Άσχημα τα μαντάτα για το εκπαιδευτικό σύστημα τόσο της Ελλάδας όσο και της Αυστραλίας καθώς οι χαμηλές επιδόσεις των μαθητών στο διαγωνισμό του προγράμματος PISA (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη) τους έφεραν στις τελευταίες θέσεις ανάμεσα στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Το Διεθνές Πρόγραμμα PISA για την Αξιολόγηση των Μαθητών είναι μία Εκπαιδευτική Έρευνα που διεξάγεται κάθε τρία χρόνια (από το 2000 έως σήμερα) και που υλοποιείται από διεθνή ερευνητικά ιδρύματα υπό την οργάνωση της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ και τη συνεργασία των συμμετεχουσών στην Έρευνα χωρών.

Κύριος στόχος του προγράμματος είναι η αξιολόγηση του εύρους των γνώσεων και των δεξιοτήτων των μαθητών που βρίσκονται στο τέλος της Υποχρεωτικής τους Εκπαίδευσης, βάσει των οποίων διαμορφώνεται, σε σημαντικό βαθμό, η ουσιαστική και ισότιμη συμμετοχή τους στις σύγχρονα δομημένες κοινωνίες.

Για την ποιοτική αξιολόγηση των στοιχείων του διαγωνισμού, ο PISA έχει ορίσει έξι επίπεδα εγγραμματισμού για τις δεξιότητες της κατανόησης κειμένου, των μαθηματικών και των φυσικών επιστημών που πρέπει να έχουν οι μαθητές ολοκληρώνοντας την υποχρεωτική εκπαίδευση, δηλαδή έως τα 16. Το πρώτο επίπεδο είναι το χαμηλότερο και το έκτο το υψηλότερο.

ΟΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Στα αποτελέσματα για το 2018 που δημοσιεύτηκαν την Τρίτη το βράδυ, φαίνεται ότι η βαθμολογία της Ελλάδας και στις τρεις δεξιότητες, υποχώρησε σε σχέση με το διαγωνισμό του 2015. Σύμφωνα με τα ποιοτικά στοιχεία του διαγωνισμού, το 2018 το 69% των Ελλήνων μαθητών βρίσκεται από το επίπεδο 2 και πάνω, ενώ το 2015 το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 72,7%. Άρα καταγράφεται μία ποιοτική υποχώρηση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών.

Πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα σε σύνολο 79 χωρών (μέλη του ΟΟΣΑ και μη):

– Στην κατανόηση κειμένου, δεξιότητα στην οποία εστίασε ο διαγωνισμός του 2018, οι Έλληνες μαθητές συγκέντρωσαν 457 μονάδες, «ρίχνοντας» την Ελλάδα κατά μία θέση από την 41η που ήταν το 2015 στην 42η. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι 487 βαθμοί.
– Στα μαθηματικά η Ελλάδα διατήρησε την 43η θέση που κατείχε από το 2015 συγκεντρώνοντας 451 βαθμούς όπως και η Κύπρος. Ο φετινός μέσος όρος του ΟΟΣΑ στα μαθηματικά είναι 489 βαθμοί.
– Στις φυσικές επιστήμες η Ελλάδα στο διαγωνισμό του 2018 συγκέντρωσε 452 βαθμούς και βρέθηκε στην 44η υποχωρώντας κατά μία θέση σε σχέση με το 2015. Ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ στο διαγωνισμό του 2018 ήταν 489 βαθμοί.

ΟΙ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΥΣΤΡΑΛΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ

Τα αποτελέσματα του PISA 2018, όμως, δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά και για τους Αυστραλούς 15χρονους καθώς αποκαλύπτουν ότι η πτώση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια στις επιδόσεις τους συνεχίζεται, με τους μέσους όρους των βαθμολογιών να κινούνται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και στις τρεις δεξιότητες.

Η πτώση στο πεδίο των μαθηματικών στην Αυστραλία έχει εξομοιωθεί με την απώλεια σχολικής φοίτησης άνω του ενός έτους από το 2003 (χρονιά κατά την οποία τα μαθηματικά εισήχθησαν προς αξιολόγηση για πρώτη φορά στο διαγωνισμό PISA) «ρίχνοντας» τη χώρα στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ για πρώτη φορά δίπλα στη Λετονία, την Ισλανδία, την Πορτογαλία, τη Ρωσία, την Ιταλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σλοβακία.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, οι Αυστραλοί φοιτητές είναι τώρα περισσότερο από 3½ χρόνια πίσω από τους συνομηλίκους τους από την Κίνα και τρία χρόνια πίσω από αυτούς στη Σιγκαπούρη.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η Αυστραλία, που κάποτε βρισκόταν ανάμεσα στα δέκα κορυφαία έθνη στα μαθηματικά, μέσα στην τριετία 2015 – 2018 υποχώρησε έξι θέσεις, «πέφτοντας» από την 23η στην 29η θέση αρκετά πίσω από τη Σουηδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Τσεχία και την Αυστρία, χώρες με τις οποίες κάποτε ήταν ισότιμη σε επιδόσεις.

Διεθνώς πάντως, οι μαθητές από τις μεγάλες περιοχές της Κίνας βρέθηκαν στις πρώτες θέσεις, ενώ από την Ευρώπη ξεχώρισε η Εσθονία.

ΩΡΑ ΓΙΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟ

Το Πρόγραμμα PISA συλλέγει πληροφορίες για τις επιδόσεις των 15χρονων συμμετεχόντων μαθητών και, την ίδια στιγμή, ανιχνεύει όψεις και δυνατότητες της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων των χωρών που λαμβάνουν μέρος στην αξιολόγηση. Κάθε συμμετέχουσα χώρα έχει, λοιπόν, τη δυνατότητα να αντλεί μέσω του Προγράμματος αυτού χρήσιμα στοιχεία για το εκπαιδευτικό της σύστημα, κατορθώνει να κατανοεί τα θετικά στοιχεία και τις αδυναμίες του εκπαιδευτικού της σχεδιασμού και, εντέλει, ανατροφοδοτείται σχετικά με το βαθμό αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού της έργου ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα τις πρακτικές Εκπαίδευσης και Αγωγής των άλλων συμμετεχουσών χωρών.

Συνεπώς, τόσο η Ελλάδα όσο και η Αυστραλία μετά τη δημοσίευση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού για το 2018 θα έχουν πολύ υλικό για προβληματισμό.

Ήδη ο Αυστραλός ομοσπονδιακός Υπουργός Παιδείας, Dan Tehan, χαρακτήρισε τα αποτελέσματα «απογοητευτικά» που «κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου». Σε μια έντονα διατυπωμένη δήλωση, παρότρυνε τις πολιτείες να παραμερίσουν τις πολιτικές διαφορές τους και να συμφωνήσουν να συνεργαστούν προς όφελος των Αυστραλών μαθητών.