Στην αργία του Melbourne Cup σκέφτηκα πως ήταν μια καλή ευκαιρία να βρεθώ με κάποιους φίλους που είχα καιρό να δω και –γιατί όχι;– να απολαύσω έναν «γνήσιο» καφέ και να κάνω και καμιά γλυκιά παρασπονδία.
Έτσι ανηφόρισα σε μια από τις ελληνικές γειτονιές της παροικίας μας που όπως ήταν αναμενόμενο έσφυζε από κόσμο κάθε λογής. Μετά από ένα λουκούλλειο γεύμα με «πιτόγυρα», ήρθε η ώρα του φραπέ και του γλυκού. Τι το’ θελα…
Με το ζόρι βρήκαμε ένα τραπεζάκι μακριά από τη βαβούρα για να το ευχαριστηθούμε, βρε παιδί μου. Μόλις βολευτήκαμε έσπευσε να μας εξυπηρετήσει η σερβιτόρα η οποία ευγενέστατα μας ξεκαθάρισε τους κανονισμούς της ημέρας, πριν πάρει την παραγγελία μας. Κάτι σαν το «εξηγούμαστε για να μην παρεξηγούμαστε», δηλαδή.
Πάει καλά.
Ανάμεσα στα άλλα περί έξτρα χρεώσεων τα οποία μας ήταν γνωστά και τα αποδεχτήκαμε χωρίς πρόβλημα (Αυστραλία είναι εδώ) μας ενημέρωσε πως μπορεί να καθόμαστε στην περιοχή καπνιζόντων, ωστόσο τη συγκεκριμένη ώρα το κάπνισμα απαγορευόταν. Κατανοητό και αποδεκτό.
Αφού ολοκληρώθηκαν τα διαδικαστικά με ανυπομονησία δώσαμε την παραγγελία μας. Δεν μπορούσα να περιμένω για το λαχταριστό εκμέκ μου που όταν μετά από λίγο έφτασε στο τραπέζι με αποζημίωσε και με το παραπάνω οπτικά αλλά και γευστικά. «Θα το απολαύσω μέχρι την τελευταία κουταλιά» είπα από μέσα μου. Αμ, δε…
Σε λίγο εμφανίστηκε ένας σερβιτόρος που μοίραζε τασάκια στα τραπέζια. Πλησιάζει και το δικό μας, κοιτάει το γλυκό και λέει: «Α, δεν μπορώ να αφήσω τα τασάκια όσο υπάρχει το γλυκό στο τραπέζι». «Θα το πάρετε;», τον ρώτησα κι άρπαξα το πιατάκι γεμάτη τρόμο καθώς είχα προλάβει να φάω μόνο μία κουταλιά. «Όχι, βέβαια» με καθησυχάζει «αλλά όσο το γλυκό είναι στο τραπέζι κανείς δεν μπορεί να καπνίσει ούτε στα άλλα τραπέζια, καταλάβατε», συμπληρώνει και αρχίζει και πάλι να μαζεύει τα σταχτοδοχεία αφήνοντάς αμήχανη να αναρωτιέμαι τι πρέπει να κάνω. Να του δώσω το πιάτο με το γλυκό ή όχι;
Ο σερβιτόρος απομακρύνθηκε κι εγώ ξανάπιασα τη ζωηρή κουβέντα που είχα με την παρέα μου πριν μας διακόψει ο δίσκος με τα τασάκια, τσιμπώντας πού και πού από το θεσπέσιο εκμέκ μου.
Δεν θα είχαν περάσει δέκα λεπτά όταν μας διέκοψαν ξανά. Αυτή τη φορά ήταν η κυρία που μας είχε πάρει την παραγγελία αρχικά. «Με την ησυχία σας βλέπω το τρώτε το γλυκάκι, ε;» μου χαμογέλασε γλυκά κι εγώ έμεινα με την μπουκιά στο στόμα. «Το απολαμβάνω. Υπάρχει κάποιο πρόβλημα;» τη ρώτησα ανήσυχη. «Όχι, απλά δεν γίνεται να καπνίσουν όσοι βρίσκονται σε αυτά τα τραπέζια μέχρι να πάρω το πιάτο», μου εξήγησε επαναλαμβάνοντας το ποίημα του συναδέλφου της.
