Άλλη μια 28η Οκτωβρίου πέρασε και για μια ακόμη φορά τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης κατακλύστηκαν από μηνύματα και σχόλια που έσφυζαν εθνικής υπερηφάνειας.
Για μερικά εικοσιτετράωρα επιδοθήκαμε όλοι στον διαδικτυακό διαγωνισμό για την κατάκτηση του τίτλου του «περισσότερο» Έλληνα, αναρτώντας συγκλονιστικές εικόνες και σχόλια που διαφήμιζαν τον πατριωτισμό μας.
Μέσα σε όλο αυτό το «πατριωτικό» παραλήρημα, δυστυχώς συχνά γινόμαστε μάρτυρες της κατακρεούργησης συνανθρώπων μας και ιδιαίτερα παιδιών, που το μόνο που κάνουν λάθος αυτές τις ημέρες είναι να παρελαύνουν με τους συμμαθητές τους, κρατώντας ή μη τη σημαία, εκπροσωπώντας το σχολείο που φοιτούν και τη χώρα τους, την Ελλάδα.
Στις 28 Οκτωβρίου γιορτάζουμε το «ΟΧΙ» των Ελλήνων στο Ναζισμό, στο ρατσισμό και στο φασισμό. Οι πρόγονοί μας θυσιάστηκαν με το χαμόγελο στα χείλη για έναν κόσμο συμφιλιωμένο, χωρίς «ανώτερες» φυλές και άλλες διακρίσεις.
Ογδόντα χρόνια μετά, οι απόγονοί τους, εμείς οι Έλληνες τρέχουμε στις παρελάσεις γεμάτοι δέος και συγκίνηση, όχι για να καμαρώσουμε τα ελπιδοφόρα νιάτα της πατρίδας μας, ούτε για να αποτίσουμε φόρο τιμής στους ένδοξους προγόνους μας, αλλά για να εντοπίσουμε τις «κηλίδες» στο γαλανόλευκο φόντο του υποκριτικού εθνικιστικού μας παραληρήματος που κορυφώνεται κάθε χρόνο στις δύο εθνικές επετείους.
Μπαίνουμε, λοιπόν, στην πρώτη γραμμή για να δούμε ποιο σχολείο «παρατύπησε» κι αυτή τη χρονιά βάζοντας ως σημαιοφόρο μαθητή ή μαθήτρια που δεν φέρει τα «εθνικά» μας χρώματα. Και με τι άγρια χαρά αναρτούμε μετά τις φωτογραφίες αυτών των Ελληνόπουλων συνοδευόμενες από κινδυνολογικά σχόλια του τύπου «πού πάει αυτή η χώρα;», «να γιατί η Ελλάδα πάει κατά διαόλου», «τι θέλουν οι μαύροι με τη σημαία μας;» και άλλα τέτοια.
Πόσο μεγάλο βάρος για να σηκώσει στους ώμους του ένα παιδί… Κι όμως, με πόση ευκολία του το φορτώνουμε εμείς για να το σηκώσει, εμείς που με κάθε ευκαιρία περηφανευόμαστε ότι καταγόμαστε από τη χώρα όπου γεννήθηκε ο πολιτισμός, η παιδεία, η δημοκρατία, και οι επιστήμες.
Και είναι απορίας άξιον πώς εμείς που γράφαμε ιστορία όταν οι άλλοι «ήταν ακόμη στα δέντρα», ξεχνάμε διαμιάς την ευγενική μας καταγωγή και την παιδεία μας και ορμάμε σαν τα αγριότερα αρπαχτικά για να ξεσκίσουμε ένα παιδί που δεν ταιριάζει στα «στάνταρτ» μας και χαλάει την εθνικιστική μας σούπα.
Κι όταν τελειώσει το «ανθρωποφαγοπότι» τότε αλλάζουμε θέση στον καναπέ μας και συνεχίζουμε να γράφουμε «ιστορία» στο Facebook και στα άλλα μέσα ήσυχοι πως κάναμε το καθήκον μας και προστατέψαμε την πατρίδα και σε αυτή την επέτειο.
Με αυτές τις συμπεριφορές αναπόφευκτα αναρωτιέται κανείς, τι ακριβώς γιορτάζουμε την 28η Οκτωβρίου. Ποια νίκη επί του φασισμού και του ρατσισμού, όταν απορρίπτουμε τα Ελληνόπουλα που προέρχονται από μικτούς γάμους γιατί δεν τηρούν τις «εθνικές προδιαγραφές» που, παρεμπιπτόντως, ποιος τις έχει καθορίσει και πότε;
Ο Έλληνας δεν μετριέται από το ανάστημα, το χρώμα, το όνομα και κυρίως από τον αριθμό των «like» στο διαδίκτυο. Και οι Θερμοπύλες δεν φυλάσσονται από τον καναπέ του σπιτιού εμπρός σε μια οθόνη, γράφοντας και μάλιστα συχνά παραποιώντας την ιστορία μας.
Η Ελλάδα την οποία εκπροσωπούσαν κι έπεσαν γι’ αυτήν, μαχόμενοι ηρωικά οι πρόγονοί μας, είναι η Ελλάδα των «μεγάλων μυαλών», των ταλαντούχων αθλητών και των καλλιτεχνών που διαπρέπουν σε ολόκληρο των κόσμο.
