Η Νιγηρία των παιδικών μου χρόνων

Η Ίριδα Παπαθανασίου θυμάται τη Νιγηρία όπου μεγάλωσε. Από τα δώδεκα και μετά, η ζωή της συνεχίζεται στην Κένυα, την Αγγλία και την Ελλάδα, μέχρι να εγκατασταθεί στη Μελβούρνη το 2013.

Όλα φαντάζουν έντονα στο τροπικό τοπίο της Νιγηρίας. Τα δυνατά στοιχεία της φύσης, ο απέραντος ωκεανός, οι ξαφνικές και δυνατές μπόρες, το κόκκινο χώμα της γης, η σκόνη της ερήμου, ο καυτός ήλιος… Όλα αντανακλούν και καθρεφτίζονται στη φύση του λαού αυτής της πανέμορφης χώρας. Ακούγεται στο αυθόρμητο γέλιο τους, στα πολύχρωμα και εντυπωσιακά τους ρούχα, στα ευφάνταστα χτενίσματά τους, στα κοσμήματα και στη δυναμική τους τέχνη.

Σε μια χώρα σαν αυτή, η μαγεία είναι ακόμη ζωντανή. Οι θεοί που προϋπήρχαν, τα πνεύματα των προγόνων τους συνυπάρχουν με τις νέες θρησκείες που αφομοίωσαν, εντείνοντας τις αντιφάσεις, την πολυπλοκότητα και το βάθος αυτού που θα ονομάζαμε «ψυχή» ενός λαού.

Στο πρώτο σπίτι μας στο Λάγκος

Αν με ρωτήσει κανείς τί θυμάμαι από τη Νιγηρία των παιδικών μου χρόνων, η πρώτη ανάμνηση είναι η μυρωδιά από τα ώριμα μάνγκο στο Abba, το γκαρύ, ένα παραδοσιακό φαγητό από yam που συνοδεύεται από καυτερές πιπεράτες σάλτσες, τα έντονα χρώματα των λουλουδιών, οι λιβελούλες, το καθημερινό χάος στους δρόμους, αλλά κυρίως ο ωκεανός, η απέραντη παραλία με τα τεράστια κύματα που έσκαγαν σκορπώντας αλμυρές σταγόνες στο παιδικό μου πρόσωπο.

Ένα παιδικό πάρτι τη δεκαετία του ’80

Γεννήθηκα σ’ ένα μικρό ιεραποστολικό νοσοκομείο στην πόλη Αμπεοκούτα, το 1974. Η γιατρός που με ξεγέννησε ήταν μία Γερμανίδα καλόγρια, η οποία και τιμήθηκε από τους ντόπιους με τον τίτλο «Chief», για το πλήθος γεννήσεων που είχε διεκπεραιώσει. Την ώρα που γεννιόμουν, η μητέρα μου έλεγε, ότι άκουγε φωνές από το ψυχιατρείο που βρισκόταν δίπλα στο νοσοκομείο και το χωριό ήταν στο πόδι ψάχνοντας έναν ασθενή που το έσκασε. Ο πατέρας μου Έλληνας και η μητέρα από την Ουγγαρία, ήταν γείτονες στο Λάγκος όταν γνωρίστηκαν. Η πρώτη μου γλώσσα ήταν το Πίτζιν, μία διάλεκτο της αγγλικής που είναι και η βασική γλώσσα επικοινωνίας σε μια χώρα με περισσότερες από 250 φυλές και 500 διαφορετικές γλώσσες.

Από τις πρώτες εικόνες που έχω από εκείνην την εποχή, είναι με την αδερφή μου, στα ποδήλατα να επισκεπτόμαστε τους ντόπιους τα απογεύματα, την ώρα που ανάβανε τις φωτιές έξω από τα σπίτια τους για να μαγειρέψουν. Ήταν ευγενικοί και καλόκαρδοι, ιδίως στα παιδιά. Εκεί δοκίμασα πρώτη φορά γκαρύ και pepper soup, γεύσεις που ακόμα και σήμερα ξυπνάνε μέσα μου μια γλυκιά νοσταλγία για εκείνα τα χρόνια.

 

Παιδιά απολαμβάνουν τον αέρα και τα κύματα

Όταν ξεκίνησα την πρώτη δημοτικού, μετακομίσαμε στα διαμερίσματα της ελληνο-βρετανικής εταιρείας όπου εργαζόταν ο πατέρας μου, για να είμαστε και πιο κοντά στο Ελληνικό σχολείο. Ένα διθέσιο σχολείο με μία ορθόδοξη εκκλησία στο προαύλιο. Ξεκινήσαμε οχτώ παιδιά στην πρώτη τάξη αλλά μέχρι την έκτη είχαμε μείνει μόνο δύο. Στο σχολείο και στο σπίτι παίζαμε με τα ίδια παιδιά, μεγαλώναμε σαν οικογένεια, ο ένας μέσα στo σπίτι του άλλου, στον τεράστιο κήπο μας, στις γιορτές μαζί και στα γλέντια. Θυμάμαι τα αξέχαστα πάρτι των γονιών μας, κι εμείς να κρυφοκοιτάμε και να γελάμε πίσω από μισάνοιχτες πόρτες.

