Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι «σαν την πατρίδα δεν έχει πουθενά» και ότι παρά το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να μετανάστευσε «από ανάγκη» στην Αυστραλία μισό αιώνα πίσω, στην καρδιά, την ψυχή και το μυαλό του παραμένει Έλληνας.
Τι σημαίνει όμως να είναι κανείς Έλληνας και ποιος αποφασίζει για την ταυτότητά μας;
Ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος Ισοκράτης, είπε κάποτε ότι Έλληνας είναι «ο μετέχων της ελληνικής παιδείας». Αυτός δηλαδή που ασπάζεται τις ελληνικές αξίες.
Κι όμως αναρωτιέμαι…
Αν κάποιος έχει γεννηθεί στην Ελλάδα και έχει ζήσει τη μισή του ζωή εκεί και την άλλη μισή εδώ, τι θεωρείται; Έλληνας ή Αυστραλός;
Αν, από την άλλη, κάποιος αποφάσισε να μεταναστεύσει στην Αυστραλία τη δεκαετία του ’50 και έχει φτάσει να ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, μισό αιώνα δηλαδή στην ξενιτιά, τι θεωρείται; Έλληνας ή Αυστραλός; Ή μήπως Ελληνοαυστραλός;
Και, εντέλει, εκείνος που γεννιέται από Έλληνες γονείς στην Αυστραλία, και θεωρητικά είναι δεύτερης γενιάς Έλληνας, πρακτικά τι είναι; Έλληνας ή Αυστραλός;
Ενδεχομένως, κάποιος να πει ότι εγώ είμαι από τις «τυχερές».
Γεννήθηκα στην Ελλάδα από Έλληνες γονείς.
Μεγάλωσα εκεί. Πήγα σχολείο εκεί. Σπούδασα εκεί.
Μετανάστευσα στην Αυστραλία πριν 15 χρόνια.
Κυριολεκτικά μια σειρά γεγονότων με έφεραν εδώ.
Δεν την ήθελα την ξενιτιά. Δεν την ονειρεύτηκα. Δεν την επιδίωξα.
Μεταξύ μας, ακόμα δεν την θέλω.
Καθόλου.
Έμαθα όμως να την αγαπώ. Την Αυστραλία. Όχι την ξενιτιά.
Στην πραγματικότητα, δεν έχω καν αυστραλιανή υπηκοότητα.
Μιλάω άπταιστα Ελληνικά.
Μιλάω και άπταιστα Αγγλικά.
Μέχρι σήμερα για καλή μου τύχη, ή ίσως από αφέλεια ή συνειδητή άρνηση, δεν έχω ακόμα φτάσει στο σημείο να αμφισβητήσω την καταγωγή μου.
Ίσως γιατί και κανένας άλλος δεν έχει «τολμήσει» να αμφισβητήσει την καταγωγή μου.
Νιώθω Ελληνίδα. Και είμαι Ελληνίδα. Μόνο Ελληνίδα. Ξέρετε, από εκείνες τις περήφανες.
Είμαι όμως και μητέρα. Μητέρα δύο παιδιών που γεννήθηκαν στην Αυστραλία. Μεγαλώνουν στην Αυστραλία και, κατά πως φαίνεται, θα μείνουν στην Αυστραλία.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι. Τα παιδιά που μεγαλώνω τι είναι;
Έλληνες; Η Αυστραλοί;
Πριν από λίγες ημέρες η 11χρονη κόρη μου, με αφορμή ένα βραβείο που έλαβε για τις επιδόσεις της στην Ελληνική Γλώσσα με ρώτησε με όλη την αφέλεια και εξυπνάδα ενός 11χρονου κοριτσιού που έχει χιλιάδες αναπάντητα ερωτηματικά και ψάχνει απαντήσεις.
«Εγώ μαμά τι είμαι τελικά, Ελληνίδα ή Αυστραλή;»
Έχει περάσει σχεδόν ένας μήνα από τότε. Ακόμα δεν είμαι σίγουρη τι να της πω.
