Ο πετυχημένος ομογενής επιχειρηματίας και γνωστός παράγοντας των Αρκάδων, Ανδρέας Ανδριανόπουλος πρόσφερε $100.000 δολάρια για την προώθηση του βιβλίου της ιστορίας των Αρκάδων της Αυστραλίας που έγραψε ο καθηγητής Αναστάσιος Τάμης και το οποίο παρουσιάστηκε την προπερασμένη Κυριακή.

Η ανακοίνωση έγινε στον χορό για τα 60 χρόνια του Παναρκαδικού Συλλόγου Μελβούρνης και Βικτωρίας που πραγματοποιήθηκε το Σάββατο παρουσία εκατοντάδων ομογενών και πολλών προσκεκλημένων, παρουσία και του Γενικού Προξένου της Ελλάδας (που είναι και Αρκάς στην καταγωγή) Δημήτρη Μιχαλόπουλου. Για το χορό του Σαββάτου θα γράψουμε αναλυτικά στο «Νέο Κόσμο» της Πέμπτης.

Σήμερα θα σταθούμε απλά στην ανακοίνωση που έκανε η πρόεδρος του Παναρκαδικού Συλλόγου, Χρύσα Κανατά, η οποία φανερά συγκινημένη και μη μπορώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα της, είπε ότι ο ευεργέτης του Συλλόγου και …νονός της, την αιφνιδίασε, λέγοντας ότι προσφέρει 100.000 δολάρια για το συγκεκριμένο βιβλίο που αποτελεί μοναδικό ντοκουμέντο για την παρουσία των Αρκάδων στην Αυστραλία.

Ο ίδιος ο κ. Ανδριανόπουλος είπε στον «Νέο Κόσμο» πως θεωρεί ότι το βιβλίο αυτό θα είναι ένα μοναδικό κειμήλιο και για τις επόμενες γενιές και θέλησε να το στηρίξει με τον τρόπο του.

ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ

Για τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο ο Τάσος Τάμης είχε γράψει στον «Νέο Κόσμο»:

«Ένα τσοπανόπουλο της Αρκαδίας, που στα έξι του χρόνια δάμασε το Όρος Αρτεμίσιο και τα λαγκάδια του. Στα οκτώ του χρόνια φύλαγε κοπάδια από πρόβατα και γίδια που του ανέθεταν με εμπιστοσύνη οι δικοί του. Στα δεκατρία του το έσκασε από το σπίτι και διέφυγε αμούστακος μετανάστης στην Τρίπολη. Κοιμήθηκε στρωματσάδα στο πάτωμα, δέχτηκε την πρώτη κουβέρτα για να σκεπαστεί από το δριμύ κρύο του οροπεδίου από τους συντρόφους του Πικερνιώτες, μαθητές στο Γυμνάσιο της Τρίπολης και τον αισθάνθηκαν αδελφό τους.

Στα δεκατέσσερα χρόνια του δέχθηκε τη φιλοξενία του αφεντικού του ζαχαροπλάστη που τον προστάτεψε στο σπίτι του. Στο μαγαζί του, το περίφημο ζαχαροπλαστείο «Κρίνος», ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος άναβε τα καζάνια του εργαστηρίου ακόμη από την αυγή, σκούπιζε και βοηθούσε τον μάστορα στη ζαχαροπλαστική, έστηνε αυτί και μάθαινε από συζήσεις στα τραπέζια των θαμώνων, που έπαιρναν το γλυκό και τον καφέ τους, συμμετείχε, άκουε, μάθαινε, ζούσε το όνειρο της πόλης.

Στα δεκαπέντε χρόνια του απέκτησε δικαιώματα στο μαγαζί. Έγινε βοηθός ζαχαροπλάστη, κατέκτησε την αγάπη των αφεντικών του και έγινε αποδεκτός από τους τρανούς και δυνατούς της Τρίπολης, που συνάζονταν για να απολαύσουν το γλυκό τους με τις οικογένειές τους. Καθώς κατέβαινε με το χάραμα του ήλιου από το σπίτι του για τη εργασία του, περνούσε έξω από το ξενοδοχείο το «Σεμίραμις», όπου διέμενε όταν περνούσε ο βασιλιάς Παύλος, και κοντοστεκόταν έξω από το μαγειρείο του ξενοδοχείου, για να αναπνεύσει το άρωμα του κρεμμυδιού με τον κυμά που ετοίμαζαν για το πρωινό των επισκεπτών τους οι μάγειροι, αφού δεν είχε την οικονομική δυνατότητα να το απολαύσει.

