Θα ήθελα εξαρχής ν’ αναφερθώ σ’ ένα βιβλίο το οποίο είχα την τιμή να διαβάσω από έναν Ελληνο-Αμερικανό συγγραφέα με το όνομα Ιωάννης Μπούρας και τίτλο «Αι Εθνικαί Θερμοπύλαι» που εκδόθηκε το 1911 (US Library of Congress). Στο βιβλίο μεταξύ άλλων ο συγγραφέας, απευθυνόμενος προς τον Ελληνισμό της Αμερικής της πρώτης δεκαετίας του 20ου αιώνα, γράφει εν κατακλείδι:

«Μην ερίζετε δια τα κοινοτικά και μη διαιρείσθε διότι όπου ένωσις και συνεργασία εκεί δύναμις και πρόοδος και όπου διαίρεσις, εκεί διάλυσις και καταστροφή. Ιδρύετε Σχολεία, Σχολεία διαρκώς, όσα ημπορείτε. Αυτό το ετόνισα πολλάκις επί έτη… και δια τελευταίαν φοράν σας το υπενθυμίζω. Σώσατε τα παιδιά μας….»

Πόσο επίκαιρα μπορούν να θεωρηθούν τα γραφόμενα για κάθε Ελληνική παροικία σε όλα τα διαμερίσματα του κόσμου σήμερα; Ο Ελληνισμός έχει επείγουσα ανάγκη να συσπειρωθεί πίσω από τη γλώσσα και την παράδοσή του. Η Ελληνική γλώσσα εμπεριέχει το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας και του πολιτισμού των Ελλήνων.

Στη Βικτώρια ο αριθμός μαθητών που διδάσκονται την Ελληνική σε όλα τα σχολεία της πολιτείας είναι 5845 παιδιά σχολικής ηλικίας, σε 37 αναγνωρισμένα σχολεία, σύμφωνα με τα στοιχεία της Επιτροπής Κοινοτικών Σχολείων Αυστραλίας (Community Language Schools). Με μια απλή μαθηματική πράξη μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί ότι αναλογούν 487 παιδιά κατά μέσο όρο σε όλες τις τάξεις Ελληνικών σε όλη τη Βικτώρια. Πόσες εκατοντάδες χιλιάδες πολιτών ελληνικής καταγωγής ζουν στη Βικτώρια; Απ’ όλους αυτούς μόνον 5845 θεωρούν την Ελληνική ως άξια εκμάθησης; Επιτυχία θα ήταν αν ξεκινούσαν 487 μαθητές στην Α’ Δημοτικού και αποφοιτούσε ο ίδιος αριθμός από την ΣΤ’ Γυμνασίου (ή Γ’ Λυκείου) κάθε χρόνο. Όλοι όσοι παρακολουθούν ή βρίσκονται στην εκπαίδευση όμως γνωρίζουμε ότι ο αριθμός μαθητών δεν διαχωρίζεται έτσι. Στο Δημοτικό σχολείο ο αριθμός μαθητών είναι κατά πολύ μεγαλύτερος από αυτόν στις τάξεις του Γυμνασίου. Αποτέλεσμα να έχουμε περίπου 260 μαθητές σύνολο που συμμετέχουν στις εξετάσεις VCE ετησίως, με μια φθίνουσα πορεία, ενώ οι υπόλοιποι να φεύγουν από τα Ελληνικά μετά το πέρας μερικών τάξεων του Δημοτικού.

Στην περίπτωση αυτή τίθεται το εύλογο ερώτημα. Γιατί τόσοι πολλοί μαθητές και μαθήτριες σταματούν την εκμάθηση της Ελληνικής μετά τις Δημοτικές σπουδές τους; Έχουν εκφραστεί στο παρελθόν διάφορες γνώμες επί του θέματος, πολλές από τις οποίες διαφέρουν ριζικά.

Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Εκπαιδευτικών Υπηρεσιών (US Department of State’s Foreign Service Institute) δηλώνει ότι για να μάθει κάποιος σωστά μια γλώσσα χρειάζεται περίπου 4400 ώρες εκπαίδευσης (άλλοι οργανισμοί μιλούν για 2500 ώρες) που συμπεριλαμβάνει διδασκαλία και πρακτική.

