Είναι Παρασκευή απόγευμα, μόλις έχει τελειώσει το σχολείο, κι ενώ όλοι οι γονείς τρέχουν σαν τρελοί για να προλάβουν να πάνε τα παιδιά τους στις διάφορες εξωσχολικές αθλητικές δραστηριότητες –ποδόσφαιρο, μπάσκετ, νέτμπολ, κολύμπι, μπαλέτο- τα δικά μου παιδιά ετοιμάζονται για το ελληνικό σχολείο. Το επόμενο πρωί η ίδια διαδικασία επαναλαμβάνεται και για το βιετναμέζικο σχολείο.
Ο σύζυγός μου και εγώ είμαστε Αυστραλοί πολίτες δεύτερης γενιάς: αυτός έχει ελληνική καταγωγή και εγώ βιετναμέζικη. Όπως τα περισσότερα ζευγάρια, διαφωνούμε σε πολλά πράγματα εκτός από ένα για το οποίο είμαστε απολύτως σύμφωνοι κι αυτό είναι η επιθυμία μας τα παιδιά μας να μιλούν τις μητρικές μας γλώσσες.
Είναι αυτό το πάθος που μας δίνει το κίνητρο να κάνουμε μια επιπλέον προσπάθεια να στείλουμε τα παιδιά μας σε δυο κοινοτικά σχολεία γλώσσας που βρίσκονται σε αρκετή απόσταση από το σπίτι μας, συχνά όχι χωρίς κλάματα και νευράκια. Είναι αυτό το πάθος που μας κάνει να επιμένουμε να μιλάμε στα παιδιά μας στις μητρικές μας γλώσσες, να τους διαβάζουμε βιβλία και να τους τραγουδάμε τα τραγούδια και τα νανουρίσματα με τα οποία μεγαλώσαμε εμείς.
Ελπίζουμε τα παιδιά μας να μπορούν να επικοινωνούν και στις δυο γλώσσες γιατί έτσι πιστεύουμε ότι θα μπορούν να εκτιμήσουν καλύτερα την πολιτιστική τους κληρονομιά, να συνδεθούν με μέλη της οικογένειας και των δυο πλευρών, να τους γεννηθεί η επιθυμία να ψάξουν περισσότερο τις ρίζες τους και να εναγκαλιστούν τη μικτή εθνική τους ταυτότητα.
Σύμφωνα με την Αυστραλιανή Στατιστική Υπηρεσία (ABS), το 2016, περίπου 30% των εγγεγραμμένων γάμων ήταν από ζευγάρια που είχαν γεννηθεί σε διαφορετικές χώρες. Είναι μια αξιοσημείωτη αύξηση σε σχέση με το 2006, όπου το ίδιο ποσοστό κυμαινόταν στο 18%. Με αυτή την αυξανόμενη τάση, το θέμα της πολυγλωσσίας φαίνεται να αποκτά όλο και μεγαλύτερη σημασία.
Είναι πλέον ξεπερασμένη η ιδέα ότι η επικοινωνία σε διαφορετικές γλώσσες δημιουργεί σύγχυση στα παιδιά. Απεναντίας, εκτεταμένες έρευνες έχουν αποδείξει τα σημαντικά πλεονεκτήματα της διγλωσσίας ή και της πολυγλωσσίας, όπως η βελτίωση των ακαδημαϊκών επιδόσεων του μαθητή, η βελτίωση των προοπτικών επαγγελματικής αποκατάστασης, η πιθανότητα μείωσης του ποσοστού άνοιας. Επιπλέον, η άριστη γνώση μιας άλλης γλώσσας είναι το κλειδί για την βαθύτερη κατανόηση μιας άλλης κουλτούρας κι ενός άλλου τρόπου ζωής.
Τέτοια οφέλη, όπως είναι αναμενόμενο, αποκτώνται δύσκολα και κρύβουν πολλές προκλήσεις. Όλα τα παιδιά μου μιλούσαν άνετα βιετναμέζικα και ελληνικά πριν ξεκινήσουν το νηπιαγωγείο. Από τότε, τα αγγλικά έγιναν γι’ αυτά η βασική γλώσσα επικοινωνίας. Είναι η γλώσσα που προτιμούν να μιλούν μεταξύ τους και με τους φίλους τους. Είναι η γλώσσα που μιλούν με ευκολία, στην οποία μπορούν να εκφράσουν με ακρίβεια τα συναισθήματά τους, χρησιμοποιώντας κάθε εκδοχή της από την επίσημη έως την αργκό χωρίς σκέψη. Έτσι οι άλλες δύο γλώσσες έχουν πλέον ένα δευτερεύοντα ρόλο και χρησιμοποιούνται μόνο τυπικά.
