Ο παππούς από τη μεριά του πατέρα μου μεγάλωσε στα Αλέστια, ένα μικρό χωριό της ορεινής Ευρυτανίας σε υψόμετρο 840 μέτρων, μέσα σε καταπράσινο περιβάλλον με πλατάνια και κρυστάλλινα νερά. Αργότερα μεγαλώνοντας, κατηφόρισε προς τα νότια στα Κοκκινοπύλια, ένα πεδινό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας, λίγο έξω από το Αγρίνιο. Εκεί πέρασα με τους γονείς μου αρκετά καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας.
Τότε τα ΙΧ ήταν λιγοστά και τα οικονομικά της φαμίλιας ακόμα πιο λίγα. Μονόδρομος λοιπόν το υπεραστικό λεωφορείο των ΚΤΕΛ. Το ταξίδι ξεκινούσε από το πρακτορείο στον Κηφισσό. Αμέτρητα –στα παιδικά μάτια- τα λεωφορεία και τα μπουλούκια των ανθρώπων με μια φθαρμένη πολυταξιδεμένη βαλίτσα στο χέρι. Και στα πόδια τους συχνά ένα ψάθινο καλάθι με τρόφιμα, σκεπασμένο με λευκή βαμβακερή πετσέτα για να τα κρατά δροσερά. Τυλιγμένο άτσαλα αλλά σφιχτά με χοντρό καφέ σπάγγο για να μην διασκορπιστούν μέχρι τον προορισμό τους.
«Θεσσαλονίκη», «Πύργος», «Καλαμάτα», «Ιωάννινα». Ψάχναμε με τη σειρά τις ταμπέλες στην μπροστινή μεριά των λεωφορείων μέχρι να βρούμε εκείνη που έλεγε «Αγρίνιο». Και σύντομα καθόμασταν στις πίσω σειρές των καθισμάτων, με πλαστικές σακούλες στα πόδια και εμένα πάντα στο παράθυρο για να «ξεχνιέμαι» και να μένω ήσυχος, όπως έλεγε ο πατέρας μου. Στα 13 μου κομματάκι δύσκολο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Τότε ήταν που ο πατέρας μου επιστράτευε τα «μεγάλα μέσα». Έλεγε «κάτσε τώρα ήσυχα και στον Ισθμό θα σταματήσουμε για σουβλάκια». Αξία επιχειρήματος, ανεκτίμητη!
Το πέρασμα της διώρυγας ήταν από τις πιο συναρπαστικές στιγμές του ταξιδιού. Την εποχή εκείνη δεν υπήρχε η καινούργια Εθνική οδός που διασχίζει τη διώρυγα, πολλές φορές χωρίς καν να προσέξεις το κανάλι από κάτω. Ο παλιός δρόμος περνάει τον ισθμό πάνω σε μια μεταλλικη γέφυρα κατασκευασμένη από το Μηχανικό Σώμα του Στρατού και σκύβοντας στο παράθυρο μπορούσες να δεις το «χάος», δηλαδή πόσο ψηλά βρισκόσουνα πάνω από τη θάλασσα. Και σχεδόν κάθε φορά το λεωφορείο έκοβε ταχύτητα στη γέφυρα για να προλάβουμε να διακρίνουμε όλο και κάποιο βαπόρι ή μεγάλο ψαροκάικο να διασχίζει τη διώρυγα. Κάποιοι μάλιστα έδειχναν και με το δάκτυλο, για να σιγουρευτούν ότι όλοι θα το δουν, και φωνάζοντας κάτι σαν «να, εκεί, στα αριστερά μας, πέρα στο βάθος»!
Αμέσως μετά τη γέφυρα, το λεωφορείο έκανε μια καθιερωμένη ολιγόωρη στάση στα παραδοσιακά σουβλατζίδικα των Ισθμίων για χαλάρωμα και φαγητό. Και ήταν η ώρα που περίμενα εναγωνίως, από την στιγμή που το λεωφορείο του ΚΤΕΛ ξεκινούσε να ρολάρει πάνω στην Αθηνών-Κορίνθου. Να ξαναγευτώ τα χοιρινά καλαμάκια από το «σουβλάκι του Μπορμπόκη». Αν με ρωτήσετε αν η ποιότητα του κρέατος ήταν ΑΑΑ, και αν το χοιρινό ήταν ντόπιο και ελευθέρας βοσκής, λυπάμαι αλλά θα σας γελάσω. Όπως και κάτι καχύποπτες αναφορές μερικών σε γάτες, σκύλους και λοιπά κατοικίδια, με άφηναν από τότε παγερά αδιάφορο. Η τσίκνα από τα φρεσκοψημένα καλαμάκια στα κάρβουνα, το μπόλικο λεμόνι, οι λαδοψημένες φέτες ψωμί πασπαλισμένες με αλάτι και ρίγανη δεν μου άφηναν πολλά περιθώρια. Και η επίγνωση ότι θα περνούσε τουλάχιστον ένας χρόνος μέχρι να τα ξαναδοκιμάσω, μεταμόρφωναν τη στιγμή σε απαγορευμένη ηδονική απόλαυση που δυστυχώς πάντοτε τελείωνε νωρίς.
Τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που ο οδηγός ανακοίνωνε πως «οι επιβάτες για Μεσολόγγι και Αγρίνιο, παρακαλούνται να επιβιβιβαστούν προς αναχώρηση εντός 5 λεπτών». Και σύντομα το ταξίδι συνεχιζόταν, με το στομάχι να αφήνει ένα μικρό γουργουρητό ικανοποίησης και το μυαλό να επικεντρώνεται στην επόμενη στάση-περιπέτεια. Tο φερυμπόουτ της γραμμής από το Ρίο στο Αντίρριο, μέσα από τα στενά του Πατραϊκού Κόλπου, που θα μας έφερνε μια ανάσα-δρόμο από το σπίτι του παππού και την ατέλειωτη χαλάρωση. Ή τουλάχιστον όσο θα κράταγε και η θερινή ραστώνη των διακοπών.
*Και για την αντιγραφή,
Βαγέλης Καρακάσης