Ο Κώστας Kαρυωτάκης θεωρείται ως μια από τις πιο σημαντικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας. Γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896, και ήταν το δευτερότοκο παιδί του μηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη από τα Χανιά της Κρήτης, και της Αικατερίνης Σκάγιαννη από την Τρίπολη.
Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένειά του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Τα παιδικά του χρόνια ο Κ. Καρυωτάκης τα πέρασε στην Λευκάδα, στο Αργοστόλι, στην Λάρισα, στην Πάτρα, στην Καλαμάτα, στην Αθήνα και στα Χανιά, από όπου και αποφοίτησε από το Γυμνάσιο.
Έφηβος ακόμα δημοσίευσε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά, ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος του περιοδικού Διάπλασις των Παίδων.
Το 1914 ο Καρυωτάκης μετέβη στην Αθήνα για σπουδές στην Νομική Σχολή, και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Σύντομα όμως διαπίστωσε πως το επάγγελμα του δικηγόρου δεν συμβιβαζόταν με τα προσωπικά του ενδιαφέροντα, και ως εκ τούτου προτίμησε τη θέση δημοσίου υπαλλήλου.
Μετά την απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό για λόγους υγείας, ο Καρυωτάκης τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες. Την περίοδο εκείνη είχε πάρει την απόφαση να δραστηριοποιηθεί σε συνδικαλιστικές ενέργειες, και σε κάποια φάση δεν δίστασε να καταγγείλει με ένα πύρινο άρθρο του σε ελληνική εφημερίδα τις σκευωρίες της πολιτικής εξουσίας. Το αποτέλεσμα ήταν η δυσμένεια των προϊσταμένων του και οι συχνές μεταθέσεις του σε γραφεία διαφόρων πόλεων.
Σε μια από τις δημόσιες υπηρεσίες ο Καρυωτάκης είχε γνωρισθεί με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, με την οποία γρήγορα συνδέθηκε συναισθηματικά. Όταν η Πολυδούρη του πρότεινε να παντρευτούν, ο Καρυωτάκης αρνήθηκε, εξηγώντας ότι έπασχε από ανίατο αφροδίσιο νόσημα, το οποίο δεν ήθελε να της το μεταδώσει.
Το 1924 ταξίδεψε στην Γερμανία και στην Ιταλία. Δύο χρόνια αργότερα ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία μαζί με τον συνθέτη ξάδερφό του Θ.Δ. Καρυωτάκη, και μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα μετατέθηκε στο τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. Είχαν τότε ξεκινήσει οι μεθοδεύσεις των ανωτέρων του εναντίον του λόγω της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης.
Τον Φεβρουάριο του 1928 ο Καρυωτάκης αποσπάστηκε στην Πάτρα, και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο εκείνη αναδεικνύει την απόγνωσή του για την επαρχιακή ζωή.
Στις 21 Ιουλίου 1928 ο Καρυωτάκης αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα, και έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο.
Τα ακριβή αίτια της αυτοκτονίας του παραμένουν άγνωστα, ενώ στην τσέπη του σακακιού του βρέθηκε μια επιστολή, η οποία έγραφε τα εξής:
«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μού ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές (!!!), είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας». Κ.Γ.Κ.
Και για να αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου».
Στο σημείο της αυτοκτονίας του υπάρχει μια επιγραφή με τα ακόλουθα: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928 βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης».
ΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ
Το λογοτεχνικό έργο του Κώστα Καρυωτάκη απαρτίζεται από ποιήματα και πεζογραφήματα.
Α. Ποίηση
* Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων, 1919
* Νηπενθή, 1921
* Νεανικά Ποιήματα, 1919-1924
* Ελεγεία και Σάτιρες, 1927
* Τελευταία ποιήματα, 1928
Β. Πεζά έργα
Το καύκαλο, Η τελευταία, Ο κήπος της αχαριστίας, Ονειροπόλος, Τρεις μεγάλες χάρες, Φυγή, Το εγκώμιο της θαλάσσης, Κάθαρσις, Η ζωή του.
Δειγματοληπτικά, ακολουθούν τρία ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη.
ΓΡΑΦΙΑΣ
Οι ώρες μ’ εχλώμιασαν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχόρταγο τραπέζι.
Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμα γράφω.
Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς,
σα νά ‘χουν βγει σε τάφο.
Στα ακόλουθα δύο ποιήματα ο Καρυωτάκης δείχνει την προαίσθησή του ότι θα πέθαινε νέος.
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΤΑΞΙΔΙ
Καλό ταξίδι, αλαργινό καράβι μου, στου απείρου
και στης νυχτός την αγκαλιά, με τα χρυσά σου φώτα!
Νά ‘μουν στην πλώρη σου ήθελα, για να κοιτάζω γύρου
σε λιτανεία να περνούν τα ονείρατα τα πρώτα.
Η τρικυμία στο πέλαγος και στη ζωή να παύει,
μακριά μαζί σου φεύγοντας πέτρα να ρίχνω πίσω,
να μου λικνίζεις την αιώνια θλίψη μου, καράβι,
δίχως να ξέρω πού με πας και δίχως να γυρίσω!
ΤΙ ΝΕΟΙ ΠΟΥ ΦΤΑΣΑΜΕΝ ΕΔΩ…
Τι νέοι που φτάσαμε εδώ, στο έρμο νησί, στο χείλος
του κόσμου, δώθε απ’ τ’ όνειρο και κείθε απ’ τη γη!
Όταν απομακρύνθηκε ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.
Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ’ άρρωστο κορμί, που βάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.
Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ
νέοι, και μας άφησε εδώ, μια νύχτα, σ’ ένα βράχο,
το πλοίο που τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι νά ‘χουμε, τι νά ‘χω,
που σβήνουμε όλοι, φεύγουμε έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!
Τόσο προφητικό το ποίημα! Έτσι νέος, 32 ετών, έφυγε και ο ίδιος…