Την εφηβεία μου την έζησα στην Ελλάδα, τη δεκαετία του ’80. Όταν το Τείχος ήταν ακόμα όρθιο και οι βάτες στα ρούχα θυμίζαν πλατφόρμες αεροπλανοφόρων. Όταν η τηλεόραση είχε δύο κανάλια, τοποθετημένα εναλλάξ στα μονά/ζυγά του τηλεκοντρόλ και cool παιχνίδι ήταν το Pacman, όχι το Fortnite στο PS4 (ή ακόμη όταν ο Μουμπάρακ ήταν Πρόεδρος της Αιγύπτου – για φαντάσου). Μια τόσο μα τόσο διαφορετική εποχή. Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιότεροι, επιτυχημένος Υπουργός Συγκοινωνιών (sic) ήταν αυτός που έβαλε χερούλια στα λεωφορεία: μέχρι τότε το χούφτωμα του διπλανού (για να κρατηθείς και να μην πέσεις) ήταν θέμα επιβίωσης!
Κάποια στιγμή καταργήθηκαν και οι εισπράκτορες των αστικών λεωφορείων. Στη θέση τους μπήκε ένας πορτοκαλί κλειδωμένος κουμπαράς, με μια ανάστροφη σφήνα από διαφανές πλέξιγκλας στην κορφή. Υποτίθεται ότι έμπαινες στο όχημα μόνο από τη μπροστινή πόρτα (παράδοση που συνεχίστηκε ανεξήγητα για πολλά χρόνια μετά την καθιέρωση των χάρτινων εισιτηρίων), έριχνες τον οβολό σου στη σχισμή του πλεξιγκλάς και ο οδηγός έβλεπε ότι έβαλες σωστά τα ψιλά, άνοιγε μια μίνι καταπακτή που τα έριχνε μέσα στον κουμπαρά, και περνούσες.

Πολυτέλειες του τύπου «εισιτήριο» ήταν περιττές. Φυσικά, αν είχε ουρές και συνωστισμό σαν στις αποβάθρες του λιμανιού της Σμύρνης, έριχνες σβέλτα κάτι (κέρμα, κουμπί, βοτσαλάκι) και ήταν από σπάνιο έως απίθανο να προλάβει να σου την πει ο οδηγός. Οι παρέες είχαν κι ένα πρόσθετο κόλπο. Ο πρώτος μάζευε τα ψιλά από όλους και τα έριχνε μαζικά δηλώνοντας επιβάτες: «για τέσσερις».
Ε, αναλογικά έπεφτε μια μείωση στα κέρματα που αποδίδονταν. Αν μάλιστα υπήρχαν και πολλά ψιλά, ήταν ακόμα πιο δύσκολο για τον οδηγό να τα μετρήσει, οπότε δηλώνονταν επτά νοματαίοι και έπεφταν λεφτά για 2,15 εισιτήρια (ας πούμε).

Νομίζω την εποχή εκείνη είχε 30 ή 50 δραχμές το εισιτήριο – ειλικρινά, θα σας γελάσω. Θυμάμαι ότι τους πρώτους δίσκους που αγόρασα στην Α’ Γυμνασίου τους πλήρωσα 950 δραχμές (τους διπλούς), αλλά δεν έχω ιδέα πόσο έκανε το εισιτήριο εκείνα τα χρόνια.
Για να δείτε λοιπόν τι περιπτωσάρα είμαι, ακόμα και στο Φαρ Ούεστ των αστικών μεταφορών των 80ς πλήρωνα πάντα κανονικά το εισιτήριο μου. Ακόμα και στα 16 μας, όταν το να παραβαίνεις κάτι, κάποιον, κάπως, ήταν ανάγκη, ανάγκη επιτακτική, ακόμα και τότε πλήρωνα γιατί θεωρούσα ότι έτσι είναι το σωστό – κι εκεί τελείωνε η συζήτηση. Δεν κάρφωνα όσους δεν πλήρωναν (έχουμε και μια απέχθεια προς τα κάθε είδους καρφιά) αλλά ειλικρινά δεν λούφαρα ποτέ. Χρόνια αργότερα μάλιστα, μεγαλωμένος πια, με έπιασαν μία και μόνη φορά να έχω ξεχάσει να χτυπήσω το εισιτήριο. Πλήρωσα το πρόστιμο κανονικά, γιατί θεώρησα ότι ήταν δίκαιο: στο κάτω – κάτω, ας είχα θυμηθεί να το κάνω. Συμφωνούμε;