Η Μαίρη, 50 ετών, πληροφορικός, εργάζεται στο κέντρο. Τις περισσότερες μέρες σχολάει στις 4:30 μ.μ. και τρέχει για να προλάβει το τρένο των 4.40μμ. Πηγαίνει στο σπίτι, παίρνει το αυτοκίνητο και διανύει μια απόσταση 18 χιλιομέτρων ως το σπίτι της μητέρας της που ζει μόνη της. Με το που θα φτάσει, η Μαίρη μαγειρεύει, καθαρίζει το σπίτι, σιδερώνει, τρώει με τη μητέρα της και καθαρίζει την κουζίνα.

Η μητέρα της βρίσκεται στα αρχικά στάδια της άνοιας και ζει μόνη της στο πατρικό σπίτι. Αλλά αυτή η σχεδόν καθημερινή ρουτίνα έχει αρχίσει να βαραίνει στους ώμους της Μαίρης. «Φροντίζω δύο σπίτια, το δικό μου και της μαμάς», λέει, «δεν έχω καθόλου κοινωνική ζωή και με πολύ μεγάλο αγώνα καταφέρνω να ξεκλέψω λίγες μέρες διακοπών. Συχνά μένω στη μαμά τα Σαββατοκύριακα. Δεν ξεκουράζομαι».

Η Μαρία είναι φροντιστής. Σε σύγκριση με άλλους φροντιστές που προσέχουν συζύγους ή παιδιά με ειδικές ανάγκες, μάλλον είναι πιο τυχερή. Κι αυτό γιατί έχει ευέλικτο ωράριο εργασίας ενώ, όποτε μπορεί τη βοηθά και η νύφη της.

Άλλοι φροντιστές δεν είναι τόσο τυχεροί καθώς η ζωή τους επηρεάζεται και ρυθμίζεται από τις διαρκείς ανάγκες του ατόμου που φροντίζουν. Η σωματική, πνευματική, ψυχολογική και οικονομική πίεση που δέχονται όσοι προσέχουν κάποιον δικό τους μπορεί να οδηγήσει σε αυτό που ονομάζεται «άγχος του φροντιστή». Συχνά, οι προσωπικές τους σχέσεις καταστρέφονται, οι ευκαιρίες τους για επαγγελματική εξέλιξη είναι περιορισμένες, οι ευθύνες τούς οδηγούν σε απώλεια της δουλειάς τους και της οικονομικής τους ασφάλειας ενώ διατρέχουν υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης προβλημάτων ψυχικής υγείας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ένωσης Φροντιστών Αυστραλίας (Carers Australia), στη Βικτώρια υπάρχουν περισσότεροι από 700.000 φροντιστές, από τους οποίους οι 239.000 είναι αναγνωρισμένοι ως βασικοί ή μόνοι φροντιστές. Η οργάνωση δίνει τον ορισμό του φροντιστή ως «του ατόμου που παρέχει βοήθεια χωρίς αμοιβή στα μέλη της οικογένειας ή στους φίλους που έχουν ανάγκη φροντίδας. Είναι γονείς, παιδιά, συνεργάτες, άλλοι συγγενείς και φίλοι που βοηθούν ποικιλοτρόπως με την προσωπική φροντίδα, την υγειονομική περίθαλψη, τη μεταφορά, τις δουλειές του σπιτιού και άλλες δραστηριότητες».

«Η ελληνική κοινότητα είναι μια από τις κοινότητες με υψηλό ποσοστό φροντιστών», λέει η Διευθύνουσα Σύμβουλος της Πρόνοιας, κ. Τίνα Ντούβου –Σταθοπούλου με αφορμή την Εθνική Εβδομάδα Φροντιστών, από τις 13 έως τις 19 Οκτωβρίου.

«Μέσα σε ένα διάστημα 16 ετών έχουμε προσφέρει υπηρεσίες ανακούφισης σε περισσότερους από 10.000 φροντιστές. Τα τελευταία δέκα χρόνια οι υπάλληλοι «ανακούφισης» ξεπέρασαν τις 34.234 ώρες προσφοράς ανάπαυλας των φροντιστών στο σπίτι, ενώ για την ίδια περίοδο η προσφορά των υπηρεσιών τους με βάση το κέντρο εκτιμάται σε 805.525 ώρες», λέει και τονίζει ότι η ανάγκη για ελληνόφωνους εργαζομένους στον τομέα παραμένει υψηλή.

Σύμφωνα με τα δεδομένα της Ένωσης Φροντιστών Αυστραλίας οι φροντιστές μπορούν να είναι όλων των ηλικιών αλλά είναι πιθανότερο να ανήκουν στην ηλικιακή κατηγορία 45-54 ετών.

Η διευθύντρια του προγράμματος της Συντονισμένης Φροντίδας Ηλικιωμένων της Πρόνοιας (PRONIA Aged & Coordinated Care), κ. Νίκη Ευφραιμίδη, επιβεβαιώνει τα στοιχεία αυτά με βάση την εμπειρία του Οργανισμού. Σύμφωνα με την κ. Ευφραιμίδη, η δεύτερη γενιά των Ελληνοαυστραλών είναι γνωστή ως «γενιά σάντουιτς».

