Ο κατάλογος με τα ονόματα των ευεργετών της χώρας είναι πραγματικά ατέλειωτος. Αρκετοί είναι πολύ γνωστοί στους περισσότερους, αφού το όνομά τους είναι συνυφασμένο με το ελληνικό Έθνος. Υπάρχουν όμως και άλλοι, που πολλοί Έλληνες και κυρίως οι νέοι ίσως να μην τους γνωρίζουν.

Το ethnos.gr «φωτίζει» την ιστορία τεσσάρων μεγάλων ευεργετών της Ελλάδας, με αφορμή την Ημέρα Μνήμης Εθνικών Ευεργετών που διοργάνωσε η Περιφέρεια Αττικής. Η ιστορία τους είναι ένα μάθημα και -ίσως- πηγή έμπνευσης για τη σημερινή γενιά των ευκατάστατων Ελλήνων, ιδίως σε μια περίοδο που η χώρα έχει ανάγκη τους ανθρώπους που μπορούν να προσφέρουν για το κοινό καλό.

Θεόδωρος Αρεταίος

Έδωσε όλη του την περιουσία για το νοσοκομείο που πήρε το όνομα του.

Πολλοί κάτοικοι των Αθηνών περνούν μπροστά από το Αρεταίειο Νοσοκομείο, ανηφορίζοντας τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας, λίγοι όμως γνωρίζουν ότι ένας επιφανής γιατρός έδωσε όλη του την περιουσία για να γίνει το νοσοκομείο αυτό, καθώς αποτελούσε το όνειρο της ζωής του. Ήταν ο Θεόδωρος Αρεταίος (1829-1893), Έλληνας γιατρός και ευεργέτης, καθηγητής της Ιατρικής και συγγραφέας πολλών ιατρικών συγγραμμάτων. Αυτός και η σύζυγός του Ελένη, δεν απέκτησαν παιδιά και έτσι αποφάσισαν σχεδόν όλη τους την περιουσία να τη διαθέσουν για το καλό της πατρίδας και των Ελλήνων.

Ο Αρεταίος με τη μυστική διαθήκη που συνέταξε στις 30 Ιουνίου 1892 και δημοσιεύθηκε την 1η Απριλίου 1893, κληροδότησε την πατρική του οικία στους ανιψιούς του, τα παιδιά της αδελφής του, τον πολιτευτή και γερουσιαστή Ηλία Ζέγγελη και τον καθηγητή Πανεπιστημίου Κωνσταντίνο Ζέγγελη, απόγονοι των οποίων διατηρούν την ιδιοκτησία του ακινήτου ως σήμερα.

Από κοινού με τη σύζυγό του Ελένη, κληροδότησαν όλη την υπόλοιπη περιουσία τους, δηλαδή 300.000 δραχμές σε μετρητά, άλλες ιδιόκτητες οικίες, ιατρικά εργαλεία και βιβλιοθήκες, που η αξία τους υπολογίστηκε σε 844.865,80 δραχμές, στο Εθνικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Με το κληροδότημα ιδρύθηκε χειρουργικό και γυναικολογικό νοσοκομείο στην Αθήνα, το γνωστό «Αρεταίειο Νοσοκομείο», το οποίο θεμελιώθηκε στις 13 Ιανουαρίου 1896 και σύμφωνα με την εφημερίδα «Εστία», που αφιέρωσε πρωτοσέλιδο άρθρο, εγκαινιάστηκε το Σάββατο 16 Αυγούστου 1898, και στεγάζει στις μέρες μας κλινικές της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στον εσωτερικό χώρο του νοσοκομείου υπάρχει ο ναός των Αγίων Θεοδώρων, που κτίστηκε με δωρεά του αδελφού του.

Η καταγωγή της οικογενείας του ήταν από τη Σμύρνη και ο αρχιτέκτονας πατέρας του εγκαταστάθηκε αρχικά στο Ναύπλιο, αμέσως μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, όπου ο Θεόδωρος ολοκλήρωσε την εγκύκλιο εκπαίδευση. Στη συνέχεια, η οικογένεια μετακόμισε στην Αθήνα. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Θεόδωρος ήταν σε νεαρή ηλικία και άφησε ελάχιστη περιουσία.