Γνωρίζω αρκετά ζευγάρια που παραπονιούνται για τις δυσκολίες που έχουν με τα παιδιά τους όταν πρόκειται για τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας. Πολλά από αυτά τα ζευγάρια μάλιστα έχουν και την ίδια εθνική καταγωγή. Δεν τους συμμερίζομαι γιατί σκέφτομαι πόσο πιο εύκολα θα ήταν τα πράγματα για εμάς εάν είχαμε κοινή καταγωγή με τον άντρα μου…
Στο δικό μας σπίτι οι προκλήσεις είναι τεράστιες καθώς καθημερινά δίνουμε μάχη για την εκμάθηση τριών διαφορετικών γλωσσών. Ίσως γι’ αυτό το λόγο προσπαθούμε λίγο παραπάνω. Όταν και οι δυο γονείς έχουν την ίδια καταγωγή, η ταυτότητα του παιδιού είναι αδιαμφισβήτητη. Όταν το παιδί σου έχει μικτή καταγωγή, δίνεις μια συνεχή μάχη να εξασφαλίσεις τη μητρική σου γλώσσα για να μην παραγκωνιστεί. Πάνω από όλα, η γλώσσα είναι αλληλένδετη με την ταυτότητα του ατόμου.
Τα σχολεία γλώσσας των παιδιών μας έχουν γίνει ένα αναπόσπαστο κομμάτι της παιδείας τους. Προσφέρουν όχι μόνο μάθηση αλλά και υποστήριξη καθώς αποτελούν μια κοινότητα από ομοϊδεάτες γονείς και εκπαιδευτικούς, οι οποίοι συμμερίζονται τις αξίες μας. Η φοίτηση σε αυτά τα σχολεία εξυψώνει το ηθικό των παιδιών μας καθώς αισθάνονται ότι δεν είναι μόνοι σε αυτή την πορεία των πολυγλωσσικών σπουδών.
Τα τελευταία χρόνια, έχω γίνει πιο ρεαλίστρια σε ό,τι αφορά την γλωσσική ευχέρεια των παιδιών μου. Έχω πλέον κατανοήσει και αποδεχτεί το γεγονός ότι τα αγγλικά πάντα θα κυριαρχούν. Παρ’ όλα αυτά, εγώ και ο σύζυγός μου συνεχίζουμε τη δέσμευση μας στην προώθηση της γλωσσικής ανάπτυξης των παιδιών μας.
Αναμφίβολα, το πιο σημαντικό μαθησιακό εργαλείο ενός παιδιού είναι να έχει τριγύρω του γονείς και συγγενείς που τακτικά ασχολούνται μαζί του. Αυτό που συμβαίνει συνήθως στα περισσότερα σπίτια είναι ότι οι μεγαλύτεροι σε ηλικία συγγενείς μιλάνε με σπαστά αγγλικά στα παιδιά. Είναι κάτι λυπηρό για όλους. Είναι ακόμα πιο λυπηρό για τους γεροντότερους, διότι έτσι χάνουν την ευκαιρία να εκφραστούν στη γλώσσα που αισθάνονται πιο άνετα και έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια. Η πολυγλωσσία προσφέρει στους μεγαλύτερους την αίσθηση της κοινής ταυτότητας και της συνέχειας, καθώς παρακολουθούν τους νεότερους δεύτερης και τρίτης γενιάς συγγενείς να μιλάνε τη μητρική τους γλώσσα.
Να μεγαλώνεις πολύγλωσσα παιδιά είναι μια τεράστια δέσμευση και τελικά έχει γίνει ένας τρόπος ζωής. Αλλά παρατηρώντας τα μικρά, έστω και ασήμαντα, πράγματα που κάνουν τα παιδιά μου, αισθάνομαι ότι η μάχη και η σκληρή δουλειά αξίζει και με το παραπάνω. Όταν βλέπω την κόρη μου να κάνει το σταυρό της κάθε φορά που περνάμε έξω από μια ελληνορθόδοξη εκκλησία ή να παίρνει μέρος σε συζητήσεις στα βιετναμέζικα και ελληνικά με συγγενείς και φίλους, και το πιο σπουδαίο να μοιράζεται μαζί τους αστεία, αναλογίζομαι πως, ναι, αξίζει τον κόπο.
Τις προάλλες τυχαία ακούσαμε μια μητέρα να κατσαδιάζει ασταμάτητη τον γιο της στα βιετναμέζικα. Ανταλλάξαμε ματιές όλο νόημα με την κόρη μου καθώς προσπαθούσαμε να πνίξουμε τα γέλια μας.
* Η Ντιέμ Βο είναι ανεξάρτητη συγγραφέας που μένει στη Μελβούρνη.