ΣΕ όλη τη μακραίωνη ελληνική ιστορία (αλλά όπως φαντάζομαι και σε όλες τις σπουδαίες ιστορίες του κόσμου) δεν άρχιζε ποτέ πόλεμος ή μέγα γεγονός χωρίς να προηγηθεί θυσία (ή δέηση) στους θεούς.

Και επειδή όλοι σχεδόν οι ελληνικοί πόλεμοι που μνημονεύονται ήταν αμυντικοί, αυτή η τελετουργική προσφυγή σήμαινε θεία δικαίωση του αγώνα και σεβασμό στην υπέρτατη δύναμη.

Ο αγώνας ήταν πάντοτε «υπέρ βωμών και εστιών», δηλαδή πρώτα για το κατοικητήριο του θεού (την εκκλησία) και μετά για το σπίτι μας.

Το βλέπουμε στον Αινεία όταν του επέτρεψαν οι νικητές Αχαιοί να πάρει ένα μόνο πράγμα και αυτός κουβάλησε ένα άγαλμα του θεού.

Το είδαμε στους ξεριζωμένους του ελληνικού Πόντου που έφτασαν στην Ελλάδα με μοναδική αποσκευή τους μιαν εικόνα από το εικονοστάσι.

Το είδαμε ακόμα στους Έλληνες μετανάστες της Αμερικής την πρώτη δεκαετία του εικοστού αιώνα, όταν ακόμα καλά-καλά δεν είχαν συνηθίσει τη μεγάλη και παντάξενη χώρα και ξέσπασε ο Βαλκανικός Πόλεμος. Φτωχοί ακόμα, διχασμένοι και απροετοίμαστοι, μόλις σάλπισε η πατρίδα δεν κρύφτηκαν στη νέα γη. Τέλεσαν λειτουργία στις εκκλησίες και ξόδεψαν όλο τους το κομπόδεμα να γυρίσουν και να πεθάνουν στη Μακεδονία που ήταν ελληνική και που ζητούσε αιώνες τα δίκια της.
Όλα αυτά πρέπει να διδάσκονται σήμερα στους Ελληνόπαιδες εξ απαλών ονύχων.

Είμαστε έθνος ανάδελφον και δεν πάψαμε ποτέ να χρειαζόμαστε την εθνική συνείδηση. Αυτή η εθνική συνείδηση πλάθεται με τη γνώση και τη μίμηση των κατορθωμάτων και των δίκαιων αγώνων της φυλής.

Η ιστορία έχει τραγικά αποδείξει ότι δεν πρόκειται να έχουμε ποτέ την πολυτέλεια του εθνικού εφησυχασμού.

Δυστυχώς έχει ευδοκιμήσει σήμερα μια συνεχώς ογκούμενη «προοδευτική» ιντελιγκέντσια αριστερής κυρίως ιδεολογικής καταγωγής που επιδίδεται συστηματικά και με ακατανόητο αναθεωρητικό μένος στην αποδόμηση του ιστορικού μας αφηγήματος όπως τουλάχιστο το ξέραμε και όπως μας παρεδόθη.

Όταν όμως αντί να λαμπρύνεις το παρελθόν σου (όπως το επιχειρούν εκ του μη όντος βάρβαροι γείτονες…) προτιμάς να χύνεις το δηλητήριο της επιστημονικής αμφιβολίας και να διδάσκεις τα διλήμματα της μεταϊστορίας, τότε να είσαι σίγουρος ότι προετοιμάζεις πολίτες που δεν θα παραδώσουν μια πατρίδα «πλείω και αρείω» (μεγαλύτερη και ισχυρότερη, όπως διεμήνυε ο όρκος του Αθηναίου εφήβου) αλλά μικρότερη και φοβικότερη.

Όλες αυτές οι κρίσιμες σκέψεις δεν γίνονται βέβαια τυχαία και σε χρόνο ανύποπτο. Έχουμε ήδη βάλει μπροστά μας ένα ιστορικό ορόσημο: τον εορτασμό το 2021 των διακοσίων χρόνων από την παλιγγενεσία του ελληνικού έθνους, και λέμε παλιγγενεσία, γιατί ποτέ δεν εξαφανίστηκε αυτό το έθνος από τις δέλτους της ιστορίας, αλλά υπόδουλο κάποιες φορές, αναστοχαζόνταν, πότιζε –ακόμα και με το δάκρυ του– τις ρίζες του και προετοιμάζονταν για μια καινούρια αρχή.

Με τις αρετές της φυλής κατάφερε αυτό το έθνος να έχει αδιάλειπτη παρουσία επί 3000 χρόνια και να γαλουχήσει και όλο τον δυτικό πολιτισμό, και δεν είναι σωστό και ωφέλιμο να στεκόμαστε σε κάποιες έριδες και κάποιες ανθρώπινες αδυναμίες.

Το 2021 είναι για όλους μας ένα καινούριο στοίχημα. Ας μην παίξουμε ιδεολογικά και με διχαστική επιστημονική κακεντρέχεια πάνω του για το ποιο είναι το σολωμικό «αληθές».

Ας παίξουμε εθνικά.

Γιατί αν ξεχάσουμε πού ορκίστηκαν ο Κολοκοτρώνης και ο Μακρυγιάννης, τότε δεν είμαστε άξιοι να γιορτάζουμε την Επανάσταση.