Η ιστορία δεν είχε πια πλάκα και άρχισε να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Δηλαδή, κάθισα για να φάω ένα γλυκό – που να μην το παράγγελνα– δέχτηκα να το μοσχοπληρώσω λόγω της ημέρας κι εν τούτοις από την ώρα που μου το σερβίρανε μου έβγαλαν το λάδι γιατί δεν το έτρωγα αρκετά γρήγορα.
Όπως ήταν φυσικό, αντέδρασα και είπα στη σερβιτόρα πως αυτό που έκανε κι αυτή κι ο συνάδελφός της δεν ήταν καθόλου ευγενικό και πως θα τελείωνα το εκμέκ μου στο δικό μου χρόνο. «Ας μου λέγατε πως δεν σερβίρετε γλυκά εδώ ή πως υπάρχει μέγιστο όριο χρόνου κατανάλωσης των ροφημάτων και των εδεσμάτων» της είπα εκνευρισμένη αλλά δεν φάνηκε να συμμερίζεται το πικρόχολο χιούμορ μου.
Αντίθετα, την είδα να κατευθύνεται στο διπλανό τραπέζι όπου μόλις είχαν καθίσει δύο κοπέλες και άρχισε να τους εξηγεί πως δεν μπορούσαν να καπνίσουν, γιατί λέτε; Επειδή εγώ ακόμη έτρωγα το εκμέκ. Τέλεια. Μόλις είχα γίνει το πιο μισητό πρόσωπο της καφετέριας.
«Το κάνουν γιατί φοβούνται το πρόστιμο, εδώ δεν είναι Ελλάδα», μου λέει με ύφος εκατό καρδιναλίων ένας κύριος από δίπλα και το εκτός θέματος σχόλιό του μου επιβεβαίωσε πως ή έπρεπε να μπουκωθώ το γλυκό ή να σηκωθώ να φύγω επιτέλους για να μπει σε εφαρμογή το πρόγραμμα. Η ώρα πλησίαζε έξι, καθόμουν στη ζώνη των καπνιστών κι ΕΠΡΕΠΕ να μπουν τα τασάκια!
«Ποια ήμουν εγώ που θα χάλαγα τη νόρμα; Εδώ δεν είναι Ελλάδα…» συμφώνησα από μέσα μου. Ξαφνικά είχα χάσει κάθε διάθεση γι’ αυτό το εκμέκ που περίμενε υπομονετικά (το μόνο ίσως με αυτή την αρετή) να φαγωθεί μέσα στο πιατάκι μπροστά μου. Άρχισα να το αμφισβητώ κι αυτό. Το έσπρωξα στη μέση του τραπεζιού για να το φάει η παρέα. Έτσι κι έγινε.
Το εκμέκ τελικά βρήκε τον προορισμό του, ο σερβιτόρος που καραδοκούσε με το δίσκο φορτωμένο τασάκια όρμησε, άρπαξε το πιατάκι με μανία μήπως και από καπρίτσιο ξαναεμφανιστεί το γλυκάκι και μοίρασε ανακουφισμένος την πραμάτεια του στα τραπέζια των καπνιστών.
Αυτό ήταν. Όλα είχαν επανέλθει στο ρυθμό τους. Όλα εκτός από τη διάθεσή μου. Ήμουν θυμωμένη και λυπημένη ταυτόχρονα. Γιατί με ένα σουβλάκι κι ένα εκμέκ πίστεψα πως θα μπορούσα να γευτώ την Ελλάδα. Την περιποίηση, το μεράκι και τη φιλοξενία του Έλληνα. «Ναι, σίγουρα, εδώ δεν είναι Ελλάδα», μουρμούρισα τακτοποιώντας το τασάκι επάνω στο τραπέζι.