και συνεχίζει: «Είχα ακόμη δρόμο μπροστά μου μέχρι την πλήρη κατανόηση της έννοιας της μονογαμίας και η Polly είχε τα δικά της θέματα. Σε τελική ανάλυση όμως, το βασικό πρόβλημα ήταν ότι ήμασταν και οι δύο παθιασμένα δημιουργικοί άνθρωποι, αλλά υπερβολικά απορροφημένοι στον εαυτό μας ώστε να μπορέσουμε να συνυπάρξουμε στον ίδιο χώρο με πραγματικά ουσιαστικό τρόπο».
Από τον Σεπτέμβρη του 2018, ο Αυστραλός μουσικός που είναι ιδιαίτερα αγαπητός στην Ελλάδα προσκαλεί τους φαν του να τον ρωτήσουν οτιδήποτε θέλουν στο site του, και στη συνέχεια ποστάρει τις ειλικρινείς του απαντήσεις. Μέχρι σήμερα, έχει γράψει κείμενα για τον τραγικό θάνατο του γιου του, το νόημα των στίχων του, την ομοφοβία μερικών θαυμαστών του αλλά και το πολιτισμικό μποϊκοτάζ στο Ισραήλ, το οποίο χαρακτήρισε «πράξη δειλίας».
Ο Nick Cave είναι αγαπητός στους Έλληνες αλλά και ο ίδιος λατρεύει την Ελλάδα και την επισκέπτεται κάθε χρόνο κάνοντας εμφανίσεις εκεί. Ο ίδιος αγαπάει το ρεμπέτικο και θαυμάζει τον Ψαραντώνη…
Η ΣΧΕΣΗ ΤΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Οι στίχοι για την Αθήνα της κρίσης σε ένα από τα τραγούδια του θεωρούνται επιστέγασμα της σχέσης του με την Ελλάδα, που κρατάει από το 1982, όταν πρωτοσύστησε στο ελληνικό κοινό τη μετά πανκ μουσική…
Η «ελληνική» αναφορά του τραγουδιού «Lightning Bolts» από το άλμπουμ του Νικ Κέιβ μοιάζει αρκετά αμφιλεγόμενη, όπως θα περίμενε άλλωστε κανείς από έναν δημιουργό που στο έργο του συνδυάζει εδώ και τρεις δεκαετίες το επικό με το καθημερινό, τον μύθο με την (ωμή) πραγματικότητα: «Δύο κεραυνοί μού παραδόθηκαν στο δωμάτιό μου/ ήταν δώρα από τον Δία / Στην Αθήνα όλοι οι νέοι κλαίνε από τα δακρυγόνα / Εγώ μαυρίζω στην πισίνα του ξενοδοχείου / Άνθρωποι έρχονται και με ρωτάνε ποιος είμαι / Απαντώ, αν δεν ξέρεις, μη ρωτάς / ο Δίας γελά αλλά είναι απ’ τα δακρυγόνα».
Ντοκουμέντο για τις επισκέψεις του στην Ελλάδα, είναι και το βιντεοκλίπ του «Wanted Man» (διασκευή του κομματιού του Τζόνι Κας) που τον δείχνει κάποια στιγμή σε υπαίθριο καφενείο της Πατησίων να τελεί «εν ευθυμία» και να πειράζει περαστικά κορίτσια. Η νεοελληνική αγωγή του είχε αρχίσει πιο πριν, από την πατρίδα του ακόμη, όταν -όπως δήλωνε εκ των υστέρων- είχε επηρεαστεί από τη «λούμπεν, μαυροφορεμένη, ρεμπέτικη κουλτούρα» των Ελλήνων μεταναστών στη Μελβούρνη, ειδικά στο ντύσιμο. Ακόμα και σήμερα, τα μαύρα κοστούμια σε συνδυασμό με τα ανοιχτά πουκάμισα και τα δαχτυλίδια αποτελούν το σήμα κατατεθέν της εμφάνισής του.