Η σχέση μου με τον καρκίνο είναι περίεργη. Μια σχέση μίσους αλλά και σεβασμού. Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να παίρνω τα καλά νέα, μετά το χειρουργείο δεν είπα μια φορά «σε νίκησα, κερατά». Απλά έκανα τα σταυρό μου και σκεφτόμουν πως τη σκαπούλαρα. Ακόμη και τώρα, κάθε φορά που οι δικοί μου άνθρωποι μου λένε, «πάει τον έφαγες», εγώ μαζεύομαι κι αλλάζω κουβέντα μιλώντας δυνατά, μην τυχόν και μας ακούσει και γυρίσει να μου δώσει ένα μάθημα. Το τελειωτικό…

Ό,τι κάνω, λοιπόν, δεν είναι πρόκληση ούτε κίνηση εντυπωσιασμού ή ένδειξη κομπασμού. Καμία σχέση. Ακόμα κάνω τον αγώνα μου, είμαι σε θεραπεία με χάπια κι ενέσεις, τα πανηγύρια αργούν. Το σώμα μου δεν έχει συνέλθει καλά – καλά από τις χημειοθεραπείες ενώ τα φάρμακα που παίρνω σε αυτή τη φάση μου έχουν τσακίσει τα κόκαλα. Κάθομαι και όταν σηκωθώ κινούμαι σαν τον «Ρόμποκοπ», ενώ κάθε επαφή των ποδιών μου με το έδαφος πονάει σαν μαχαιριά. Ευτυχώς, μόλις κάνω μερικά βήματα ο πόνος γίνεται πιο ήπιος.

Λοιπόν, πού καιρός για πανηγυρισμούς και φανφάρες.

Από την άλλη, όμως, φύση φιλάρεσκη και πεισματάρα δεν λέω να το βάλω κάτω και να παραδεχτώ την ανημποριά ή την αδυναμία μου. Με το χαμόγελο στα χείλη και την καρδιά μου ανοιχτή, κλείνω το μάτι στον άσπονδο «φιλαράκο» μου και προσπαθώ να τον τρελάνω. Αλλάζω διαρκώς εξωτερική εμφάνιση – μπας και τον μπερδέψω σε περίπτωση που με αναζητήσει ξανά – κι όσο για τους πόνους, απλά τους αγνοώ.

Έτσι, την περασμένη Κυριακή, φόρεσα τα αθλητικά μου και κατευθύνθηκα προς το Μουσείο στο κέντρο της πόλης για να ενωθώ με άλλους ομοιοπαθείς, επιβιώσαντες μας λένε, και να περπατήσω μαζί τους για καλό σκοπό: για να ενισχύσουμε οικονομικά τους ανθρώπους στο Αντικαρκινικό Κέντρο Peter MacCallum που πασχίζουν καθημερινά για να βρουν θεραπείες και τρόπους αντιμετώπισης του καρκίνου. Σύνθημά μας «Ας ενωθούμε για να πολεμήσουμε τον καρκίνο».

Διάλεξα τη μικρή διαδρομή των επτά χιλιομέτρων. Μετά από τόσο καιρό στην ακινησία, δεν ήμουν για πολλά. Όταν έφτασα στο προαύλιο του Μουσείου που ήταν και το σημείο συγκέντρωσης, τα ‘χασα. Εκατοντάδες άνθρωποι κάθε ηλικίας, άλλοι με ποδήλατα και άλλοι πεζοί έτοιμοι στο σημείο εκκίνησης, φορώντας το πιο πλατύ τους χαμόγελο και γεμάτοι ζωή.

Από το μικρόφωνο μας ενθάρρυνε διαρκώς η φωνή της συντονίστριας. Ξεκινήσαμε… Δίπλα μου όπως πάντα, ο φύλακας άγγελός μου, ο Δημήτρης, ο άντρας μου. Τα πρώτα μέτρα τα διανύσαμε σιωπηλοί. Ύστερα άρχισαν οι πλάκες με τους συνοδοιπόρους μας σε έναν ιδιαίτερο κώδικα που μόνο εμείς που είχαμε συναντηθεί με τον «Μεγάλο» μπορούσαμε να καταλάβουμε. Μοιάζαμε όλοι με χαρούμενη εκδρομή. Ο ανοιξιάτικος ήλιος μας έκλεινε το μάτι πονηρά κι η δροσιά του πρωινού μας φούσκωνε τα πνευμόνια. Τόση ζωή, πού να σου αφήσει περιθώρια για άλλες σκέψεις.

