Ο πανεπιστήμων Αριστοτέλης, ως ο κατ’ εξοχήν συστηματικός φιλόσοφος, δεν θ’ άφηνε έξω από τα φιλοσοφικά του ενδιαφέροντα τη θεολογία, την οποία εντάσσει στην τριάδα των θεωρητικών επιστημών («τρία γένη των θεωρητικών επιστημών εστί, φυσική, μαθηματική, θεολογική»).

Στο σημείο αυτό ίσως αναρωτηθείτε: Μα τι δουλειά έχει ένας εμπειρικός φιλόσοφος, όπως ο Αριστοτέλης, ν’ ασχολείται με μυθογέννητες θεότητες – αρσενικές και θηλυκές – , σαν αυτές που ξεπήδησαν από το κεφάλι τού Ησίοδου;

Η απορία είναι εύλογη, αν μιλάμε για τέτοιες ανθρωπόμορφες θεότητες. Όμως ο Αριστοτέλης όχι μόνο δεν είχε καμιά δουλειά με αυτές, αλλά επέκρινε τον Ησίοδο, λέγοντας ότι δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχολείται κανείς σοβαρά με σοβαροφανείς μυθοπλάστες («περί μεν των μυθικώς σοφιζομένων ουκ άξιον μετά σπουδής σκοπείν»).

Ο «περί θεού λόγος» ονομάζεται «θεολογία». Την αριστοτελική θεολογία θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε αδρομερώς εδώ.

ΘΕΟΣ = «ΠΡΩΤΗ ΑΙΤΙΑ»

Με τον όρο «πρώτη φιλοσοφία» ο Αριστοτέλης εννοεί την επιστήμη που προηγείται των άλλων επιστημών. Και θεωρεί «πρώτη επιστήμη» αυτή που εξετάζει τις «πρώτες αρχές», τις «πρώτες αιτίες», που βρίσκονται πίσω από τα πράγματα.

Εξετάζοντας τις πρώτες αιτίες των πραγμάτων, ο φιλόσοφος ψάχνει να βρει αν υπάρχει κάποια χωριστή και ακίνητη ουσία («χωριστή και ακίνητος»). Κι αν υπάρχει μια τέτοια ουσία («και είπερ έστι τις τοιαύτη»), μήπως κάπου μέσα σ’ αυτή ενυπάρχει και το «θείον» («ενταύθ’ αν είη που και το θείον»).

Αποτέλεσμα της εξέτασης είναι ότι υπάρχει μια πρώτη και κύρια ουσία (πρώτη και κυριωτάτη») που, ως «πρώτη αιτία», ταυτίζεται με τον θεό.

ΘΕΟΣ = «ΑΚΙΝΗΤΟΣ ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ»

Κάθε πράγμα που κινείται (το «κινούμενον») είναι ανάγκη να το κινεί κάποιος κινητήρας (το «κινούν»): «άπαν το κινούμενον υπό τινος ανάγκη κινείσθαι» (Φυσικά, 241b 23-24).

Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει κίνηση έξω από τα υλικά πράγματα («ουκ έστι δε κίνησις παρά τα πράγματα»), αφού μόνο αυτά έχουν διαστάσεις και κατέχουν χώρο. Είναι επίσης φανερό ότι στο σύμπαν υπάρχει η κίνηση, αφού όλα τα πράγματα μέσα σ’ αυτό κινούνται.

Έχοντας υπόψη το φαινόμενο της αέναης κίνησης ως δεδομένο (εμπειρικά βεβαιωμένο), το ερώτημα γύρω από το οποίο ο Αριστοτέλης «τύλιξε» το μυαλό του για να δώσει απάντηση, είναι το εξής: άραγε υπάρχει κάτι που κινεί, ενώ το ίδιο δεν κινείται από κάτι άλλο; Με άλλα λόγια, μήπως υπάρχει κάποιος «ακίνητος κινητήρας»;

Η απάντηση είναι, ναι: υπάρχει ένας πρώτος ακίνητος κινητήρας («πρώτον κινούν ακίνητον»). Και είναι ανάγκη ο πρώτος κινητήρας να είναι «πρώτος» γιατί αν δεν ήταν, κάτι άλλο θα τον κινούσε και δεν θα ήταν «πρώτος».