Οι μαθητές Ελληνικών στα παροικιακά σχολεία διδάσκονται τη γλώσσα περί τις 100 ώρες το χρόνο. Κατά συνέπεια στα έξι χρόνια του Δημοτικού Σχολείου θα βρεθούν κοντά στη γλώσσα 600 ώρες συνολικά, δηλαδή αν τα θυμούνται όλα αυτά που διδάχτηκαν θα γνωρίζουν περί τα 13% των απαραιτήτων της γλώσσας όταν αποφοιτήσουν του Δημοτικού. Λίγα χρόνια αργότερα ίσως ενθυμούνται λιγότερο από 10%, κάτι που δεν προσφέρει τα βασικά απαραίτητα για μια απλή επικοινωνία στην Ελληνική. Αν αυτές οι 600 ώρες δεν συμπληρώνονται και στο σπίτι, θα το πω απλά, το παιχνίδι είναι χαμένο. Αυτά είναι γνωστά σε όλους τους εκπαιδευτικούς της γλώσσας, απλά δεν έχουμε καταφέρει να πείσουμε τις ελληνικές οικογένειες να εγγράφουν τα παιδιά στο ελληνικό σχολείο και να μιλούν τη γλώσσα στο σπίτι. Απτό παράδειγμα το ποίημα του Κ. Καβάφη «Ποσειδωνιάται».

Κατά τη δική μου ταπεινή άποψη, ένα άτομο που δίδαξε την Ελληνική στην παροικία της Μελβούρνης από το 1978, αναγνωρίζοντας συνάμα πως υπάρχουν εκπαιδευτικοί με περισσότερη εμπειρία από τον γράφοντα, παρατηρώ μερικές από τις εξής αιτίες συρρίκνωσης του αριθμού μαθητών που μαθαίνουν την Ελληνική στη Μελβούρνη:

(α) Ελληνικές οικογένειες: Γενικά οι μαθητές μαθαίνουν την Ελληνική ως ξένη γλώσσα η οποία δεν πιστεύουν ότι θα τους χρησιμεύσει στο μέλλον. Οι γονείς δεύτερης, τρίτης, ακόμη και τέταρτης γενιάς δεν θεωρούν την εκμάθηση της Ελληνικής αναγκαία στη μόρφωση των παιδιών τους, αφαιρώντας έτσι όλη την ιστορία εξέλιξης και ανάπτυξης του δυτικού πολιτισμού από τις γνώσεις των παιδιών. Κατά τον ίδιο τρόπο προξενούν κενά στη διάπλαση της ταυτότητας των παιδιών, πολλά από τα οποία όταν ενηλικιωθούν ίσως αναζητήσουν τις ρίζες τους ενώ η ταυτότητά τους έχει ήδη ολοκληρωθεί, αλλά η ευκαιρία εύκολης εκμάθησης της γλώσσας βρίσκεται στη σχολική ηλικία. Επίσης, μεγάλο μέρος της πρώτης γενιάς, η οποία πριν 20 και 30 χρόνια πρωτοστατούσε στην εκμάθηση της γλώσσας στο συγγενικό περίγυρο, είτε έχει φύγει από τη ζωή είτε πολλές φορές επικοινωνεί με τα εγγόνια στην Αγγλική με τη δικαιολογία ότι «δεν μας καταλαβαίνουν»! Μ’ εκείνα δηλαδή τα περιορισμένα Αγγλικά προξενούν διπλό κακό στα εγγόνια, εφόσον από τη μια χάνουν την ευκαιρία τα παιδιά να διδαχτούν την Ελληνική γλώσσα σωστά και ακούν πολλές φορές την Αγγλική λανθασμένη. Είναι ευρέως γνωστό ότι η έλλειψη χρήσης της ελληνικής στον οικογενειακό περίγυρο, δεν επανορθώνεται με τις τρεις ή τέσσερις ώρες την εβδομάδα στο ελληνικό σχολείο.

(β) Μικτοί γάμοι: Περιττεύει η επεξήγηση.