Είναι η Ελλάδα της ομογένειας που κρατά ζωντανή τη γλώσσα, την ιστορία, την παράδοση και τον πολιτισμό μας μεταδίδοντας την αγάπη και το πάθος γι’ αυτήν και στους άλλους λαούς.
Πώς είναι δυνατόν, λοιπόν, να πει κανείς στον Ομογενή ότι δεν είναι Έλληνας ή ότι είναι «λιγότερο» Έλληνας επειδή δεν κατοικεί στην Ελλάδα ή επειδή μπορεί να προέρχεται από μικτό γάμο;
Αυτή την απορία εξέφρασε κι ένας συμπάροικός μας, παππούς ενός γλυκύτατου τρίχρονου κοριτσιού που έχει μπαμπά με καταγωγή από την Αφρική, με ανάρτησή του σε σελίδα ομάδας ομογενών στο Facebook.
«Αυτή είναι η εγγονή μου, που έχει πατέρα από την Αφρική και ζει μαζί μας. Της μιλάμε ελληνικά και τη μεγαλώνουμε ως Ελληνοαυστραλή. Όταν μεγαλώσει και πάει στο ελληνικό σχολείο, θα υπάρξει κανείς που θα την εμποδίσει να κρατήσει την ελληνική σημαία;», αναρωτιέται ο περήφανος παππούς, βάζοντας το χέρι επί τον τύπον των ήλων και ξεσηκώνοντας θύελλα σχολίων.
Μέσα σε λίγα λεπτά, δεκάδες φωτογραφίες παιδιών ομογενών από μικτούς γάμους κατέκλυσαν το πεδίο καταχώρισης σχολίων της συγκεκριμένης ανάρτησης, με μητέρες και πατέρες να εξηγούν με περηφάνια πως τα παιδιά τους είναι περήφανα Ελληνόπουλα, είτε ο ένας γονιός τους προέρχεται από την Αφρική, είτε από τον Άγιο Μαυρίκιο, είτε από τη Ζιμπάμπουε, είτε από τα Νησιά Κουκ.
«Στις φλέβες της κυλάει αίμα ελληνικό, είναι Ελληνίδα όπως κάθε ένας από εμάς. Το χρώμα του δέρματός της δεν έχει να κάνει και θα έπρεπε να μπορεί να κρατήσει τη σημαία γεμάτη περηφάνια», απάντησε στον αγανακτισμένο παππού κάποιο μέλος της ομάδας.
«Ο εγγονός μου έχει καταγωγή από Ελλάδα και από τον Άγιο Μαυρίκιο από την πλευρά του μπαμπά του. Ο μπαμπάς του ξέρει και του λέει τραγουδάκια από τα Ζουζούνια. Και οι δυο γονείς του είναι περήφανοι για την καταγωγή τους», σχολίασε μια άλλη ομογενής γιαγιά.
Η ομογενής Αθηνά Τσεκίνη, της οποίας ο σύζυγός είναι από την Ζιμπάμπουε, ανήρτησε μια φωτογραφία του 17 μηνών γιου της, Ανδρέα Δημήτρη Σιμάμπα ντυμένου τσολιά.
«Αυτό που αγαπώ στους Έλληνες είναι το «φιλότιμο», κάτι που θέλω να ενσταλάξω στο γιο μου, όπως το έκαναν και οι δικοί μου σε μένα. Το χρώμα του δέρματός μας σε καμιά περίπτωση δεν καθορίζει την αγάπη μας για την κληρονομιά μας. Ο γιος μου έχει την ευλογία να συνδέεται με δύο πολύ πλούσιες κουλτούρες, κάτι που είμαι σίγουρη ότι θα σέβεται και θα τιμά σε όλη τη ζωή του», δήλωσε στο Νέο Κόσμο η περήφανη μητέρα.
Επικοινωνήσαμε με τον ομογενή παππού που ανέβασε τη φωτογραφία της τρίχρονης εγγονούλας του και μας είπε πως το έκανε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τα απαράδεκτα σχόλια που διάβασε στο διαδίκτυο με αφορμή την εικόνα της μαθήτριας με το σκουρόχρωμο δέρμα που ήταν σημαιοφόρος στην παρέλαση και περιφέρεται τα τελευταία χρόνια στο διαδίκτυο.
«Ποιος θα πει σε αυτά τα παιδιά ότι δεν αξίζουν να σηκώσουν τη σημαία, ότι είναι λιγότερο Έλληνες;», ρωτά ο στοργικός παππούς κι εγώ θα συμπληρώσω στο ερώτημά του: «ποιος είναι, άραγε, αυτός που κρατά τη ζυγαριά και ορίζει κάθε φορά την «ποσότητα» της «ελληνικότητας» του καθενός μας»;
Την απάντηση και πάλι τη δίνει ο ποιητής. Αυτός που δυστυχώς πάψαμε να διαβάζουμε, να ακούμε και να τραγουδάμε. Κλείνοντας ανορθόδοξα αυτό το άρθρο, σας παραθέτω ολόκληρο το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου με τον τίτλο «Και να αδερφέ μου» κι ελπίζω να καταλάβετε γιατί…
«Και να αδερφέ μου
που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα
δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε
ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια
που παίρνουνε το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές,
σ’ όλα τα χείλη,
έτσι να λέμε πια
τα σύκα σύκα
και τη σκάφη σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι
και να λένε:
“Τέτοια ποιήματα
σου φτιάχνω εκατό την ώρα”.
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε
για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο.
Εμείς τραγουδάμε
για να σμίξουμε τον κόσμο.»