Στα δεκάξι του χρόνια του έδωσαν ευθύνες τα αφεντικά του στο ζαχαροπλαστείο. Αγόραζε το γάλα και τα αυγά από τους κτηνοτρόφους, που κατέβαιναν από τα χωριά του οροπεδίου, ήταν υπεύθυνος για την ποιότητα του γάλακτος και των αυγών, για την τιμή με την οποία θα αγόραζε το υλικό. Ήταν τώρα αγωγιάτης που τον ξυπνούσε το αγώγι. Τότε γνωρίστηκε με αδελφικούς φίλους που σπούδαζαν στο Γυμνάσιο της Τρίπολης από την Πολέτα, τη Σιλίμνα, το Πικέρνι, το Παλλάντιο και τα άλλα χωριά.

Έπαιζαν σαν παιδιά τα απογεύματα με το χιόνι, σκαρφάλωναν στη μάντρα του γηπέδου για να δουν τον ποδοσφαιρικό αγώνα και ζούσαν στιγμές θριάμβου όταν μπορούσαν να δουν παρέα κάποια ασπρόμαυρη ταινία του κινηματογράφου.

Στα δεκαοκτώ του χρόνια είχε ανοίξει τα φτερά του, γιατί δεν τον χωρούσε πλέον ούτε και η Τρίπολης. Προσπάθησαν να τον κρατήσουν τα αφεντικά του, του έταξαν δώρα και τιμές, του υποσχέθηκαν θέσεις.

Στα είκοσί του ήρθε μετανάστης στην Αυστραλία και βρέθηκε να ζει με τους Αβοριγίνες στην έρημο της Σεντούνα, επιδιορθώνοντας τις γραμμές των τραίνων, μετά στα τραμ της Μελβούρνης, αργότερα στους σιδηροδρόμους, και μετά στις φάμπρικες της Τζένεραλ Μότορς με χιλιάδες άλλους Αρκάδες που συνέρρεαν από τα 280 τόσα χωριά της Αρκαδίας, και μετά ήρθε το πρώτο ταξί, το δεύτερο, το τρίτο και μετά ένα εγκαταλειμμένο μηχανουργείο, συνεργείο αυτοκινήτων με μία παλιοκαιρίσια αντλία βενζίνης.
Στα εικοσιπέντε του είχε πλέον παντρευτεί την καλή του γυναίκα, τη Σοφία (Λορέν την αποκαλούσε), οδηγούσε μια πανέμορφη Χόλντεν, τη Ριρίκα, είχε τα ταξί του, γνωρίστηκε με τον μακαριστό Κουρτέση, τους φωτογράφους της εποχής, αναλάμβανε εργολαβικά γάμους, με άσπρα γάντια, καπέλλο, κουστούμι και γραβάτα.

Έκανε φίλους, έβαζε τις βάσεις του αύριο. Τα ταξί αυγάτισαν, έγιναν τρία. «Η ρόδα πρέπει πάντα να γυρίζει στην άσφαλτο» έλεγε και ξανάλεγε με έμφαση.

Στα τριάντα του άρχισε την πορεία προς τον θρίαμβο. Είχε φτιάξει εκεί στο Κόλλιγουντ το στέκι των Ελλήνων ταξιτζήδων, που περίμεναν ουρές να βάλουν σε φθηνή τιμή τη βενζίνη, να ρουφήξουν τον ελληνικό τους καφέ, να συζητήσουν τα ντέρτια τους, να μιλήσουν για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, για τους ανταγωνισμούς στην παροικία, τις ιδεολογικές τους διενέξεις. Το στέκι του Ανδρέα, το αποκαλούσαν ορισμένοι.

