Όταν δύο σημαντικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ, η Βρετανία και η Αυστραλία ανέδειξαν συντηρητικούς πρωθυπουργούς, ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, δεν είδε μόνο ένα διπλωματικό άνοιγμα, αλλά και μία ευκαιρία προσέγγισης σε πολιτικό επίπεδο, μεταδίδει το CNN.
Οι δύο νέοι πρωθυπουργοί όπως πίστευε ο πρόεδρος Τραμπ θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στην προσπάθειά του, για την υποβάθμιση της αξιοπιστίας της έρευνας που διεξάγονταν για την Ρωσία.
Ο Αμερικανός πρόεδρος ανέδειξε το ζήτημα αυτό, σε τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε τόσο με τον πρωθυπουργό της Βρετανίας Μπόρις Τζόνσον, όσο και με τον Αυστραλό πρωθυπουργό Σκοτ Μόρισον στην διάρκεια του καλοκαιριού και σύμφωνα με δηλώσεις πηγών, που έχουν λάβει γνώση για τα τηλεφωνήματα αυτά.
Η καλλιέργεια πολιτικών σχέσεων με ξένους ηγέτες που είχαν μόλις αναλάβει τα καθήκοντά τους, ως πιθανοί συμπαραστάτες στην συγκρότηση της πολιτικής του ατζέντας, αντανακλά την πρόθεση του Τραμπ να χρησιμοποιήσει τις σχέσεις του με ξένους ηγέτες, ώστε να προκαλέσει προβλήματα στους εσωτερικούς πολιτικούς του αντιπάλους.
Πρόκειται για μία τακτική που παραβιάζει την υφιστάμενη πρακτική, αναφορικά με την χρησιμοποίηση φιλικά προσκείμενων ξένων ηγετών για την προώθηση μιας κομματικής ατζέντας, όπως παρατηρεί το CNN.
Η τακτική αυτή άρχισε να υλοποιείται αφού ο πρόεδρος Τραμπ πέρασε μήνες ρωτώντας τους βοηθούς του, τους πολιτικούς του συμμάχους, αλλά και τους φίλους του για το αν κατά την άποψή τους, η Βρετανία και η Αυστραλία είχαν κάποιον ρόλο στην έναρξη της έρευνας για την Ρωσία, όπως δηλώνουν πηγές που έχουν λάβε γνώση για τις σχετικές συζητήσεις.
Η βρετανική εφημερίδα “The Times” με έδρα το Λονδίνο δημοσίευσε πρώτη λεπτομέρειες σχετικά με την τηλεφωνική συνομιλία του Τραμπ με τον Τζόνσον.
Πριν από τις συνομιλίες με τους παραπάνω ξένους ηγέτες, ο πρόεδρος Τραμπ είχε πει στους συμβούλους του, ότι πίστευε πως θα μπορούσε να πείσει τους νέους ηγέτες -που έμοιαζαν να είχαν περισσότερο κοινές απόψεις με τον ίδιο, σε σύγκριση με τους προκατόχους τους- για να συνεργαστούν με τον υπουργό Δικαιοσύνης Ουίλιαμ Μπαρ που αναζητούσε πληροφορίες για την έρευνα αναφορικά με την Ρωσία, όπως δήλωσαν πολλές πηγές, αργότερα.
Ο πρόεδρος Τραμπ όχι μόνο έβλεπε τους νέους ηγέτες ως πιο συνεργάσιμους για την θέση στην οποία (βρίσκονταν ο ίδιος), αλλά κατηγόρησε τους προκατόχους τους, Τερέζα Μέι και Μάλκολμ Τέρνμπουλ ως μερικά υπεύθυνους για το σύνολο της έρευνας που διεξάγονταν για την υπόθεση της Ρωσίας, καθώς ο Αμερικανός πρόεδρος πίστευε πως η ιδέα για την έρευνα αυτή είχε καλλιεργηθεί στην διάρκεια της ηγεσίας των προηγούμενων πρωθυπουργών στις δύο χώρες. Την άποψη αυτή καταθέτουν άνθρωποι που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης του πρόεδρου Τραμπ.
Είναι αλήθεια ότι η Βρετανία και η Αυστραλία είχαν εμπλοκή στα αρχικά στάδια της έρευνας του FBI για την Ρωσία το 2016.
Ωστόσο, δεν υπάρχουν αποδείξεις που να έχουν δημοσιοποιηθεί και να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του Τραμπ, ότι οι (κυβερνήσεις των δύο χωρών) αποτέλεσαν μέρος μιας πολιτικής συνωμοσίας για την υποβάθμιση της προεκλογικής του εκστρατείας.
Οι δύο χώρες είναι σημαντικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ και είναι συνηθισμένο να συνεργάζονται με τις αμερικανικές υπηρεσίες επιβολής του νόμου, αλλά και τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες.
Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2016, η Αυστραλία και η Βρετανία έδωσαν πληροφορίες στις ΗΠΑ, σχετικά με ύποπτους δεσμούς μεταξύ συμβούλων της προεκλογικής εκστρατείας του Τραμπ και της Ρωσίας.
Ο Αμερικανός πρόεδρος αναφέρθηκε χθες στο ενδιαφέρον του για το παραπάνω ζήτημα.
“Το έχω εξετάσει αυτό για πολύ καιρό. Πως άρχισε, γιατί άρχισε… Δεν πρέπει να έχει συμβεί ποτέ σε κάποιον άλλον πρόεδρο, ποτέ,” είπε ο ίδιος χθες, στην διάρκεια μιας επίσημης συνέντευξης Τύπου στον Λευκό Οίκο.
Μετά την ανάληψη των πρωθυπουργικών καθηκόντων από τον Μόρισον στην Αυστραλία και καθώς διαφαίνονταν ότι ο Τζόνσον θα διαδεχτεί την Τερέζα Μέι στην πρωθυπουργία της Βρετανίας, ο Τραμπ είχε πει στους βοηθούς του ότι όπως πίστευε οι νέοι πρωθυπουργοί θα ήταν περισσότερο πρόθυμοι από τους προηγούμενους ηγέτες των δύο χωρών, για να βοηθήσουν με την διάθεση πληροφοριών που θα μπορούσαν να υποβαθμίσουν την σημασία της έρευνας του Ρόμπερτ Μάλερ, όπως δήλωσαν σχετικά πηγές που έχουν λάβει γνώση για τις συζητήσεις που γίνονταν στον Λευκό Οίκο, κατά την αναφερόμενη περίοδο.
Η πεποίθηση αυτή του Τραμπ βασίζονταν στην εικόνα που είχαν διαμορφώσει οι δύο παραπάνω αναφερόμενοι πολιτικοί ως συντηρητικοί λαϊκιστές, με τον Αμερικανό πρόεδρο να πιστεύει πως θα είχαν την θέληση να βοηθήσουν έναν άλλον ηγέτη που έχει κοινά πιστεύω με τους ίδιους.
Ο πρόεδρος Τραμπ ήταν ήδη φιλικός προς τον Τζόνσον και το είχε δηλώσει δημόσια πριν η Μέι ανακοινώσει την παραίτησή της. Ο Τραμπ είχε εκφράσει την πεποίθηση ότι ο Τζόνσον θα ήταν ένας ισχυρός ηγέτης.
Την ίδια πεποίθηση είχε διαμορφώσει ο Αμερικανός πρόεδρος και για τον Αυστραλό πρωθυπουργό Μόρισον.
*Πηγή: CNN