Η ακόλουθη ιστορία που έχει να κάνει με την σχέση ενός κοριτσιού με τον παπαγάλο της γράφτηκε από την μικρούλα Amabelle “Pod” Jones, δημοσιεύθηκε στη σελίδα του ABC και η απόδοσή της (σε περίληψη) έγινε από την Φωτεινή Ροβεδάκη…

Ο παπαγάλος κακατούα (cockatoo) ήρθε στο σπίτι μας και μπήκε οριστικά στην καρδιά μας ένα χρόνο πριν από τη γέννησή μου, το 1983. Ήταν τότε που ο πατέρας μου, Nick Jones, ραδιοφωνικός συντελεστής και κωμικός, είχε γεμίσει κυριολεκτικά την γειτονιά με αφίσες, στην προσπάθειά του να βρει τον προηγούμενο «φυγά» παπαγάλο μας- έναν πανέμορφο του είδους με μεγαλοπρεπές φτέρωμα τον οποίο τον είχαμε ονομάσει Radar.

Φαντάζομαι με πόση απίστευτη χαρά και ενθουσιασμό οι γονείς μου μαζί με τα πέντε αδέλφια μου, έσπευσαν με το αυτοκίνητο να πάρουν πίσω τον υπέροχο Radar μας, μετά από τηλεφώνημα που είχαν δεχθεί από κάποιον ο οποίος ισχυριζόταν ότι είχε βρει τον χαμένο παπαγάλο μας και περίμενε να μας τον παραδώσει. Όμως, όταν έφτασαν εκεί, αντί για τον μεγαλοπρεπή Radar, αντίκρισαν έναν ατημέλητο, καραφλό, νεαρό παπαγάλο ανίκανο να πετάξει, πολύ πρόθυμο, όμως, να μπει στο αυτοκίνητο και να μας ακολουθήσει.

Ο πατέρας μου του επέτρεψε να πηδήξει στο αυτοκίνητο και πολύ γρήγορα γοητευμένοι από τον χαρακτήρα αυτού του δυστυχή άστεγου Κακατούα, αποφασίσαμε να τον κρατήσουμε και έτσι με μεγάλη χαρά αποκτήσαμε ένα νέο μέλος στην πολύτεκνη οικογένειά μας, τον Clawedy Claude Jones.

H κατάστασή του ολοένα και χειροτέρευε, είχε χάσει όλα τα φτερά του, και με αυτήν την ανεπανόρθωτη απώλεια φτερών δεν θα μπορούσε ποτέ να πετάξει ψηλά στον άνεμο…

Μία επίσκεψη στον ειδικό γιατρό επιβεβαίωσε τους φόβους μας ότι ο Claude έπασχε από την ασθένεια του φτερώματος και του ράμφους, και ενώ κατά κανόνα οι υγιείς παπαγάλοι αυτού του είδους είναι μακρόβιοι με μέσο όρο ζωής έως και τα 80 χρόνια, για τον δικό μας Claude τα προγνωστικά δεν ξεπερνούσαν τα δυο με πέντε χρόνια. Κάποιοι παπαγάλοι που έπασχαν από την ίδια νόσο είχαν αναγκαστεί να υποβληθούν σε ευθανασία, όπως μας είχε αναφέρει ο κτηνίατρός.

Ο Claude, όμως, είχε άλλα σχέδια, όχι μόνο διέψευσε τις προβλέψεις για το προσδόκιμο ζωής του αλλά ξεπέρασε κατά πέντε φορές τα προγνωστικά, κάνοντας μία πολύ δυνατή και περήφανη ζωή και γεμίζοντας με σημασία τη δική μας.