Ο νεαρός Θεόδωρος έζησε τα μαθητικά και φοιτητικά του χρόνια στο δίπατο πατρικό του σπίτι στη συμβολή των σημερινών οδών Κολοκοτρώνη 25 & Λέκκα στο οποίο κατοικούσε ως ένοικος και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, μετά την εγκατάσταση του στην Αθήνα. Στις 28 Οκτωβρίου 1848 γράφηκε στην Ιατρική Σχολή στην Αθήνα, δίχως να ολοκληρώσει τις σπουδές του, τις οποίες συνέχισε με τη βοήθεια του Βασιλέως Όθωνα και ολοκλήρωσε το 1853 στο Βερολίνο, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας της Ιατρικής.

Τα επόμενα τρία χρόνια εργάστηκε σε νοσοκομεία στο Βερολίνο, στη Βιέννη και στο Παρίσι και ειδικεύτηκε στη χειρουργική, ενώ το 1856 επέστρεψε στην Αθήνα. Επέλεξε για τον εαυτό του το επώνυμο «Αρεταίος», το οποίο άλλαξε με βασιλικό διάταγμα, για να τιμήσει τον ομώνυμο σπουδαίο Έλληνα γιατρό του 2ου π.Χ. αιώνα.
Η επιστροφή του συνέπεσε με την ίδρυση της Αστυκλινικής, στην οποία ανέλαβε διευθυντής ο καθηγητής Δημήτριος Ορφανίδης, ο οποίος στις 7 Σεπτεμβρίου 1857, τον διόρισε προϊστάμενο του χειρουργικού τμήματος. Στις 22 Νοεμβρίου 1863 εκλέχθηκε υφηγητής της Εγχειρητικής και Επιδεσμολογίας και στις 4 Φεβρουαρίου διορίστηκε έκτακτος καθηγητής, ενώ στις 15 Οκτωβρίου 1870 εκλέχτηκε τακτικός καθηγητής χειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Υπέρ της εκλογής του εισηγήθηκαν θερμά στον υπουργό Παιδείας οι αρμόδιοι της εφημερίδας «Φοιτητής», που δημοσίευσαν επιστολή δέκα φοιτητών της Σχολής που ζητούσαν από τον υπουργό, εξ ονόματος όλων των συναδέλφων τους, να ανταμείψει«…τον ζήλον και την επιμέλειαν..» του Αρεταίου και να τον επιλέξει στη θέση του καθηγητού της Ιατρικής Ιωάννη Ολύμπιου, που είχε πεθάνει πρόσφατα.

Ως υφηγητής της Ιατρικής αναφέρεται μεταξύ εκείνων που είχαν στενές σχέσεις με το κίνημα του 1862 και την Προσωρινή Κυβέρνηση που προέκυψε από αυτό, ενώ περιλαμβάνονταν και μεταξύ των μελών της Στρατιωτικής Φάλαγγας που συστάθηκε με τη χρηματοδότηση του Πανεπιστημίου, καθώς και με εισφορές Ελλήνων ομογενών και εξοπλίστηκε με όπλα, στολές, εθνόσημα, ενώ κατασκευάστηκε και στρατώνας. Επικεφαλής των λόχων της ήταν καθηγητές του Πανεπιστημίου, ενώ το 1863 υπολοχαγοί και ανθυπολοχαγοί ήταν καθηγητές, υφηγητές αλλά και φοιτητές. Το 1864, ανακοίνωσε την πρώτη επιτυχή τραχειοτομία στη νεότερη Ελλάδα σε μικρό παιδί . Ήταν διευθυντής της χειρουργικής κλινικής στο νοσοκομείο «Ελπίς», θέση που διατήρησε έως το θάνατό του, ενώ ήταν μέλος του Ιατροσυνεδρίου. Το ακαδημαϊκό έτος 1873-74 διατέλεσε κοσμήτορας και το έτος 1879-80 ήταν πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ για δέκα ακαδημαϊκές περιόδους, από τις οποίες οι έξι συνεχόμενες, διατέλεσε μέλος της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου και το όνομά του περιλαμβάνεται μεταξύ των αθλοθετών της Ακαδημίας Αθηνών.

