Εγκατέλειψαν την πατρίδα τους αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο στη ξενιτιά.
Δεν μιλούσαν αγγλικά.
Δεν έγραφαν στα αγγλικά.
Δεν διάβαζαν αγγλικά.
Παρ’ όλα αυτά, κατάφεραν, δουλεύοντας πολύ σκληρά, να προκόψουν σε μια χώρα μακρινή και, κατά κοινή ομολογία, αφιλόξενη.
Δεν μπορώ να μετρήσω πόσες φορές έχω ακούσει Έλληνες δεύτερης γενιάς να μου λένε πόσο δύσκολο ήταν να μεγαλώνουν στην Αυστραλία, την Γη της «Επαγγελίας» ως παιδιά μεταναστών.
«Ένιωθα τόση ταπείνωση όταν η μητέρα μου ερχόταν να με πάρει απ’ το σχολείο και μόλις τολμούσε να ψελλίσει δύο λέξεις στα αγγλικά όλοι την κοιτούσαν ειρωνικά. Η ελληνική προφορά της με τα ελάχιστα εκείνα αγγλικά που κατόρθωνε να ξεστομίσει με έκαναν να νιώθω ντροπή για την ίδια μου τη μητέρα και την καταγωγή μου» λέει η, 45χρονη σήμερα, Κατερίνα Αμβροσίου, της οποίας οι γονείς μετανάστευσαν στην Αυστραλία το 1955 από το Καστελόριζο και την Μυτιλήνη αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον στην ξενιτιά.
«Σήμερα όταν κοιτάζω πίσω και σκέφτομαι εκείνες τις στιγμές, με στενοχωρεί πολύ που πέρασα τα παιδικά μου χρόνια ζώντας με αυτή την ενοχή και, κυρίως, με πληγώνει ο τρόπος που ένιωθα για τους δικούς μου την ώρα που εκείνοι βίωναν την αδικία και τον ρατσισμό και την ίδια στιγμή πάλευαν για εμένα και τα αδέλφια μου να έχουμε ένα καλύτερο αύριο στην ξενιτιά» παραδέχεται η Κατερίνα.

Τα διάφορα παρατσούκλια τα οποία οι Αυστραλοί συνήθιζαν να χρησιμοποιούν όταν απευθύνονταν σε Έλληνες, η βαριά ελληνική προφορά των τελευταίων, οι οικονομικές δυσκολίες που δεν άφηναν περιθώριο για «λούσα» και πολυτέλειες και, φυσικά, τα σκούρα μαλλιά και μάτια, σίγουρα δεν βοηθούσαν να περάσει ένα Ελληνόπουλο απαρατήρητο τα χρόνια εκείνα των έντονων φυλετικών διακρίσεων.
«Δεν θα ξεχάσω ποτέ αφού πλέον τελείωσα το σχολείο και το πανεπιστήμιο και μπήκα στην πολιτική, την απογοήτευση που ένιωσα όταν και ως ενήλικας πια, μέσα στο κοινοβούλιο, ένιωσα για μια ακόμα φορά διαφορετικός και ξένος» θυμάται ο ομογενής πρώην υπουργός Οικονομικών της Νότιας Αυστραλίας, Τομ Κουτσαντώνης, οι γονείς του οποίου μετανάστευσαν στην Αδελαΐδα από τη Μεσσηνία και το Άργος στα τέλη της δεκαετίας του 1950.
«Η μητέρα μου ήταν καθαρίστρια και ο πατέρας μου εργαζόταν σκληρά σε εργοστάσια για να μπορέσουμε εγώ και ο αδελφός μου να σπουδάσουμε. Νόμισα ότι είχαμε αφήσει αυτά τα χρόνια πίσω μας, ειδικά όταν ενηλικιωθήκαμε και περάσαμε στο πανεπιστήμιο. Ο αδελφός μου έγινε καθηγητής Χημείας στην Δυτική Αυστραλία και εγώ βουλευτής στην Νότια Αυστραλία. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως εν έτει 2009, την ώρα που στεκόμουν μέσα στο πολιτειακό κοινοβούλιο και ξεκινούσα την ομιλία μου, θα άκουγα έναν συνάδελφό μου από άλλο κόμμα να μου φωνάζει να κάτσω κάτω μέχρι να μάθω να μιλάω σωστά αγγλικά», θυμάται ο κ. Κουτσαντώνης, ο οποίος έπεσε και πάλι θύμα ρατσισμού όταν κατά την διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, μερίδα του αυστραλιανού Τύπου έγραφε ότι η Νότια Αυστραλία θα έχει την ίδια τύχη στα οικονομικά της με την Ελλάδα εφόσον ο υπουργός Οικονομικών της είναι Έλληνας.
