Ένα άλλο στοιχείο πολύ ενδιαφέρον σ’ αυτήν την παρακολούθηση της ιστορίας τής αλλαγής τής ελληνικής μεταναστευτικής ταυτότητας είναι ο τονισμός πάρα πολλών παραγόντων: οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, ευρύτερα πολιτισμικών, καθώς και κάποιων ιστορικών συγκυριών. Όλα αυτά δίνουν ένα πάρα πολύ μεγάλο βάθος, θα λέγαμε, και ένα έρμα στη μελέτη της κ. Τσεφαλά. Επίσης ένα άλλο ζήτημα που είναι, νομίζω, πάρα πολύ σημαντικό και αξίζει να τονιστεί είναι οι γυναικείες φωνές. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι διαθέτουμε ένα μεγάλο κεκτημένο όσον αφορά το ελληνικό θέατρο στην Αυστραλία, ένα κεκτημένο στο πλαίσιο του οποίου οι γυναικείες φωνές δεν είναι απλά παρούσες, αλλά κατακλυσμικά παρούσες. Κι αυτές οι φωνές είναι φωνές διαφορετικές: φωνές διαμαρτυρίας, φωνές κριτικής, φωνές που θα μπορούσε κανείς να τις χαρακτηρίσει αντιπατριαρχικές, βέβαια, αλλά νομίζω ότι πέρα από αυτό είναι απλά ο εαυτός τους, η ιδιαιτερότητά τους. Κι αυτό είναι επίσης κάτι που με ιδιαίτερο τρόπο αναδεικνύεται στο βιβλίο της κ. Τσεφαλά.

Θα ολοκληρώσω την προσέγγισή μου με δύο επιπρόσθετες παρατηρήσεις. Η πρώτη αφορά αυτό που ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ορίζει ως «αλληλέγγυο συγκρητισμό». Όταν πρωτοδιάβασα το προλογικό σημείωμα του κ. Γεωργουσόπουλου και έφτασα στο σημείο όπου αναφέρεται αυτή η φράση, «αλληλέγγυος συγκρητισμός», χτύπησαν μέσα μου όλα τα καμπανάκια του κόσμου! Πρώτον, διότι ο όρος «συγκρητισμός» προέρχεται από το δικό μου ερευνητικό πεδίο, εννοώ το θρησκειολογικό, και μου φάνηκε εξαιρετικά περίεργο να τον χρησιμοποιεί ένας άνθρωπος της θεατρικής τέχνης. Σε τελική ανάλυση, όμως, τι είναι ο αλληλέγγυος συγκρητισμός; Είναι αυτό που με άλλο ιδίωμα, πιο κοινωνιολογικό, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως υβριδισμό. Αυτό ακριβώς είναι ο συγκρητισμός: το γεγονός ότι δύο πράγματα που είναι ετερόκλητα, διαφορετικά, μπορούν να συνυπάρχουν με πάμπολλους τρόπους. Να συνυπάρχουν συγκρουσιακά ή διαλογικά, να συνυπάρχουν σε μία σχέση δούναι και λαβείν, με ανισομερείς όρους ή και… αμοιβαία, που θα πει αλληλέγγυα, δηλαδή παίρνοντας και δίνοντας επί ίσοις όροις.

Πιστεύω ότι στην πραγματικότητα το ελληνικό θέατρο στην Αυστραλία έχει υπάρξει ως συγκρητισμός με όλους τους παραπάνω τρόπους – και τον συγκρουσιακό και τον αντιδάνειο, αλλά ταυτόχρονα και τον συνδυαστικό και τον πιο ολοκληρωμένο – και παράλληλα νομίζω ότι ο Γεωργουσόπουλος, όταν μιλάει για τον αλληλέγγυο συγκρητισμό, επενδύει τον λόγο του και μία δεοντολογική έμφαση‧ μία έμφαση με την οποία θέλει, αφενός μεν να εξάρει εκείνες τις στιγμές που το ελληνικό θέατρο στην Αυστραλία άγγιξε αυτόν τον αλληλέγγυο, ολοκληρωμένο συγκρητισμό, αφετέρου δε να υποδείξει τον δρόμο που οφείλει το θέατρο αυτό να περπατήσει όντας οργανικό κομμάτι της ευρύτερης αυστραλιανής κοινωνίας.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε εν προκειμένω και να πούμε πολλά, αλλά πιστεύω ότι με τον τρόπο του το εξώφυλλο του βιβλίου τα λέει όλα. Είχα τη χαρά να συνομιλήσω με την κ. Τσεφαλά αναφορικά με το εξώφυλλο του βιβλίου και φρονώ ότι έστω και διά ολίγων αξίζει να αναφερθώ στα όσα λέγαμε σχετικώς. Εάν προσέξετε το εξώφυλλο, θα διαπιστώσετε πολύ εύκολα πως πρόκειται για ένα «ψαγμένο», όπως λέμε, εξώφυλλο. Και όπως όλοι ξέρουμε σ’ ένα βιβλίο δύο πράγματα – ή καλύτερα τρία πράγματα, για να είμαι ακριβής – έχουν καίρια σημασία. Το πρώτο που προσέχεις όταν πιάνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο είναι ο τίτλος. Ο τίτλος είναι πολύ σημαντικός. Στην περίπτωση που εξετάζουμε έχουμε έναν φοβερό τίτλο: «100 Χρόνια… » Πρόκειται για ένα κατοστάρι! Μετά τον τίτλο, σειρά έχει το εξώφυλλο, το οποίο – αν μη τι άλλο – πρέπει να σε κερδίσει. Και πάλι στην περίπτωση που εξετάζουμε, έχουμε ένα εξώφυλλο που αποτυπώνει αυτόν ακριβώς τον συγκρητισμό, τον ολοκληρωμένο και αμοιβαίο, στον οποίο αναφερθήκαμε ήδη. Πρόκειται για την αποτύπωση μιας συνάντησης – απ’ ό,τι φαίνεται, κατά το πρότυπο της Δημιουργίας του Αδάμ, της περίφημης τοιχογραφίας του Μιχαήλ Άγγελου – ανάμεσα σ’ έναν αρχαίο Έλληνα και σ’ έναν αυτόχθονα Αυστραλό, πάνω σε μια κόκκιμη γη, μια γη της ώχρας, που ταυτόχρονα μας θυμίζει τα μελανόμορφα αγγεία.