Έλενα Σκυλίτση-Βενιζέλου

Ευεργέτης των εγκύων γυναικών της Αθήνας

Ήταν άνοιξη του 1926, όταν η Έλενα Σκυλίτση-Βενιζέλου, πραγματοποιούσε επίσημη επίσκεψη στη Λωζάνη . Μαζί της ήταν και ο διευθυντής του μαιευτηρίου της πόλης. Την ξεναγούσε στο μαιευτήριο της περιοχής του, το οποίο την εντυπωσίασε. Έτσι όταν o διευθυντής -ο οποίος αγαπούσε ιδιαίτερα τη χώρα μας -της είπε «τι κρίμα που η Ελλάδα δεν έχει ένα παρόμοιο ίδρυμα», εκείνη φαίνεται ότι δεν έκανε δεύτερη σκέψη και του απάντησε «Ε, λοιπόν, θα το έχει».

Το είπε και το έκανε. Δυο χρόνια μετά, μπήκε ο θεμέλιος λίθος για το γνωστό σε όλους μας μαιευτήριο και στις 16 Φεβρουαρίου 1933, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της μαιευτικής κλινικής, που έφερε το όνομα μιας καλής φίλης της, της Μαρίκας Ηλιάδη.

Όλο το οικονομικό βάρος, επωμίστηκε αποκλειστικά η Έλενα Βενιζέλου, η οποία ανέλαβε επίσης την εφ΄ όρου ζωής κάλυψη του ετήσιου ελλείμματος του ιδρύματος, ενώ με τη διαθήκη της είχε ήδη προβλέψει τη χορήγηση 60.000 λιρών, οι οποίες θα αποτελούσαν την πάγια περιουσία του, μαζί με τις 30.000 λίρες, που η δωρήτρια είχε κληρονομήσει από τη μητέρα της, Βιργινία Σκυλίτση.

Παρ’ ότι τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 16 Φεβρουαρίου 1933, το μαιευτήριο λειτουργούσε κανονικά για περίπου δύο μήνες, ενώ ο πρώτος τοκετός είχε γίνει το Δεκέμβριο του 1932, πριν την ολοκλήρωση των εργασιών. Μια ετοιμόγεννη γυναίκα πήγε στο μαιευτήριο να γεννήσει, κάτι που εκείνη τη στιγμή ήταν πρακτικά αδύνατο.

Ωστόσο, μέχρι να κανονισθεί η μεταφορά της σε άλλη κλινική της πρωτεύουσας, πρόλαβε να φέρει στον κόσμο ένα αγόρι. Η Έλενα Βενιζέλου, θεώρησε το γεγονός αυτό ως καλό οιωνό και ζήτησε να παραμείνει στο ίδρυμα η λεχώνα, στην οποία μάλιστα δώρισε 20 χιλιάδες δραχμές για ν’ αναθρέψει το παιδί της, το πρώτο μωρό που ήρθε στον κόσμο μέσα στις εγκαταστάσεις του νέου μαιευτηρίου.

Όταν λειτούργησε για πρώτη φορά, η μαιευτική κλινική «Μαρίκα Ηλιάδη» διέθετε 130 κρεβάτια, τα μισά από τα οποία ήταν δωρεάν για όσες γυναίκες αποδείκνυαν ότι ήταν άπορες. Τα υπόλοιπα κρεβάτια ήταν χωρισμένα σε τρεις κατηγορίες διαφορετικού κόστους, σε κάθε περίπτωση κατώτερου σε σχέση με τις υπόλοιπες κλινικές της εποχής, ενώ η διαφοροποίηση των τιμών δεν συνοδευόταν από διαφορετική μεταχείριση των γυναικών. Η διαφορά αφορούσε μόνο τον αριθμό των κλινών σε κάθε δωμάτιο.

Μόνο, που η γυναίκα αυτή, η οποία σε αρκετά μεγάλη ηλικία παντρεύτηκε τον Ελευθέριο Βενιζέλο , δεν πρόσφερε στη χώρα μας μόνο το μαιευτήριο, αλλά έκανε και άλλες σημαντικές δωρεές . Συμμετείχε στην ανέγερση του Ερυθρού Σταυρού στο Παρίσι, δώρισε οικόπεδο σε γηροκομείο στο Λονδίνο, κατασκεύασε το Βενιζέλειο Ωδείο και Στάδιο στα Χανιά καθώς και το Σκυλίτσειο Νοσοκομείο Χίου και άλλα.