Για ένα τέταρτο του αιώνα, η αδιάκοπη κακοφωνία και φλυαρία του, αυτό το « Γειαααα CLAUUDDDDE” που είχε γίνει το ξυπνητήρι μας και αντηχούσε στα αυτιά μας σαν καθημερινή μουσική υπόκρουση στο ήδη θορυβώδες νοικοκυριό μας, είναι ο λόγος που ερωτεύτηκα τους ήχους και τα πλάσματα του δάσους της Αυστραλίας και γιατί πιστεύω ότι οι παπαγάλοι Κακατούα είναι τα πιο αστεία απ’ όλα τα πλάσματα, όπως και τα σκυλιά που έχουν την ίδια ικανότητα να κάνουν τους ανθρώπους να γελούν και να το απολαμβάνουν.

Καθώς η μητέρα μου ασχολούνταν με την καθαριότητα του σπιτιού, έβρισκε την ευκαιρία με πονηριά να ξεφύγει από το κλουβί, και ξαφνικά παίρνοντάς την κατά βήμα, τέντωνε τα κοκαλιάρικα φτερά του, την κυνηγούσε και με ύφος διαβολικό της έκανε επίθεση με το σπασμένο ράμφος του φωνάζοντας το κωμικό του σύνθημα «Γεια Claude». Ο μόνος τρόπος η μητέρα να γλυτώσει ήταν να πηδήξει μέσα στην μπανιέρα. Στη συνέχεια κορδωμένος έπαιρνε ένα ύφος γεμάτος περηφάνια και ικανοποίηση από τον εαυτό του και ανέβαινε στον ώμο μου. Η μητέρα τον καλόπιανε με τσάι και μπισκότα αλλά αυτό συνεχιζόταν σε καθημερινή βάση κυρίως όταν ήμασταν μπροστά εγώ και ο πατέρας μου.

«Έξω είναι πάλι αυτό το καταραμένο πουλί» ούρλιαζε η μητέρα μου.

‘Έτσι, κύλησε η ζωή μας μαζί του, με ατελείωτα παιχνίδια, έχοντας αναπτύξει οι δυο μας ένα δέσιμο εμπιστοσύνης. Για εμένα ήταν ο καλύτερος φίλος που θα μπορούσε να έχει ένα μικρό κορίτσι στην ηλικία μου. Ένας ιπτάμενος φίλος που με ακολουθούσε παντού, συμμετείχε σε όλα τα παιχνίδια στον κήπο, φτιάχνοντας πίτες, έχοντας πάρτι τσαγιού με τα αρκουδάκια μου, αφήνοντάς με να τον ντύνω με διάφορα ρούχα από τις κούκλες μου ή ψάχνοντας μαζί του θησαυρούς στους θάμνους.

Μεγαλώνοντας, συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα πουλί χωρίς τους δικούς του φίλους, του είδους του, και αντιλαμβανόμενη την λαχτάρα του στον κήπο να πετάξει όταν γυρνούσε το κεφάλι του πλαγίως για να κοιτάξει τα πουλιά πάνω στα δέντρα, αισθανόμουν μεγάλη θλίψη.

«Όσο ανθρώπινη συντροφιά θα μπορούσα να του δώσω, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το ίδιο με το να είσαι ένα ελεύθερο πουλί.»

Όταν άρχισα το σχολείο αναπόφευκτα ο Claude έμενε ολοένα και περισσότερο μόνος…

Μια μέρα, μερικά χρόνια αργότερα, όταν πια είχα μετακομίσει στο δικό μου σπίτι, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από τον πατέρα μου ότι ο Claude δεν ήταν καλά. Του μίλησα στο τηλέφωνο και αφού άκουσε τη φωνή μου, τότε μόνο αποφάσισε να φύγει από τη ζωή Ήμουν 24 και ήταν 25.

Μετά το θάνατό του, είδα το πιο ζωντανό όνειρο που θα μπορούσα.

Ξαφνικά, υπήρχε ο Claude μπροστά μου, τα φτερά του είχαν μεγαλώσει. Μονομιάς, άπλωσε τα φτερά του και πέταξε πάνω μακριά στον φωτεινό, γαλάζιο ουρανό.
Έδειχνε μεγαλοπρεπής. Ο βασιλιάς Κλοντ.