Μια γιαγιά είναι έτοιμη να εισπράξει 10 εκατομμύρια δολάρια από ένα χέρσο κομμάτι γης στα δυτικά όρια της Μελβούρνης, το οποίο αυτή και ο μακαρίτης ο σύζυγός της είχαν αγοράσει πριν από πέντε δεκαετίες μόλις 38.000 χιλιάδες δολάρια.

Το κτήμα έκτασης 570 στρεμμάτων (57 εκτάρια) βρίσκεται στο Quandong χωρίς ποτέ να έχει αποδώσει τίποτα στους ιδιοκτήτες του, σύμφωνα με τον κ. Σταύρο Τσίμο, διευθύνοντα σύμβουλο της μεσιτικής εταιρείας Tsimos Commerial.

Ωστόσο, σήμερα η αξία του συγκεκριμένου ακινήτου επί της οδού Ballan, έχει εκτιναχθεί στα ύψη, καθώς όπως είπε ο κ. Τσίμος, κάποιες εύρωστες κατασκευαστικές εταιρίες θα μπορούσαν να διαθέσουν ακόμα και οκταψήφιο ποσό για την αγορά του.

«Το Quandong απέχει κυριολεκτικά δυο χιλιόμετρα από τους οικισμούς που έχουν αναπτυχθεί στην περιοχή τα τελευταία 10 χρόνια – συνεπώς αυτή είναι η λογική πορεία των πραγμάτων» ανέφερε ο κ. Τσίμος.

Είπε, επίσης, ότι η ηλικιωμένη ιδιοκτήτρια και ο σύζυγός της μετανάστευσαν από την Ελλάδα στη δεκαετία του ’50 κι εγκαταστάθηκαν στη Μελβούρνη, όπου ίδρυσαν μια «μικρή βιομηχανία κατασκευής ενδυμάτων» και επένδυαν σε ακίνητα.

Το συγκεκριμένο ακίνητο στο Quandong που βρίσκεται περίπου 40 χιλιόμετρα δυτικά του κέντρου της Μελβούρνης, μεταξύ Werribee και Wyndham Vale, ήταν μια από τις πρώτες αγορές τους. Το αγόρασαν απλώς και μόνο για να το κρατήσουν μακροπρόθεσμα, χωρίς πρόθεση να το αξιοποιήσουν, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει ο μεσίτης.

«Πολλοί Ευρωπαίοι μετανάστες αγόραζαν και διατηρούσαν τις περιουσίες τους και ζούσαν ήσυχα εργαζόμενοι σκληρά» δήλωσε ο κ. Τσίμος.

«Πενήντα χρόνια μετά, ήρθε η ώρα όλη η σκληρή δουλειά τους να αποδώσει».

Ο κ. Τσίμος δήλωσε ότι η ιδιοκτήτρια, η οποία έχει τρία ενήλικα παιδιά που με τη σειρά τους έχουν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες, σχεδίαζε να επενδύσει τυχόν κέρδη σε ακίνητα που θα του απέφεραν κάποιο εισόδημα.

Είπε ότι ενώ η γη δεν είναι ακόμη κατάλληλη για ανάπτυξη καθώς η περιοχή στην οποία ανήκει είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτική ζώνη και ως εκ τούτου υπόκειται σε περιορισμούς χρήσης, παρ’ όλα αυτά ένας κατασκευαστής που βλέπει μπροστά είναι πολύ πιθανό να επιδιώξει να την αποκτήσει.

«Θα αγοράσουν τη γη με προοπτική για το μέλλον, θα την κρατήσουν και θα αρχίσουν να την αξιοποιούν με το που θα τους δοθεί το πράσινο φως για την κατάτμησή της σε οικόπεδα», δήλωσε.

«Υπάρχουν άφθονες εκτάσεις γύρω από τα περίχωρα της Μελβούρνης που αγοράστηκαν πριν από χρόνια ως αγροτική γη και στη συνέχεια άλλαξαν χρήση προκειμένου να καλυφθεί η ολοένα αυξανόμενη ζήτηση για κατοικίες».

Ο μεσίτης είπε ότι πρόσφατα μεσολάβησε στην πώληση των δύο τρίτων ενός ακινήτου στη Mernda έκτασης περίπου 800 στρεμμάτων για 25 εκατομμύρια δολάρια. Οι πωλητές είχαν πληρώσει μόλις 170.000 δολάρια για τη γη όταν την αγόρασαν περίπου 50 με 60 χρόνια πριν.

Πέρυσι, αγρότες πέμπτης γενιάς πούλησαν το αγρόκτημα βοοειδών που διατηρούσαν στο Beveridge, στη βόρεια περιφέρεια της Μελβούρνης, σε έναν κατασκευαστή για περίπου 200 εκατομμύρια δολάρια. Η οικογένεια φέρεται να πλήρωσε λιγότερο από 165.000 δολάρια για την αγορά του ακινήτου έκτασης 6.000 στρεμμάτων το 1964.

Ακόμα ένα παράδειγμα αύξησης της αξίας της γης λόγω της επέκτασης της πόλης αποτελεί και η περίπτωση της 73χρονης, Helen Muscat, η οποία το 2017 πούλησε ένα αγρόκτημα 5,6 στρεμμάτων που διατηρούσε στην Truganina, σε μια κατασκευαστική εταιρεία έναντι 2,715 εκατομμυρίων δολαρίων.

Αυτή και ο μακαρίτης σύζυγός της είχαν αγοράσει το κτήμα ως μέρος ιδιοκτησίας συνολικής έκτασης περίπου 134 στρεμμάτων έναντι 40.000 δολαρίων το 1985. Για το κομμάτι αυτό είχαν εισπράξει από κατασκευαστική το ποσό του 1,25 εκατομμυρίων δολαρίων.