Αυτή ήταν η Έλενα Σκυλίτση-Στεφάνοβικ, Ελληνίδα ομογενής, χιώτικης καταγωγής, που υπήρξε σύζυγος του Ελευθερίου Βενιζέλου και ήταν μεγαλωμένη στα… πούπουλα.

Γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1873 στο Λονδίνο και ήταν κόρη του Γιάννη Σκυλίτση-Στεφάνοβικ, εμπόρου εγκατεστημένου στην Μεγάλη Βρετανία, και της Βιργινίας Σεκιάρη. Μεγάλωσε στο Λονδίνο σε εξαιρετικά εύπορο περιβάλλον. Ήταν παντρεμένη σε πρώτο γάμο με τον Αύγουστο Αργέντη και σε δεύτερο με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο γάμος με τον τελευταίο έγινε τον Σεπτέμβριο του 1921 στο Λονδίνο. Η προσωπικότητα του Βενιζέλου είχε συναρπάσει την Έλενα, που είχε μεγαλώσει με γκουβερνάντες από τη Γερμανία, τη Σουηδία και την Αγγλία, αλλά μέσα της ένοιωθε βέρα Ελληνίδα. Κι ας μην μπορούσε να εκφραστεί καλά στη γλώσσα μας. Γι’ αυτό κι όταν αποφάσισε να αφηγηθεί την ζωή της με τον Βενιζέλο προτίμησε τα γαλλικά.

Η πρώτη γνωριμία μαζί του είχε γίνει το 1912 στο Λονδίνο, όταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδος βρισκόταν εκεί για την ομώνυμη διάσκεψη που θα ρύθμιζε τα σύνορα των χωρών μετά τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο. Ο Βενιζέλος δεν είχε καιρό για έρωτες και πάντως η Έλενα δεν φάνηκε να τον συγκινεί.

Δέκα χρόνια μετά όμως, την παντρεύτηκε, διότι όπως έλεγαν οι τότε εχθροί του -και όχι μόνο- τον …συγκίνησε η προίκα της, την οποία ο ίδιος χρειαζόταν πολύ εκείνη την περίοδο και η Ελενα ήταν αποφασισμένη να του προσφέρει πολλά. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και για την διαμονή του ανήγειρε το αρχοντικό Βενιζέλου στη λεωφόρο Βασιλίσσης Σοφίας στην Αθήνα, στο οποίο διέμειναν την περίοδο 1932-1935. Μετά το θάνατο του συζύγου της, η Έλενα πούλησε, το αρχοντικό στο βρετανικό κράτος. Η Έλενα Βενιζέλου απεβίωσε στις 7 Σεπτεμβρίου 1959 στο Παρίσι.

Γεώργιος Χατζηκώνστας

Η φιλάνθρωπη ψυχή του δεν ξέχασε την Ελλάδα

Πανέξυπνος έμπορος , φιλόδοξος επιχειρηματίας, ηθικός άνθρωπος. Έτσι χαρακτηρίζουν οι μελετητές και οι συμπατριώτες του τον μεγάλο ευεργέτη της Ελλάδος Γεώργιο Χατζηκώνστα, ο οποίος γεννήθηκε το 1753, στα τουρκοκρατούμενα Ιωάννινα της Ηπείρου και πέθανε στα 90 του στη Μόσχα.

Αν και έζησε ελάχιστα χρόνια στην Ελλάδα, αφού έφυγε στα 15 και δεν γύρισε ποτέ ξανά πίσω , ποτέ δεν ξέχασε την πατρίδα του. Ταξίδεψε πολύ, απέκτησε τεράστια περιουσία, έκανε οκτώ παιδιά, αλλά πάντα κάτι του έλειπε. Η καρδιά και το μυαλό του ήταν πάντα κολλημένα στην Ελλάδα. Ήθελε να της προσφέρει ό,τι περισσότερο μπορούσε και τελικά το έκανε αφήνοντας μεγάλο κομμάτι της περιουσίας του, χωρίς όμως να αδικήσει και τα παιδιά του.