«Ό,τι σου λέει η καρδιά σου» της είπα εκείνη την ώρα και έτρεξα να κρυφτώ.
Στην Αυστραλία έχουμε Έλληνες που δεν μιλούν Ελληνικά.
Επίσης, έχουμε και Έλληνες που δεν καταλαβαίνουν Αγγλικά.
Ταυτόχρονα υπάρχουν και εκείνοι που για χιλιάδες λόγους από την ημέρα που έφυγαν, δεν έχουν πατήσει ποτέ ξανά το πόδι τους στην Ελλάδα.
Ίσως γιατί η πατρίδα τους πλήγωσε. Ή, ενδεχομένως, γιατί δεν νιώθουν πλέον πατρίδα τους την Ελλάδα. Δεν τους φρόντισε άλλωστε αυτή. Δεν τους ανάθρεψε αυτή.
Δεν τους «έζησε» αυτή.
Άλλοι πάλι παρά τη σκληρή δουλειά και θυσίες τόσων χρόνων εδώ στην ξενιτιά, δεν κατάφεραν ή δεν είχαν την δυνατότητα να επιστρέψουν στον τόπο τους. Και ας το θέλουν. Και ας το ονειρεύονται. Και ας το προσδοκούν.
Στην Αυστραλία σήμερα υπάρχουν Έλληνες που αγαπούν την Ελλάδα.
Υπάρχουν όμως και Ελληνοαυστραλοί που μεγάλωσαν να αγαπούν την Ελλάδα χωρίς απαραίτητα να ξέρουν τι θα πει Ελλάδα.
Ή μάλλον τι θα πει πραγματική Ελλάδα.
Δεν φταίνε αυτοί. Ή, τουλάχιστον, δεν φταίνε μόνο αυτοί.
Εδώ που τα λέμε, πού και πώς να γνωρίσουν τα παιδιά αυτά την πραγματική Ελλάδα;
Της μουσικής, της ποίησης, των Τεχνών και των Γραμμάτων που, για να λέμε και την αλήθεια, ουδεμία σχέση έχουν ή θέλουν να έχουν με την κοσμοπολίτικη Ελλάδα.
Ξέρετε, εκείνη της Μυκόνου. Και της Σαντορίνης.
Θα μου πείτε υπάρχουν και άλλοι –ευτυχώς αρκετοί– που και αγαπούν και γνωρίζουν την πραγματική Ελλάδα.
Θα σας πω ότι δεν είναι πολλοί. Αλλά, ναι, ίσως, είναι αρκετοί.
Την πρώτη φορά που επέστρεψα στην Ελλάδα αφότου έφυγα για την Αυστραλία, συνάντησα μια παλιά μου φίλη.
Της είπα ότι είναι δύσκολο να είναι κανείς σε ένα μέρος που δεν έχει παρελθόν.
«Και τι πειράζει;» μου απάντησε εκείνη.
«Αρκεί να έχεις μέλλον».
Εγώ παρ’ όλα αυτά, ακόμα βασανίζομαι.
Το ήθελα το παρελθόν μου. Το αγαπούσα.
Και την πατρίδα μου την αγαπούσα. Και ας έφυγα τόσο μακριά. Ακόμα την αγαπώ.
Και εξακολουθώ να βασανίζομαι.
Πόσοι από εμάς εδώ στην ξενιτιά είμαστε πραγματικοί Έλληνες;
Ποια τα κριτήρια που καθορίζουν τι τελικά είμαστε;
Η γλώσσα που δεν μιλάμε; Η ιστορία που δεν γνωρίζουμε; Ή τα μέρη όπου ποτέ δεν υπήρξαμε;
Οι γονείς μας είναι Έλληνες.
Πονάμε την Ελλάδα.
Αλλά αγαπάμε και την Αυστραλία.
«Είμαστε Έλληνες» θα μου πεις.
«Της Αυστραλίας» θα σου απαντήσω.
«Ναι, αλλά Έλληνες θα επιμείνεις.
Σωστά; Η μήπως όχι πια;