Δεν ξεχνιούνται. Και δικαίως δεν ξεχνιούνται, αφού εδώ και χρόνια τα θρυλικά αυτά σημειώματα της Ελληνίδας μάνας που μετανάστευσε στην Αυστραλία χωρίς να ξέρει «λέξη» αγγλικά έχουν βάλει από μόνα τους μια ακόμα πινελιά στην ιδιαιτερότητα κάθε ελληνικής οικογένειας μεταναστών.

«Τι σημαίνουν για εμένα αυτά τα σημειώματα; Μάλλον τα πάντα, τον κόσμο ολόκληρο» λέει στον «Νέο Κόσμο» η 56χρονη ομογενής Ελένη Beagle, οι γονείς της οποίας μετανάστευσαν στην Αυστραλία την δεκαετία του 1950 χωρίς να μιλούν ούτε μία αγγλική λέξη.

«Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή, συνήθιζα να λέω στους φίλους μου ότι η μητέρα μου μιλούσε τη δική της γλώσσα. Ευτυχώς για μένα, πήγα στο ελληνικό σχολείο και μπορούσα να καταλάβω τα γραπτά της, αλλά ομολογώ ότι υπήρξαν φορές που έκανα απεγνωσμένες προσπάθειες να αποκρυπτογραφήσω τι ακριβώς εννοούσε με όσα μου έγραφε. Είχε γίνει κατά κάποιον τρόπο ένα χαριτωμένο οικογενειακό παιχνίδι μεταξύ μας το οποίο απολαμβάναμε και οι δύο» θυμάται η Ελένη, η μητέρα της οποίας προερχόταν από μια εύπορη ελληνική οικογένεια που είχε εγκαταλείψει την Ελλάδα και εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.

Μετά την ενηλικίωσή της, το 1960, η μητέρα της Ελένης, μοδίστρα στο επάγγελμα, αποφάσισε να φύγει από την Αίγυπτο και να αναζητήσει μια άλλη τύχη στην Αυστραλία.

Παρά το γεγονός ότι η νεαρή μοδίστρα μιλούσε ελληνικά και ιταλικά, τα οποία έμαθε από τις άλλες νεαρές κοπέλες που έραβαν μαζί της, η ίδια δεν ενδιαφέρθηκε ποτέ να μάθει Αγγλικά, ούτε μετά την γέννηση των παιδιών της.

«Μετά την γέννηση μου, η μητέρα μου δικαιολογούσε την άρνηση της να μάθει αγγλικά, υποστηρίζοντας πως εφόσον είχαμε εγκατασταθεί σε μια «ελληνική» συνοικία, ο περίγυρος της ήταν σχεδόν αποκλειστικά ελληνικής καταγωγής, από τον μανάβη, έως τον χασάπη, και φυσικά τους λιγοστούς φίλους και τον οικογενειακό περίγυρο οπότε δεν έβρισκε λόγο να μάθει την γλώσσα, κάτι που ακόμα και σήμερα στα 80 της χρόνια εξακολουθεί να πιστεύει» λέει η Ελένη η οποία αποκαλύπτει πως πολλές φορές είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό να ακούει την πλέον 80χρονη μητέρα της να προσπαθεί να επικοινωνήσει με τα εγγόνια της σε σπαστά αγγλικά προκαλώντας το γέλιο και τα πειράγματα τελευταίων που λατρεύουν όσο τίποτα άλλο να την πειράζουν για τις λέξεις που χρησιμοποιεί και την προφορά της.

Σε αντίθεση με τη μητέρα της, ο πατέρας της Ελένης, προερχόμενος από φτωχή πολύτεκνη οικογένεια της Κορίνθου, και ο μεγαλύτερος από τα αδέλφια του, εγκατέλειψε την Ελλάδα αναζητώντας ένα καλύτερο μέλλον για τον ίδιο και την οικογένεια του στην ξενιτιά της Αυστραλίας.

Ο νεαρός άνδρας έφτασε στην Πολιτεία της Βικτώριας στις αρχές του 1950 και ξεκίνησε να εργάζεται σε ανθρακωρυχεία.

Μετά το τέλος της βάρδιας του, αποκαμωμένος προσπαθούσε να μάθει έστω λίγα αγγλικά αφού ήταν εμφανές για τον ίδιο πως αδυνατούσε να επικοινωνήσει με τους γύρω του, εντός και εκτός της εργασίας του και είχε πλήρη επίγνωση του γεγονότος πως για να επιβιώσει στην Αυστραλία θα έπρεπε να μάθει να μιλάει αγγλικά.

«Θυμάμαι μια φορά μου είπε μια ιστορία, ότι για να καταφέρει να αγοράσει λίγο μέλι έφτασε να μιμείται την μέλισσα που «πετάει και τσιμπάει» και ενώ σήμερα ενδεχομένως να μας φαίνεται αστείο και χαριτωμένο, εκείνη την εποχή δεν ήταν εύκολο να νιώθει ένας άνθρωπος τόσο ξένος και σε κάποιες περιπτώσεις «ανίκανος» να επικοινωνήσει σε μια χώρα που δεν υπήρξε πάντα τόσο φιλόξενη» λέει η Ελένη, σημειώνοντας ότι εκείνη την εποχή ήταν πολλές οι φορές που οι γονείς της ένιωσαν την ξενοφοβία των Αυστραλών και βίωσαν τον ρατσισμό απέναντί τους.

«Νιώθω ευλογημένη και είμαι ευγνώμων που γεννήθηκα στην Αυστραλία και μεγάλωσα σε μια ελληνική οικογένεια που μου δίδαξε την σημασία της καταγωγής μου και, συνάμα, είμαι περήφανη για τους προγόνους μου που χάρισαν όχι μόνο σε μένα αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη τα δώρα της δημοκρατίας, της φιλοσοφίας, της πολιτικής και των τεχνών.

«Όσο για τα υπέροχα αυτά μικρά σημειώματα, αν μπορούσα να γυρίσω το χρόνο πίσω, θα τα έκανα μια μεγάλη συλλογή να μου θυμίζουν τα παιδικά μου χρόνια και τους αγαπημένους μου γονείς.

«Είναι πραγματικά ένας πολύ χαριτωμένος νοσταλγικός θησαυρός» καταλήγει η Ελένη.