Ο ίδιος καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Στα παιδικά του χρόνια δεν του έλειψε τίποτα, ενώ τη μόρφωσή του επιμελήθηκε ο γνωστός κληρικός δάσκαλος Μπαλάνος Βασιλόπουλος. Ο νεαρός Γεώργιος όμως δεν είχε μεγάλη αγάπη στα γράμματα και έδειξε από νωρίς την προτίμησή του για το εμπόριο. Έτσι ο πατέρας του τον έστειλε στην Κωνσταντινούπολη, ενώ έστειλε τον κατά 10 χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του, Αναστάσιο, στη Μόσχα. Ο μεν Αναστάσιος έστελνε όποια ρωσικά προϊόντα πίστευε πως θα ήταν άμεσα εμπορεύσιμα στον Γεώργιο, ο δε Γεώργιος έστελνε στον αδελφό του προϊόντα της Ανατολής.

Αργότερα επικεντρώθηκαν στο εμπόριο πολύτιμων ειδών, το οποίο θα τους απέφερε ακόμα μεγαλύτερα κέρδη. Οι δύο νέοι αφοσιώθηκαν στη δουλειά και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος τους «…απασχολημένοι δε όντες ανενδότως μόνον εις το εμπόριον, είχαν σχεδόν λησμονήσει καθ’ ολοκληρίαν απάσας τα λοιπάς εν τω κόσμω τούτω τέρψεις…».

Ο Γεώργιος Χατζηκώνστας αποφάσισε να παντρευτεί σε μεγάλη για την εποχή ηλικία. Το 1801, σε ηλικία 48 ετών, παντρεύτηκε την Αικατερίνη, κόρη του άρχοντα Γεωργίου Μελαχρινού-Καμινάρη, αξιωματούχου των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών. Απέκτησαν τέσσερις γιους και άλλες τόσες κόρες. Μετά τον γάμο αυτό, πέρα από τη σημαντική προίκα που έδωσαν οι συγγενείς της Αικατερίνης στον Γεώργιο, οι οικονομικές και κοινωνικές διασυνδέσεις του αυξήθηκαν σημαντικά. Το 1815 ο αδελφός του πέθανε σε ηλικία 72 ετών στη Μόσχα και ο Γεώργιος μετοίκισε εκεί μαζί με την οικογένειά του.

Ανάμεσα στα πλούτη και στα παιδιά του ο Χατζηκώνστας δεν φαινόταν τελείως ικανοποιημένος. Σαν κάτι να του έλειπε. Έτσι αν και είχε μεγάλη οικογένεια, έθεσε ως πρωταρχικό σκοπό της ζωής του να τείνει χείρα βοηθείας προς τη νεοσύστατη τότε Ελλάδα. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Ήδη από τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης του 1821 ενίσχυσε, μαζί με άλλους Έλληνες της διασποράς, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Συμμετείχε στην εξαγορά ομογενών αιχμαλώτων από τους Οθωμανούς.

Ένα μήνα περίπου πριν το θάνατό του κληροδότησε 10.000 ρούβλια στην πόλη του Μεσολογγίου προκειμένου να ιδρυθεί νοσοκομείο και επιπλέον 60.000 δραχμές για τη μελλοντική του συντήρηση. Επίσης άφησε μεγάλο χρηματικό ποσό στο αυτοκρατορικό ορφανοτροφείο της Μόσχας. Το 1840 διέθεσε 2.500 γρόσια υπέρ του δημοτικού σχολείου των Δερβιλιάνων Ιωαννίνων για την εκπαίδευση των νέων.

Με 28.571 ρούβλια ανέγειρε νοσοκομείο στη γενέτειρά του, τα Ιωάννινα. Ήταν τέτοια η ευσέβεια του ευεργέτη, ώστε στη δωρεά του για το νοσοκομείο Ιωαννίνων άφησε όρο να διορισθεί ένας ιερέας που θα κατοικεί στο νοσοκομείο, ώστε να εκπληρώνει αδιάκοπα τα χριστιανικά του χρέη προς τους ασθενείς. Σήμερα το Γενικό Νοσοκομείο Ιωαννίνων φέρει το όνομα του.

Το 1840 ο Γεώργιος Χατζηκώνστας επιχορήγησε με 25.000 ρούβλια την αποπεράτωση του ιερού ναού Αγίου Νικολάου Ιωαννίνων, την ανακατασκευή του οποίου είχαν ξεκινήσει οι Ζωσιμάδες του 1837.