Στα σαράντα ήρθε ο θρίαμβος. Εμπνεύστηκε και καθιέρωσε τη φθηνή βενζίνη στην Βικτώρια. Ουρές πεντακοσίων μέτρων στήνονταν έξω από το πρατήριο της οδού Έλτζιν στο Κάρλτον, με φρούρηση ακόμη και της αστυνομίας, η «χρυσή γωνιά» όπως αργότερα ονομάστηκε από τον ίδιο. Μετά το τρίτο και το τέταρτο πρατήριο, μετά ξαφνικά τα τέσσερα έγιναν οκτώ και πριν μπει στα πενήντα του χρόνια έγιναν δέκα.

Ήρθαν και τα τέσσερα αγόρια του (Γιώργος, Χρήστος, Νίκος και Δημήτρης), που δούλευαν μετά το σχολείο στην οικογενειακή επιχείρηση. Χόρευαν μπροστά στις αντλίες με άλλους εργάτες, γέμιζαν βενζίνη στα αυτοκίνητα, εξυπηρετούσαν τους πελάτες, μάθαιναν την εργασία, μάθαιναν τα μυστικά της. Τελικά, όλοι μαζί θα αναλάμβαναν να συνεργαστούν με τον πατέρα τους. Ήρθαν και οι γάμοι των παιδιών του, ήρθαν και οι συγγενείς από την Ελλάδα για να συμμαρτυρήσουν την ευτυχία του, την κοινωνική και οικονομική του καταξίωση.

Στα εξήντα του ήταν πλέον ο μοναδικός, ο Έλληνας που είχε κατακτήσει την αγορά πετρελαίου, συνομιλούσε με τους δυνατούς των κραταιών πολυεθνικών επιχειρήσεων. Έπαιρνε τα αχρείαστα και άχρηστα πρατήρια βενζίνης της ΒΡ και τα έκανε πηγή δύναμης και πλούτου, τα μετέτρεπε, τα εξωράιζε, έδινε στα πρατήρια το δικό του χρώμα. Κι αυτά έγιναν είκοσι και μετά τριάντα, και μετά πενήντα και έφταναν τα εξήντα.

Στα εβδομήντα του έστησε τα κέντρα βενζίνης στο έμπα και έβγα των μεγάλων οδικών αρτηριών, πολυκαταστήματα, με οκτώ δέκα μαγαζιά το καθένα, με ανέσεις και διευκολύνσεις, με πλυντήρια και αίθουσες ξεκούρασης των οδηγών. Αγοράσθηκαν μεγάλες εκτάσεις γης γύρω τους και «κόπηκαν» αργότερα τα πρώτα οικόπεδα.

Για πάνω από οκτώ δεκαετίες ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος δημιουργεί, κτίζει, ονειρεύεται, μεγαλουργεί. Ωστόσο, το νόημα της ζωής δεν είναι η συγκέντρωση πλούτου. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι ο άνθρωπος που ζει μόνον για να μαζεύει πλούτο και χρήματα πρέπει να θεωρείται ανόητος και τον αξιολογούσε ως τελευταίο στην κοινωνική τάξη. Όταν όμως ο άνθρωπος που αποκτά χρήματα γίνεται κοινωνικός χορηγός, μαικήνας των γραμμάτων, προστάτης της έρευνας και της τεχνολογίας, των τεχνών, της μάθησης και του θεάτρου, τότε αυτός ο πλούσιος ανέρχεται πρώτος στην κοινωνική τάξη. Χωρίς χορηγούς δεν θα υπήρχε γνώση και δημιουργία στην Αρχαία Ελλάδα, χωρίς χορηγούς δεν θα υπήρχε η Αναγέννηση στην Ευρώπη. Έτσι είδε ο Ανδρέας το νόημα της ζωής του.

Μέρος των κερδών του κέρδη επιστρέφει στην ανθρωπότητα, μέσα από δωρεές σε ιδρύματα έρευνας του καρκίνου, σε πανεπιστημιακά ιδρύματα, σε ερευνητικά προγράμματα, σε εκδόσεις. Έτσι αντιλήφθηκε και τη ζωή της και η καλή και συνετή του συντρόφισσα η Σοφία, που εγκατέλειψε τα γήινα πριν από 11 χρόνια. Έτσι ζουν και αντιλαμβάνονται την επιχείρησή τους και τα παιδιά και τα εγγόνια του, που έχουν στελεχώσει τις επιχειρήσεις του».