Μπορεί τα fish and chips να είναι αγγλικής προέλευσης, ωστόσο στη συνείδηση του κόσμου είναι ταυτισμένα με τον Έλληνα της ξενιτειάς. Είναι πια παροιμιώδης η έκφραση: «Οι Έλληνες κάνουν το καλύτερο κουρκούτι».

Τα ελληνικά μαγαζιά που πουλούσαν fish and chips μεσουρανούσαν στις δεκαετίες του ’70 και του ’80, σιγά – σιγά όμως άρχισαν να φθίνουν καθώς οι ιδιοκτήτες τους άρχισαν να τα πωλούν σε νεότερες ομάδες μεταναστών.

Κάποια, όμως, κρατάνε γερά ακόμα. Ένα από αυτά άνοιξε το Μάρτιο στην οδό Puckle. Το Pier 20 – όπως είναι η επωνυμία του – είναι ακριβώς ό,τι θα αναζητούσε κανείς σε ένα παραδοσιακό ελληνικό μαγαζί fish and chips, με φιλέτα από ψάρια της Νότιας Αυστραλίας, άψογα μαγειρεμένα και τραγανά χάρις στο τέλειο κουρκούτι.

Ιδιοκτήτης του, ο 28χρονος ομογενής Πίτερ Κελίδης, για τον οποίο η επιχείρηση αυτή ήταν ένα όνειρο ζωής όχι μόνο δικό του αλλά και της οικογένειάς του.

Από τότε που ο πατέρας του επέστρεψε στην Αυστραλία από την Ελλάδα ως έφηβος, πάντα ονειρευόταν να ανοίξει ένα μαγαζί fish and chips. Όμως οι δυσκολίες του ξεκινήματος σε μια καινούρια χώρα σε συνδυασμό με τις διαρκώς αυξανόμενες οικογενειακές υποχρεώσεις, του στέρησαν την ευκαιρία να το κάνει.

«Έτσι η ιδέα πλανιόταν πάντα μέσα στην οικογένεια, χωρίς ποτέ να γίνει πραγματικότητα μέχρι σήμερα. Τα παιδιά μεγάλωσαν και μάλλον οι γονείς μου είχαν μεγαλύτερη υποστήριξη για να προχωρήσουν την ιδέα κι έτσι είπα να το κάνω», δήλωσε ο Πίτερ στο Νέο Κόσμο.

Το όνομα της επιχείρησης δεν είναι τυχαίο. Με το που περνάς την πόρτα του Pier 20, θαρρείς πως βρίσκεσαι σε μια παραλία και διασχίζεις μια προβλήτα (pier) που περιβάλλεται από άμμο. Πρόσφατα ανακαινισμένο, αποπνέει μια αύρα φρεσκάδας η οποία ενσαρκώνεται και στο μενού.

Μεγαλωμένος σε ελληνοκυπριακό σπιτικό, ο Πέτρος έμαθε να αγαπά το καλό φαγητό και από μικρός θυμάται τον εαυτό του να ανακατεύεται στη κουζίνα. Έτσι, το όραμά του ήταν να μπορέσει να μεταφέρει στους πελάτες του στο Pier 20, τις σπιτικές γεύσεις με τις οποίες μεγάλωσε σερβίροντας χειροποίητα ντιπς, φρεσκοκομμένες σαλάτες και κρέατα μαριναρισμένα σε μείγμα βοτάνων και μπαχαρικών δικής τους επινόησης.

Ως φανατικός ψαράς που είναι, περηφανεύεται για τη βιτρίνα στην κουζίνα του μαγαζιού όπου μια σειρά από φρέσκα ψάρια εκτίθενται καθημερινά, από τον μπλε γρεναδιέρο (blue grenadier) και το μπακαλιάρο Μερλάν (whiting) του Ατλαντικού, μέχρι τον πλατυκέφαλο (flathead) και τη γιγαντόπερκα (barramundi).

Για τους κρεατοφάγους υπάρχει γύρος αρνιού και κοτόπουλου, καθώς και μπέργκερς και σάντουιτς (σας προτείνουμε ανεπιφύλακτα το σάντουιτς μπριζόλας με απ’ όλα).

Κι επειδή ένα καλό γεύμα ολοκληρώνεται πάντα με ένα ωραίο γλυκό, στο μενού του Pier 20 θα βρείτε την κλασική τηγανητή μπανάνα και τον ανανά, ντόνατς μαρμελάδας, ακόμα και σπιτικό ρυζόγαλο.

Χαράς ευαγγέλια και για τους λάτρεις της υγιεινής διατροφής καθώς στην κουζίνα του Pier 20 δεν χρησιμοποιούνται ζωικά λίπη αλλά λάδι από πίτουρο ρυζιού, το οποίο επίσης δεν περιέχει γλουτένη. Στο μενού υπάρχει και σολομός, ενώ όλα τα ψάρια μπορούν να σερβιριστούν και ψητά.

Αυτό όμως που κάνει το Pier 20 ξεχωριστό είναι η διάχυτη αίσθηση της φιλοξενίας που ξεπερνά κάθε προσδοκία. Ο Πίτερ βρίσκεται στο κατάστημα καθημερινά και υποδέχεται με ένα ζεστό χαμόγελο τους πελάτες, ενώ η αδελφή του, η μαμά, και περιστασιακά ο μπαμπάς του, ετοιμάζουν και σερβίρουν το φαγητό.

«Παρά τον ανταγωνισμό που επικρατεί γύρω μας, με τους περισσότερους να ανήκουν σε μεγάλα δίκτυα καταστημάτων, είμαστε σχεδόν η μόνη ιδιόκτητη οικογενειακή επιχείρηση fish and chips που κρατάει τις παραδόσεις», λέει ο Πίτερ. «Και η ελληνική μας καταγωγή είναι αυτό που εντυπωσιάζει τους πελάτες με το που μπαίνουν μέσα στο μαγαζί. Τους εκπλήσσει το γεγονός ότι υπάρχουμε ακόμα, ότι Έλληνες και Ευρωπαίοι έχουν επιχειρήσεις τέτοιου είδους».