Δωρεές υπήρξαν και στη μητροπολιτική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου και πλήθος άλλων εκκλησιών και μονών, όπως την ηπειρωτική μονή Σωσίνου που έτυχε της ευεργεσίας του το 1838. Στη διαθήκη του άφησε 5.000 ρούβλια για να ανεγερθεί η εκκλησία του προφήτη Ηλία στα Καρδαμίτσια Ιωαννίνων και 2.500 ρούβλια για να συντηρείται από τους τόκους τους.

Αυτό όμως για το οποίο πέρασε στην ιστορία, ήταν το άρθρο της διαθήκης του, σύμφωνα με το οποίο διέταζε τους εκτελεστές -τη γυναίκα του και τα παιδιά του- να ιδρύσουν ορφανοτροφείο στην Αθήνα. Το ίδρυμα Γεωργίου και Αικατερίνης Χατζηκώνστα συστήθηκε με βασιλικό διάταγμα του Όθωνα το 1853. Είναι το παλαιότερο φιλανθρωπικό κατάστημα του νεοελληνικού κράτους το οποίο παραμένει έως και σήμερα σε λειτουργία και το τρίτο που ιδρύθηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους. Απώτερος σκοπός του Ιδρύματος είναι η περίθαλψη, η ανατροφή και η εκπαίδευση άπορων αγοριών ηλικίας 6 ως 18 ετών.

Ιωάννης Βαρβάκης

Ο… πειρατής που άφησε τα πάντα στην Ελλάδα

Οι περισσότεροι γνώριζαν το όνομα από τη Βαρβάκειο Αγορά και τη Βαρβάκειο Σχολή , οι νεώτεροι τον «γνώρισαν¨ από την ταινία «Ο Θεός Αγαπά το Χαβιάρι», αλλά πάντα τα έργα του Ιωάννη Βαρβάκη προκαλούν το ενδιαφέρον μαζί με την πολυτάραχη ζωή του.

Έμπορος, πειρατής, ευνοούμενος της τσαρίνας Αικατερίνης, που δημιούργησε τεράστια περιουσία από το εμπόριο του χαβιαριού για να αφήσει σχεδόν τα πάντα στην πατρίδα και σήμερα να θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους εθνικούς ευεργέτες.

Το πραγματικό του όνομα δεν ήταν Βαρβάκης αλλά Λεοντής. Λέγεται όμως ότι επειδή στα Ψαρά , από όπου καταγόταν ενδημούσε ένα είδος γερακιού που οι ντόπιοι το ονόμαζαν Βαρβάκι, οι ντόπιοι , βλέποντας τα μεγάλα και πολύ αυστηρά του μάτια, καθώς και την ορμητικότητα που τον χαρακτήριζε τον φώναζαν Βαρβάκι. Φαίνεται ότι η προσωνυμία του άρεσε και την διατήρησε ως επώνυμο. Έτσι πέρασε στην ιστορία με το όνομα Βαρβάκης και το επώνυμο του έγινε τίτλος ευγενείας στην τσαρική Ρωσία.

Ο Βαρβάκης γεννήθηκε το 1745 στα Ψαρά. Ο πατέρας του ήταν ιδιοκτήτης πλοίου το οποίο πραγματοποιούσε μεταφορές στα νησιά του Αιγαίου. Ο Ιωάννης Βαρβάκης αρχικά εργάστηκε ως μούτσος στο καράβι του πατέρα του. Όταν έγινε 15 χρονών, ο πατέρας του τον έκανε παρτσινέβελο, δηλαδή μεριδιούχο στο πλοίο του, και στα 18 του ναυπήγησε την πρώτη γαλιότα. Αρχικά ασχολήθηκε με το εμπόριο και στη συνέχεια στράφηκε στην πειρατεία, όπως το σύνολο των Ψαριανών, λόγω των γενικότερων συνθηκών άσκησης της ναυτιλίας εκείνη την περίοδο: Τα πλοία δέχονταν επιθέσεις από άλλους πειρατές που άρπαζαν το πλήρωμα και τα εμπορεύματα, ενώ οι Έλληνες νησιώτες επιστρατεύτηκαν από τους Άγγλους και τους Ολλανδούς για να αναχαιτίσουν τους Γάλλους που προσπαθούσαν να αυξήσουν τη ναυτική παρουσία τους στην Ανατολική Μεσόγειο. Τα ρωσικά αρχεία χαρακτηρίζουν από την δράση του εκείνης της περιόδου τον Βαρβάκη «αεικίνητο κουρσάρο».