(γ) Αυστραλιανή Κυβέρνηση: Οι αρμόδιοι κυβερνητικοί φορείς, προφανώς, έχουν υποβαθμίσει την ανάγκη εκμάθησης Ευρωπαϊκών γλωσσών γενικά και η Ελληνική είναι μία από αυτές. Προτιμούν τη διδαχή Ασιατικών γλωσσών για λόγους εγγύτητας των χωρών αυτών στην Αυστραλία, διευκόλυνση εμπορικών συναλλαγών κ.ά. Μαθητές που δέχονται να συμπεριλάβουν ασιατικές γλώσσες ως ένα από τα μαθήματα στο VCE έχουν καλύτερες προοπτικές στον τελικό βαθμό, πράγμα που τους βοηθάει στην εισαγωγή σε ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν αποτελεί ευρύ πρόβλημα για την Ελληνική γλώσσα διότι με την ανάλογη συσπείρωση της παροικίας και σχετική καμπάνια τα πράγματα μπορούν να διορθωθούν (όπως παρατηρήσαμε τις αλλαγές που ανακοινώθηκαν για τις εξετάσεις VCE πρόσφατα) αλλά και από την άλλη τα παιδιά αν είναι εργατικά και δεν απογοητεύονται δεν υπάρχει περιορισμός σε όποιο κλάδο επιθυμούν ν’ ακολουθήσουν.

(δ) Διδακτέα ύλη: Υπάρχει έλλειψη κοινά αποδεκτής και έγκυρης διδακτέας ύλης. Τα βιβλία από την Ελλάδα δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του τοπικού επιπέδου. Η διδακτέα ύλη των σχολείων εδώ διαφέρει κατά πολύ από το ένα σχολείο στο άλλο.

Τώρα ας μου επιτραπεί μια ερώτηση: Τι αποτελέσματα έφερε το συνέδριο Ελληνικής γλώσσας Μαρτίου 2019 στην παροικία; Ας το αναλογιστεί ο καθένας από μόνος του. Άλλες θετικές προσπάθειες που δεν ακούγονται συχνά υποβαθμίζονται συνήθως από την ίδια την παροικία. Για παράδειγμα, μετά από πολλά χρόνια ξεκινήσαμε να συντονίζουμε τις ενέργειες αρκετών από τα απογευματινά σχολεία με απώτερο σκοπό ν’ αντιμετωπίσουμε ενωμένοι τις προκλήσεις όχι μόνον της Ελληνομάθειας αλλά και να διαδώσουμε το μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση μιας ενωμένης εθνικότητας με μελετημένους στόχους και δικαιώματα. Το έργο δεν έχει ολοκληρωθεί, βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη και περιμένουμε όλα τα απογευματινά και ιδιωτικά σχολεία που δεν ανήκουν στην Αρχιεπισκοπή ή σε Κοινότητες να συσπειρωθούν για να λιγοστέψουν τουλάχιστον οι φωνές όταν θέλουμε να προσεγγίσουμε την κυβέρνηση και ν’ ανταποκριθούμε στους ίδιους αυστηρούς κανονισμούς με μεγαλύτερη ευκολία.

Κλείνω το πόνημα αυτό ανατρέχοντας στο ίδιο βιβλίο που αναφέρθηκα και στην αρχή, αυτή τη φορά στη μελέτη ενός διαπρεπούς καθηγητού Πανεπιστημίου του κ. Π. Καρολίδου. Ο καθηγητής αναφέρει περί ελληνικών αποικιών στον αρχαίο κόσμο και τα εξής:

«…Η αφοσίωσις των Αρχαίων Ελλήνων αποίκων εις τα πάτρια… είναι τοσούτω αξία θαυμασμού, όσον ουδείς δεσμός πολιτικός, ουδεμία πολιτική εξάρτησις, όχι πρεσβείαι και πρέσβεις, όχι προξενεία και πρόξενοι, αλλά μόνον θεσμοί, ηθικοί και πνευματικοί, συνείδησις πνευματικής και ηθικής ενότητος… Αλλά νυν η υλική ευζωΐα και ο υλισμός ο ηθικός ήρξατο να διαφθείρη και να παραλύη την εν αυταίς πάσαν υψηλοτέραν ηθικήν ιδέαν και παν ιδεώδες εθνικόν, έπαυσαν αύται να λαλώσι την κατ’ οίκον ελληνικήν γλώσσαν και να διατηρώσιν ελληνικάς σχολάς…» («Εθνικαί Θερμοπύλαι», έκδ. 1911, σ. 6).