Όμως από πού προκύπτει η λογική αναγκαιότητα να υπάρχει ένας πρώτος ακίνητος κινητήρας; Προκύπτει από το ότι η αρχή της αλυσίδας της κίνησης δεν πρέπει να χάνεται στο άπειρο. Θα σταθούμε εδώ για λίγο.

Αν ένας κινητήρας δεν είναι πρώτος και ακίνητος, τότε είναι κι αυτός ένα «κινούμενον» και, ως τέτοιο, είναι ανάγκη να κινείται από άλλον κινητήρα, και αυτός ο «άλλος» κινητήρας, αν δεν είναι πρώτος και ακίνητος, είναι κι αυτός «κινούμενον» και χρειάζεται άλλον κινητήρα, και πάει λέγοντας (ad infinitum).

(Παρεμπιπτόντως, εδώ δεν είναι ξεκάθαρο για ποιον λόγο η αλυσίδα της κίνησης πρέπει κάπου να σταματήσει («ανάγκη δη στήναι») και ότι η σκέψη δεν πρέπει να βαδίζει στο άπειρο («μη βαδίζειν εις άπειρον»).

Σταματά λοιπόν ο Σταγειρίτης σοφός την πορεία της σκέψης του προς το άπειρο (πορεία ατέρμονη) και κάνει λόγο για την ανάγκη ύπαρξης ενός πρώτου ακίνητου κινητήρα, που εξ ορισμού δεν κινείται από κάτι άλλο. Αυτός ο πρώτος ακίνητος κινητήρας («πρώτον κινούν ακίνητον») είναι ο «θεός».

ΤΙΣ ΕΣΤΙ

Έχοντας αναβαθμίζει την κοσμολογική αρχή σε θεολογική (δηλ. ονομάζοντας την αρχή της κίνησης «θεό»), ο Αριστοτέλης περνά από το «τι είναι θεός» («τι έστι»), στο «ποιος είναι ο θεός» («τις έστι»).

Αναμφίβολα, ο αριστοτελικός θεός δεν είναι «πρόσωπο», όπως είναι ο προσωπικός Θεός του Αβραάμ. Ο θεός τού Αριστοτέλη δεν έχει βούληση, επιθυμία, πρόνοια, απαίτηση πίστης και υπακοής σ’ αυτόν γιατί, απλά, δεν είναι «κάποιος», είναι «κάτι». Μόνο κάποιο πρόσωπο ονομάζουμε «Πατέρα», μόνο κάποιο πρόσωπο δοξολογούμε και παρακαλούμε να μας σώσει.

Ο θεός τού Αριστοτέλη, ως «πρώτη ουσία» (ή ως «πρώτη αιτία») και ως «πρώτο κινούν ακίνηττον» είναι άυλος («ουκ έχει ύλην το πρώτον»), αιώνιος («αΐδιος») κ’ ενεργεί με τη φύση, όχι ανώφελα («ο δε θεός και η φύσις ουδέν μάτην ποιούσιν»).

Ωστόσο, ο θεός τού Αριστοτέλη έχει κάτι το κοινό με τον άνθρωπο: το «νοείν». Η ανθρώπινη νόηση δεν είναι ύλη. Όμως, ενώ ο άνθρωπος έχει και υλικό σώμα, ο αριστοτελικός θεός είναι μόνο άυλος «νους».

Ερώτημα: Τι πράγμα νοεί ο νους του θεού; Στην απάντηση κρύβεται το μεγαλείο της αριστοτελικής σκέψης. Ο νους του θεού δεν νοεί τίποτε το υλικό, διότι η νόηση ταυτίζεται με το νοητό (όπως η όραση ταυτίζεται με το ορατό). Δηλαδή, κάθε φορά που νους μου «αγκαλιάζει» την ύλη (τη «νοεί»), ο ίδιος ταυτίζεται με αυτή. Συνεπώς, για να μην ταυτιστεί ο θεός με την ύλη, ένα και μόνο «πράγμα» νοεί: τον άυλο εαυτό του!