«Το άκουσα πολλές φορές και δεν μπορώ να πω ότι δεν με στενοχώρησε αλλά τότε πλέον αποφάσισα ότι σε αυτές τις περιπτώσεις είναι σημαντικό να ξέρει κανείς ποιος είναι και από πού προέρχεται. Εγώ είμαι Έλληνας και περήφανος για την καταγωγή μου. Ταυτόχρονα, όμως, γεννήθηκα στην Αυστραλία και για μένα αυτή είναι η πατρίδα μου που με σπούδασε και με έκανε αυτό που είμαι σήμερα. Αυτό όμως δεν ακυρώνει το γεγονός ότι αγαπώ την Ελλάδα και θα κάνω τα πάντα για να διατηρήσουμε την ελληνικότητά μας εδώ» λέει ο κ. Κουτσαντώνης, ο οποίος θυμάται στις αρχές της πολιτικής του καριέρας να τον συμβουλεύουν να αλλάξει το όνομα του αν ήθελε να πετύχει στην πολιτική.
Η Κωνσταντίνα Μπονάρου
Παρόμοιες εμπειρίες διηγείται και η ομογενής γερουσιαστής Κωνσταντίνα Μπονάρου, η οποία όταν, ξεκινώντας την καριέρα της στον νομικό κλάδο, άκουγε έκθαμβη το μελλοντικό αφεντικό της να της λέει ότι έχει δύο μειονεκτήματα.
«Μου είπε ορθά-κοφτά ότι θα δυσκολευτώ να κάνω καριέρα στην νομική, αφενός, γιατί είμαι Ελληνίδα και, αφετέρου, γιατί είμαι γυναίκα… Ειλικρινά, δεν ξέρω ποιο από τα δύο με πείραξε περισσότερο» λέει χαρακτηριστικά η γερουσιαστής, η οποία γεννήθηκε στην Αυστραλία από μετανάστες γονείς και θυμάται επίσης έντονα τα χρόνια που και η ίδια αντιμετώπισε ρατσιστικές συμπεριφορές.
«Στην αρχή με στενοχωρούσε αλλά μετά αποφάσισα ότι ήταν στο χέρι μου το πώς θα αντιδράσω και ότι, αν εγώ ένιωθα περήφανη για την καταγωγή μου, τότε οι γνώμες των άλλων δεν θα με επηρέαζαν. Έκτοτε, όχι μόνο δεν κρύβω την καταγωγή μου αλλά την βροντοφωνάζω και είμαι πολύ περήφανη που γεννήθηκα Ελληνίδα και, σίγουρα, η γνώμη των άλλων πάνω σε αυτό με αφήνει πλέον αδιάφορη» συνεχίζει η κ. Μπονάρου.
«Για μένα το να γεννηθεί κανείς στην Αυστραλία είναι… λαχείο. Η Αυστραλία είναι το καλύτερο κράτος του κόσμου και πιστεύω ότι ως λαός έχουμε προχωρήσει αλλά σίγουρα ακόμα και σήμερα υπάρχει ρατσισμός. Ένα είδος ρατσισμού, όμως, που δεν περιορίζεται στους Αυστραλούς. Υπάρχουν ρατσιστές σε όλες τις φυλές και ευχής έργον θα ήταν όλοι μας να θυμόμαστε τα όσα περάσαμε εμείς και, κυρίως, οι γονείς μας και να είμαστε πιο κατανοητικοί με τις άλλες φυλές» καταλήγει ο κ. Κουτσαντώνης.