«Είναι εγκλωβισμένοι μεταξύ των αναγκών των ηλικιωμένων γονέων τους και των δικών τους οικογενειών. Είναι χωρισμένοι στα δύο», λέει. «Στη δεκαετία του ’90 και μέχρι το 2005, ο φροντιστής ήταν συνήθως ο ή η σύζυγος του περιθαλπομένου. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 το προφίλ του φροντιστή άρχισε να αλλάζει.

Είδαμε νεαρά παιδιά να αρχίζουν να φροντίζουν τους γονείς τους. Από το 2013 ο αναγνωρισμένος φροντιστής, στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι ένα ενήλικο παιδί. Και είναι αυτός ο φροντιστής που εμφανίζει αυξημένα επίπεδα άγχους και προβλημάτων που σχετίζονται με το άγχος σε σύγκριση με άλλες γενιές», λέει η κ. Ευφριμίδη, η οποία έχει πάνω από 20 χρόνια εμπειρίας στον τομέα των ηλικιωμένων και της παροχής οικογενειακών υπηρεσιών έχοντας συμβάλει σημαντικά στην ανάπτυξη των υπηρεσιών για τους φροντιστές.

Σύμφωνα με την κ. Ευφραιμίδη, όταν οι νεότεροι φροντιστές φτάνουν για βοήθεια στις κατάλληλες υπηρεσίες, είναι συχνά επειδή βρίσκονται σε κρίσιμο σημείο. «Το βλέπουμε όλο το χρόνο: Οι φροντιστές έρχονται στην ΠΡΟΝΟΙΑ για υποστήριξη μόλις φτάσουν στο απροχώρητο. Αυτό μειώνει σημαντικά τις επιλογές τόσο για τον εαυτό τους όσο και για τους γονείς τους», λέει και τους συμβουλεύει να απευθύνονται στις κατάλληλες υπηρεσίες όταν «ξεκινούν οι ευθύνες φροντίδας, ακόμα κι αν είναι μόνο για να πάρουν πληροφορίες. Αυτό θα μειώσει σημαντικά το «άγχος του φροντιστή», θα τους δώσει μια αίσθηση ελέγχου και θα τους εξοπλίσει καλύτερα για το ρόλο τους».

Η εικόνα που περιγράφει η κ. Ευφραιμίδη είναι μια θλιβερή αλήθεια καθώς σύμφωνα με την Ένωση Φροντιστών Αυστραλίας «Πολλοί άνθρωποι που έχουν αναλάβει να προσέχουν κάποιον δεν αναγνωρίζονται επίσημα ως φροντιστές και επομένως δεν έχουν πρόσβαση σε πληροφορίες, υπηρεσίες και δομές υποστήριξης».

Οι περιπτώσεις των φροντιστών που πρέπει να εγκαταλείψουν τη σταδιοδρομία τους για να φροντίσουν τους ηλικιωμένους γονείς τους είναι πάρα πολλές. Κάποιοι επιλέγουν την παραίτηση και κάποιοι άλλοι στρέφονται στην επιλογή της μερικής απασχόλησης ή της εργασίας από το σπίτι προκειμένου να μπορούν να φροντίζουν παράλληλα τους γονείς ή τα παιδιά τους. Τις περισσότερες φορές οι ευθύνες της φροντίδας βαραίνουν τις γυναίκες. Σύμφωνα με την Ένωση Φροντιστών Αυστραλίας, το 66% των πρωτοβάθμιων φροντιστών είναι γυναίκες.

«Οι βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες οικονομικές επιπτώσεις στις γυναίκες που έχουν αναλάβει τα καθήκοντα φροντιστή μπορεί να είναι πολύ σοβαρές. Χάνουν την οικονομική ανεξαρτησία τους ή συχνά αντιμετωπίζουν οικονομικές δυσκολίες. Χάνουν ευκαιρίες σταδιοδρομίας, το εισόδημά τους λιγοστεύει, επηρεάζεται η σύνταξή τους», σχολιάζει η κ. Ευφραιμίδη.

Η Ένωση Φροντιστών εκτιμά ότι το 49% των πρωτοβάθμιων φροντιστών βασίζονται στη λήψη κρατικής σύνταξης ή κάποιου επιδόματος ως κύρια πηγή εισοδήματος. Μόνο το 39% των βασικών φροντιστών εργάζεται.

«Είναι μια περίπλοκη κατάσταση, όχι εύκολη, αλλά είμαστε εδώ για να βοηθήσουμε. Το κάνουμε εδώ και δεκαετίες με σεβασμό κι ευαισθησία» καταλήγει η κ. Ευφραιμίδη.

*Για πληροφορίες οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να επικοινωνούν με την ΠΡΟΝΟΙΑ στο τηλέφωνο (03) 9388 9998.