Αθώα χρόνια θα έλεγε κανείς, προστατευμένοι καθώς ζούσαμε χωρίς να καταλαβαίνουμε πολλά από τα όσα συνέβαιναν στο λαό γύρω μας. Οι διαδρομές μας προγραμματισμένες στο σχολείο, σε γειτονικά σπίτια, στη θάλασσα. Οι ντόπιοι δεν είχαν ακόμα συνέλθει από τον τρομερό εμφύλιο που έληξε το 1970 ενώ το 1983 επιβλήθηκε στρατιωτικό καθεστώς στη χώρα. Τα γνωστά check-points που ξεκίνησαν τότε έγιναν μέρος της ζωής μας. Στρατιώτες οπλισμένοι μας σταματάγανε κάθε τόσο για έλεγχο. Το πορτ παγκάζ μας ήταν πάντα γεμάτο με προϊόντα που προσφέραμε για ένα πιο ομαλό πέρασμα από αυτούς τους ελέγχους. Φρούτα, σαπούνια, ρύζι, συνήθως βοηθούσαν την όλη διαδικασία.

Δυο κοπέλες απολαμβάνουν το πρωινό δίπλα στη λιμνοθάλασσα

Ένα συμβάν χαράχθηκε στη μνήμη μου και στοίχειωνε για πολύ καιρό τους εφιάλτες μου. Μια μέρα, στο δρόμο για το σχολείο σταματήσαμε μπροστά από ένα οργισμένο πλήθος που ετοίμαζε να κάψει ζωντανό έναν κλέφτη που πιάστηκε επ’ αυτοφώρο. Εάν δεν προλάβαινε η αστυνομία να έρθει, ο λαός έπαιρνε τη δικαιοσύνη στα χέρια του. Η υστερία του κόσμου τότε ήταν τρομακτική, λες και για όλα τα δεινά της ζωής τους θα πλήρωνε αυτός ο ένας άνθρωπος.

Πολύχρωμα ρούχα ταιριάζουν στα έντονα χρώματα της φύσης

Δεν ήταν λίγες και οι φορές που ακούγαμε για ένοπλες ληστείες μέσα σε σπίτια γνωστών μας. Οι άνθρωποι της Νιγηρίας όμως, δεν ήταν γενικότερα βίαιοι.
Κάθε Κυριακή πηγαίναμε εκδρομή στη θάλασσα. Ήταν η μόνη μέρα που στους δρόμους έβλεπες ελάχιστα αυτοκίνητα. Ο κόσμος πήγαινε περπατώντας στις εκκλησίες της γειτονιάς. Οικογένειες ντυμένες στις πολύχρωμες παραδοσιακές φορεσιές πλημμύριζαν τα πεζοδρόμια.

Το Μπαντάγκρι ήταν η παραλία όπου πηγαίναμε τότε και συναντιόμασταν με άλλους φίλους σε μια μεγάλη ευάερη καλύβα. Τα τραπέζια γέμιζαν με φαγητά, οι μεγάλοι παίζανε βόλεϊ ή χαρτιά, ενώ τα πιτσιρίκια κυνηγάγαμε καβούρια, πηδάγαμε μέσα στους αμμόλοφους, φτιάχναμε καλύβια από τα μεγάλα φύλλα των φοινικόδεντρων. Πλανέμποροι περνάγανε φορτωμένοι με θησαυρούς, κοσμήματα, υφάσματα, καλάθια και ευφάνταστα ξύλινα έργα τέχνης. Καμιά φορά έβγαζαν μια κόμπρα από το καλάθι τους, και υπνωτισμένα παρακολουθούσαμε τον τεντωμένο χορό του φιδιού προς τη φλογέρα. Η παραλία χανόταν στον ορίζοντα. Δεν έβλεπες ούτε αρχή ούτε τέλος. Αν το κύμα ήταν χαμηλό, έβγαιναν οι ψαράδες του χωριού στη θάλασσα με τα ξύλινα κανό και γυρνάγανε φορτωμένοι με ψάρια.
Σήμερα ξέρω ότι το Μπαντάγκρι ήταν ένα από τα βασικότερα λιμάνια απ’ όπου διεξαγόταν το δουλεμπόριο. Σε αυτή την όμορφη χώρα κάθε γωνιά ακόμα θυμίζει τα αδικήματα, την τραγωδία που έζησε αυτός ο κόσμος. Όπως είπε και ο Ben Okri «Ίσως η μεγαλύτερη αδυναμία μας ως λαός είναι ότι είμαστε τόσο ανθεκτικοί».

Παρά τη γενικότερη φτώχεια, τις δυσκολίες και τις τριτοκοσμικές υποδομές, οι άνθρωποι ήταν από τη φύση τους αισιόδοξοι. Τους θυμάμαι στις αγορές, να κουβαλάνε στο κεφάλι το καλάθι με την πραμάτεια τους, μανάδες με τα μωρά να κοιμούνται τυλιγμένα γύρω από τη μέση τους και αυτές να παζαρεύουν, να γελάνε, ετοιμόλογες και έξυπνες.
Φύγαμε από τη Νιγηρία όταν ήμουν 12 χρονών, αλλά η σχέση μου μαζί της κρατάει μέχρι σήμερα. Τις επόμενες δεκαετίες την επισκέφθηκα σποραδικά. Μεγαλώνοντας διάβαζα συστηματικά τους σπουδαίους συγγραφείς της. Οι Chinua Achebe, Ben Okri, Wole Soyinka, και οι πιο σύγχρονοι όπως οι Helen Oyeyemi, Chimamanda Ngozi Adichie μου δείχνουν συνεχώς νέες πτυχές της χώρας και της ιστορίας της, ενώ στις περιγραφές τους, ξαναζώ εικόνες και καταστάσεις της παιδικής μου ηλικίας.

Δάση από φοινικόδεντρα καλύπτουν τα παραλιακά χωριά της Νιγηρίας

Σήμερα, όταν περπατώ στους δρόμους της Μελβούρνης, χαίρομαι όταν αναγνωρίζω τους «συμπατριώτες» μου. Ψιλοί και αδύνατοι συνήθως, περπατάνε περήφανα, και αν τους καλημερίσεις θα σου χαρίσουν ένα χαμόγελο που αστράφτει.