Μέρος της διδακτορικής του διατριβής είναι η εμπεριστατωμένη διάγνωση άνοιας για τους ηλικιωμένους συμπαροίκους της Αυστραλίας. Οι παρούσες διαδικασίες εξέτασης είναι ανεπαρκείς και πολλές φορές οδηγούν σε λάθος διάγνωση κάτι που στη συνέχεια ενδέχεται, επίσης, να επηρεάσει αρνητικά τα αποτελέσματα της θεραπείας. Το κύριο εμπόδιο είναι βέβαια η γλώσσα, αλλά και το πολιτιστικό πλαίσιο απο το οποίο έχουν προκύψει τα ερωτήματα σχετικά με τις εξετάσεις.
Μέσα από όλο αυτό τον προβληματισμό προέκυψε κάτι καλό καθώς σύντομα θα κοινοποιηθούν και θα δοθούν σε Αυστραλούς γιατρούς μια σειρά διαγνωστικών εξετάσεων που αναπτύχθηκαν στην Ελλάδα και θα μπορούν να βοηθήσουν στην πρώιμη διάγνωση της άνοιας δεδομένου ότι οι ασθενείς θα υποβληθούν έγκαιρα σε αυτές.
Σε συνέντευξη του στον «Νέο Κόσμο» πέρυσι, ο κ. Στάιος μάς είχε μιλήσει για τις προσδοκίες του να διερύνει την έρευνά του στις ΗΠΑ, όπου επίσης ζουν αρκετοί Έλληνες όπως στην Αστόρια της Νέας Υόρκης και το Σικάγο, ώστε να μελετήσει τις εμπειρίες των Ελληνοαμερικανών και να τις συγκρίνει με αυτές των Ελληνοαυστραλών σε σχέση με τους Έλληνες της Ελλάδας.
Το σκεπτικό ειναι να συγκρίνει το γνωστικό τους προφίλ και τις διαφορές τους με βάση τα κοινωνικά δεδομένα, τη συμμετοχικότητά τους σε κάθε χώρα και κατά πόσο αυτό αντανακλάται στα αποτέλεσματα των εξετάσεων.
«Είναι ένα βημά μπροστά» σχολίασε «καθώς οι κοινωνικές συνιστώσες παίζουν μεγάλο ρόλο στη συμπεριφορά των ηλικιωμένων, τις γνωστικές τους λειτουργίες, τη συνδιαλλαγή με νέες κοινωνίες, την ελληνική και αγγλική γλώσσα και κατά πόσο αυτό επηρεάζει την πρόσβαση σε ιατρικές δομές και την αντίληψή τους για την εξέλιξη της ασθένειας». Τα ανθρώπινα δικαιώματα τον αποσχολούν πάρα πολύ σε όλη αυτή την διαδικασία και γι’ αυτό ζητά τη συνεργασία του παγκόσμιου ελληνισμού να αντιμετωπίσει αυτό το θέμα.
Αυτόν το μήνα, ο κ. Στάιος βρέθηκε στις ΗΠΑ, όπου παρουσίασε την έρευνά του σε συνέδριο στο Denver, πριν συναντήσει τον επιτετραμμένο της ελληνικής Πρεσβείας, Θόδωρο Μπιζάκη, στην Ουάσινγκτον.
Όλοι δήλωσαν ενθουσιασμένοι από τα ευρήματα της διατριβής όπως είπε ο κ. Στάϊος που πρόσθεσε: «Αιφνιδιάστηκαν με τη διαπίστωση ότι υγιείς ηλικιωμένοι έχουν ομοιότητες στη συμπεριφορά με κάποιον που έχει ελαφράς έως και μέτριας μορφής Alzheimer» και ότι ο κ. Μπιζάκης φάνηκε αισσιόδοξος για την ενίσχυση της έρευνας από τους Έλληνες της Αμερικής.
ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
Πολλές φορές οι εργαζόμενοι σε οίκους ευγηρίας και νοσοκομεία της Μελβούρνης δυσκολεύονται να εξυπηρετήσουν εκατοντάδες παππούδες και γιαγιάδες ελληνικής καταγωγής. Οι δύο πλευρές δεν ομιλούν στο ίδιο επίπεδο μια κοινή γλώσσα επικοινωνίας, με συνέπεια να γίνονται παρανοήσεις και λανθασμένες διαγνώσεις. Η κατάσταση γίνεται εξαιρετικά δύσκολη όταν τίθεται ζήτημα πνευματικής διαύγειας. «Το πρόβλημα παρατηρείται με όλους τους ηλικιωμένους που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες στην Αυστραλία, μιας και το σύστημα υγείας δεν είναι φιλικό προς αυτούς» σημειώνει ο Ματθαίος Στάιος. Έτσι η έρευνά του έχει στόχο τη σύσταση διαγνωστικών τεστ για την άνοια, «κομμένα και ραμμένα» στις ανάγκες των ηλικιωμένων Ελλήνων της Αυστραλίας. Υπενθυμίζεται ότι από το 1940 έως και το 1980 σχεδόν 250.000 Έλληνες μετανάστευσαν στην Αυστραλία. «Οι περισσότεροι που έφυγαν τα δύσκολα μεταπολεμικά χρόνια δεν είχαν καταφέρει να ολοκληρώσουν την εγκύκλια εκπαίδευση, είχαν παρακολουθήσει μόνο λίγες τάξεις του Δημοτικού, ενώ στην Αυστραλία αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν αμέσως να εργάζονται, χωρίς πριν να έχουν την πολυτέλεια να διδαχθούν άρτια τα αγγλικά». Έτσι δημιούργησαν μια δική τους ιδιότυπη γλώσσα και κουλτούρα. «Λένε το πάτωμα “φλόρι” (από το floor) και τον φράχτη “φένσι” (από το fence)», αναφέρει ενδεικτικά ο νεαρός Ελληνοαυστραλός. Μεταξύ τους, βέβαια, συνεννοούνται, αλλά στα αυτιά ενός αγγλόφωνου νευρολόγου όλα αυτά ηχούν… κινέζικα.
«Έχει παρατηρηθεί ότι οι λάθος διαγνώσεις είναι δύο με τρεις φορές συχνότερες μεταξύ των ηλικιωμένων μεταναστών», σημειώνει ο ίδιος. «Αυτό οφείλεται και στα διαθέσιμα τεστ, τα οποία προέρχονταν αρχικά από τις ΗΠΑ για πληθυσμό με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο και άλλη μητρική γλώσσα». Οι ερωτήσεις συχνά απαιτούν γνώσεις αυστραλιανής ιστορίας, τις οποίες ούτως ή άλλως οι σημερινοί Ελληνοαυστραλοί συνταξιούχοι δεν κατέχουν, χωρίς, ωστόσο, να πάσχουν από άνοια. Αντίστοιχα, όμως, ούτε τα διαγνωστικά τεστ που διατίθενται στην Ελλάδα είναι κατάλληλα για εκείνους, «γιατί, εν τω μεταξύ, έχουν χάσει την επαφή με τη μητρική τους γλώσσα».