Στα μισά της διαδρομής περάσαμε έξω από το επιβλητικό κτίριο του νοσοκομείου Peter Mac. Η καρδιά μου λύγισε. Τα μάτια μου βούρκωσαν. Τους τελευταίους δεκαοχτώ μήνες μπήκα και βγήκα από αυτήν την πόρτα άλλοτε φοβισμένη, άλλοτε πονεμένη, άλλοτε όρθια κι άλλοτε σκυμμένη. Εκεί μπήκα άλλη και βγήκα άλλη. Εκεί οι φόβοι και οι ελπίδες μου. Εκεί οι άνθρωποι που τους εμπιστεύτηκα την ύπαρξή μου κι εκείνοι με φρόντισαν και με πέρασαν ξανά στη ζωή, με τόση στοργή κι αγάπη που έγιναν πια η δεύτερη οικογένειά μου. Τώρα περνούσα απέξω κι ένιωθα τέτοια ευγνωμοσύνη και συγκίνηση.

Στη γωνία του νοσοκομείου μας περίμενε μια ομάδα από τους ανθρώπους του που γιόρταζε το πέρασμά μας απευθύνοντάς μας τη φράση «Σε ευχαριστώ». Τους κοίταξα με απορία και με δάκρυα στα μάτια τους απάντησα: «Εγώ σε ευχαριστώ». Σε ευχαριστώ που μου κράτησες το χέρι στα δύσκολα, που περίμενες δίπλα μου μέχρι να τελειώσει το φάρμακο της χημειοθεραπείας, που έκανες υπομονή στα ξεσπάσματά μου, που με έκανες να νιώθω σημαντική και ιδιαίτερη σε κάθε φάση της διαδικασίας, που δεν το έβαλες κάτω ακόμα κι όταν εγώ δεν ήθελα να συνεχίσω, που ακόμα με προσέχεις…

Περάσαμε το νοσοκομείο κι ένα δεύτερο κύμα σιωπής κάλυψε τη συνέχεια της διαδρομής μας. Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα πως δεν βλέπω καλά. Τα μάτια μου θόλωναν δάκρυα που κυλούσαν ασταμάτητα στο πρόσωπό μου. Πάλι είχε ξεφύγει το μυαλό κατά την προσφιλή του συνήθεια.

Αυτή τη φορά με είχε πάει πίσω στις μέρες μετά την πρώτη χημειοθεραπεία. Ήταν το τρίτο εικοσιτετράωρο που με χτύπησαν οι παρενέργειες. Πήγα να σηκωθώ από το κρεβάτι κι όλα γύριζαν, το μυαλό μου ήταν κενό, τα άκρα μου παραλυμένα. Δεν ήξερα τι μου συμβαίνει. Ενστικτωδώς, ντύθηκα – φόρεσα την ίδια φόρμα που φορούσα και τώρα – έδεσα τα αθλητικά μου και βγήκα έξω να περπατήσω, όπως μου άρεσε τόσο πολύ να κάνω.

Βάδιζα και πήγαινα σαν μεθυσμένη πότε από τη μια και πότε από την άλλη. Σε κάθε βήμα η ανάσα μου κοβόταν λες και είχα τρέξει χιλιόμετρα. Νόμιζα πως θα λιποθυμήσω. Πανικός με κυρίευσε και αισθανόμουν ότι χάνω το μυαλό μου. Ήθελα να καθαρίσω το σώμα μου από αυτό το δηλητήριο που με έκανε τόσο χάλια.

Έσφιξα τα δόντια, έπνιξα το φόβο και συνέχισα να περπατάω. Το αεράκι που μου χάιδευε το πρόσωπο έμοιαζε σαν δυνατό χαστούκι. Μόνο που δεν ήξερα ποιος με χτυπούσε και γιατί. Ήταν η ζωή που μου φώναζε να κρατηθώ, ήταν ο θάνατος που με καλούσε, δεν ξέρω, δεν μπορούσα να διακρίνω.

Μόνο συνέχιζα να περπατώ, να τρεκλίζω πιο σωστά. Και τότε ήταν που έδωσα την υπόσχεση στον εαυτό μου μόλις συνέλθω, μόλις αναλάβω έστω και λίγο τις δυνάμεις μου, να περπατήσω αγωνιζόμενη για καλύτερες και πιο αποτελεσματικές θεραπείες, για ένα αύριο χωρίς τη «μεγάλη αρρώστια».

Και το κατάφερα, φίλοι μου, το κατάφερα! Την Κυριακή, όταν πέρασα το σημείο τερματισμού και ύψωσα το χέρι, δεν πανηγύριζα τη νίκη μου κατά του καρκίνου.

Πανηγύριζα την υπόσχεση που έδωσα πριν από δεκαοχτώ μήνες στο άδειο μου κουφάρι και που κατάφερα να κρατήσω. Πανηγύριζα την στιγμή μου. Γιατί η ζωή μου πλέον είναι μόνο στιγμές, μικρές ή μεγάλες, δεν έχει σημασία. Το αύριο φαντάζει τόσο μακρινό σε αντίθεση με το τώρα και αυτό είναι τόσο λυτρωτικό.