Πώς απέκτησε τον τεράστιο πλούτο του; Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Κασπία Θάλασσα ο Ιωάννης Βαρβάκης ασχολήθηκε με την αλιεία και κατόρθωσε να γίνει ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους της Ευρώπης. Ο λόγος ήταν το χαβιάρι, ο λαϊκός και ως τότε περιφρονημένος τοπικός μεζές. Όταν τυχαία το δοκίμασε, αντιλήφθηκε αμέσως πόσο περιζήτητο θα μπορούσε να γίνει αυτό το έδεσμα. Το πρόβλημα που έπρεπε να λύσει ήταν η συσκευασία για τη μεταφορά του.

Ως τότε το χαβιάρι συντηρούνταν σε σπηλιές, σε σταθερή θερμοκρασία 5-7 βαθμών Κελσίου (η λέξη χαβιάρι προέρχεται από την αγγλική «cave», που σημαίνει σπηλιά). Η μεταφορά του δεν μπορούσε να γίνει πέραν των μηνών του χειμώνα, επειδή χαλούσε. Ο Βαρβάκης ανακάλυψε την ιδανική συσκευασία: βαρελάκια από ξύλο φλαμουριάς -το οποίο είναι μη πορώδες- μέσα στα οποία τοποθετούσε ένα βότανο που ποτέ δεν αποκάλυψε ποιο ήταν. Κάπως έτσι το χαβιάρι ταξίδεψε στον κόσμο. Ο Βαρβάκης παρουσίασε την ανακάλυψή του στην Αικατερίνη τη Μεγάλη και εκείνη του παραχώρησε την παγκόσμια διανομή του.

Αν και τα πλούτη του Βαρβάκη ήταν τεράστια, στην προσωπική του ζωή δεν φαίνεται να ευτύχησε αφού ούτε με τα παιδιά του κατάφερε να έχει καλή σχέση. Έδωσε όμως χαρά στους συμπατριώτες τους και ελευθερία σε δεκάδες Έλληνες αιχμαλώτους.

Ο ίδιος δεν ήταν ιδιαίτερα μορφωμένος, αλλά φρόντισε για τη μόρφωση των αγοριών της εποχής του με την ίδρυση της Βαρβάκειου Σχολής (σημερινή ονομασία Πρότυπο Γυμνάσιο & ΓΕ.Λ Βαρβακείου Σχολής) που είναι ένα από τα αρχαιότερα σχολεία της Ελλάδας, καθώς άρχισε να λειτουργεί το 1860. Το πρώτο κτίριο της σχολής βρισκόταν στον χώρο της σημερινής Βαρβακείου Αγοράς, επί της οδού Αθηνάς και στέγαζε τη Σχολή μέχρι και το 1944, οπότε το κτίριο υπέστη μεγάλες καταστροφές κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών.

Έκτοτε η Σχολή στεγαζόταν σε άλλα κτήρια στην Αθήνα (οδός Κωλέττη 34, οδός Ακαδημίας και Χ. Τρικούπη, οδός Αραχώβης), ενώ το αρχικό κτήριο κατεδαφίστηκε τελικά το 1955. Από το 1983 έως και σήμερα το Πρότυπο Γυμνάσιο και Λύκειο της Βαρβακείου Σχολής στεγάζεται σε κτιριακές εγκαταστάσεις στο Παλαιό Ψυχικό. Από το 1979 παύει να είναι αποκλειστικά σχολείο αρρένων.

Στη διαθήκη του άφησε κληροδότημα 1.000.000 ρούβλια για την ίδρυση της σχολής και το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στο ελληνικό Δημόσιο για κοινωφελείς σκοπούς. Με δική του δωρεά κατασκευάστηκε και η κλειστή αγορά της Αθήνας, ενώ επίσης χρηματοδότησε την ανέγερση διδακτηρίου στη Σινασό Καππαδοκίας, την παλιά Ναζιανζό, πατρίδα του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.

Ο Ιωάννης Βαρβάκης πέθανε στο λοιμοκαθαρτήριο της Ζακύνθου.

*Από το ethnos.gr