ΠΡΩΤΙΣΤΩΣ οφείλω ν’ αναφέρω πως η τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004» απέστειλε ορισμένα από τα ωραιότερα μηνύματα της Ελλάδας, γεφυρώνοντας την ιστορική και πολιτιστική ιδιοπροσωπεία και διαδρομή μας με λαούς σε όλες τις γωνιές της υφηλίου. Ο εθελοντισμός δε αποτέλεσε έμπρακτη αλληλεγγύη στο εσωτερικό της χώρας, ενάντια στον εθισμό του διχασμού που κυριαρχεί ακόμη και στα πιο ασήμαντα θέματα του καθημερινού μας βίου. Το πως καλλιεργήθηκε στην πορεία, από τη δημόσια διοίκηση και τους κυβερνώντες των διαφόρων κομμάτων, ο «σπόρος» αυτός που έπεσε στη γη είναι μία άλλη μεγάλη κουβέντα.
Στο προσκήνιο η Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη. Αυτή τη φορά ως επικεφαλής της επιτροπής για τη διακοσιοστή επέτειο της εθνικής μας παλιγγενεσίας, την Επανάσταση του 1821. Θέμα δύσβατο, αιχμηρό και αντιφατικό. Δυσκολότερο των Ολυμπιακών Αγώνων. Οι Έλληνες διχάζονται συνεχώς. Σε εθνικά ζητήματα, πολιτικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, ιδεολογικά, γλωσσικά και η λίστα δεν έχει τέλος. Η Ελλάς, μικρά και τιμία, από τη μία πλευρά, και η νοσταλγία για τον Ελληνιστικό κόσμο, από την άλλη. Το Μακεδονικό Βασίλειο πλην Λακεδαιμονίων. Η Ελληνική Παιδεία να ταξιδεύει διαρκώς εκτός συνόρων, ενώ η πατρίδα μας μοιάζει περιχαρακωμένη στη γεωγραφική της τοποθεσία.
Δύσκολο θέμα καθώς στη διάρκεια των διακοσίων αυτών ετών έχει χυθεί πολύ αίμα. Αίμα ανάμεσα σε αδέλφια κατά τη διάρκεια εμφυλίων πολέμων. Έχθρες που συντηρεί σε μία χαμηλότερη κλίμακα ο μικροκομματισμός του 21ου αιώνα. Κίβδηλες ρητορείες στον σημερινό δημόσιο διάλογο που μεταλλάσσουν την έλλειψη δημιουργίας σε παραχάραξη προσωπικοτήτων με όρους σκοτεινών εποχών.
Θα είμαι ειλικρινής. Δεν μου αρέσει η ιδέα του εορτασμού αυτού. Περισσότερο με απασχολεί εάν ο μέσος Έλληνας έχει διαβάσει τις αλήθειες μέσα από τον ακουστικό λόγο των Απομνημονευμάτων του Στρατηγού Μακρυγιάννη. Τα κείμενα της γενιάς των ποιητών του 30 και την προσπάθεια τους να νοηματοδοτήσουν τον Ελληνισμό μέσα από έννοιες, καταθέτοντας τη γλώσσα και μόνο τη γλώσσα στην παγκόσμια «τράπεζα». Την επιρροή του μη ακαδημαϊκού κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου, μέσα από την κατάρρευση του ανθρώπου που κατείχε τη γνώση αλλά δημιούργησε όπλα και πεδία μαχών.
Ας επαναπροσδιορίσουμε την οπτική και την κρίση μας για τον Θεόφιλο, καθώς και τον εμπαιγμό προς το πρόσωπό του έως ότου μάθαμε από τη Γαλλία ότι ήταν ένας φωτεινός άνθρωπος και σπουδαίος ζωγράφος. Δημιουργώντας μέσα από την τέχνη του ένα απόσταγμα της μεγάλης λαϊκής παράδοσης του Γένους. Ή ακόμα ακόμα για την απομόνωση του μπαρμπα-Γιαννούλη Χαλεπά από την τοπική κοινωνία. Οι λολοχαλεπάδες με τον μπαρμα-Γιαννούλη, όμως, να στέκεται με το κεφάλι σκυφτό, υποκλινόμενος, μπροστά στο βράχο της Ακρόπολης. Το συναίσθημα που δίνεται ολοκληρωτικά στις αρετές. Μπροστά σ’ αυτές δεν υπάρχει κάτι άλλο. Όλα τ’ άλλα καταρρέουν, βυθίζονται. Ελευθερία ή θάνατος. Αυτή ήταν η αλήθεια.
Και μέσα σ’ αυτή την αλήθεια, ήρωες και δημιουργοί που κυνηγήθηκαν. Μα ευτυχώς κατάφεραν να μιλήσουν. Δεν με βρίσκει σύμφωνο ένας εορτασμός με βάση το γεγονός αλλά και την εικόνα αυτού. Δεν μας αρκεί. Κάποια στιγμή πρέπει να μορφωθούμε. Να μάθουμε ν’ ακούμε τους ήρωές μας. Πολύ περισσότερο όταν αυτοί βαδίζουν στα σκοτεινά. Και ίσως αυτή η επιλογή αποτελεί μονόδρομο για να πάψει το όποιο θράσος (ή η όποια ιδιοτέλεια) μας αποδομεί, χλευάζοντας ό,τι πιο αυθεντικό έχει ανθίσει μέσα στη λάσπη πολλών γενεών στην πατρίδα μας.