Παράλληλα, βέβαια, βλέπουμε όλους αυτούς τους κύκλους με τις κουκίδες, κατά τα πρότυπα της λεγόμενης dot painting, οι οποίοι εισέρχονται ο ένας μέσα στον άλλο, αλληλοεπικαλύπτονται και αλληλοπεριχωρούνται. Κατά την άποψή μου, αυτό που δηλώνεται με τη συγκεκριμένη εικαστική επιλογή είναι η ύπαρξη των πολλαπλών φωνών τού θεάτρου, οι οποιες κατά βάση διαμεσολαβούν τη συνάντηση των δύο διαφορετικών πολιτισμών, του ελληνικού και του αυτόχθονος. Τέλος, το τρίτο πράγμα που προσέχουμε σ’ ένα βιβλίο – κι εδώ ίσως θα μπορούσε να πει κανείς ότι δεν τα πήγαμε και τόσο καλά, αλλά από την άλλη θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του την ιδιαιτερότητα του έργου – είναι ο όγκος του. Με άλλα λόγια, όταν παίρνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο, δεν θα πρέπει να είναι και πολύ βαρύ. Καλώς ή κακώς, εν προκειμένω ήταν τέτοιο το αντικείμενο πραγμάτευσης που εκ προοιμίου ήταν αδύνατο να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Για να το θέσω κάπως αλλιώς, πρόκειται για ένα αναγκαίο κακό…

Θα ήθελα κλείνοντας να αναφερθώ σε κάτι που το θεωρώ ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο και το οποίο συνδέεται στενά με την πολιτική του θεάτρου και ειδικότερα στη σχέση του θεάτρου με την ελληνοφωνία. Όσοι ασχολούνται με την εκπαίδευση, όσοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να εμπνεύσουν στους νέους ανθρώπους την ανάγκη να μαθαίνουν ελληνικά, βρίσκονται ευκαίρως ακαίρως αντιμέτωποι με την έλλειψη κινήτρου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, δηλαδή, στη διδακτική διαδικασία της Ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας είναι το κίνητρο, αφού τα παιδιά της τρίτης και της τέταρτης γενιάς δεν έχουν κανένα απολύτως κίνητρο. Επειδή ακριβώς η γλώσσα είναι κάτι το ζωντανό και αναπτύσσεται μόνο μέσα σ’ ένα περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από μια ορισμένη ζωντάνια, όταν το παιδί ζει κατά κόρον μέσα σ’ ένα περιβάλλον που δεν είναι κατά βάση αλλά μόνο περιστασιακά ελληνόφωνο, εκ των πραγμάτων και εντελώς φυσιολογικά αδυνατεί να καταλάβει για ποιον λόγο θα πρέπει να μάθει ελληνικά.

Οι παλαιότερες γενιές είχαν αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ένα αρκετά πολύπλοκο και συμπαγές δίκτυο παροικίας. Αυτό το δίκτυο, όμως, δεν υπάρχει πια μιας κι έχει αρχίσει να αυτο-καταλύεται. Υπήρχαν, δηλαδή, οι σύλλογοι, οι αδελφότητες, οι οργανώσεις, οι διάφορες εταιρίες, και όλα αυτά αποτελούσαν ένα τεράστιο δίκτυο. Άπαξ και έμπαινε κανείς μέσα σ’ αυτό το δίκτυο, χόρευε, που λέει ο λόγος, και χόρευε ελληνιστί… και άρα μάθαινε ελληνικά ήθελε δεν ήθελε! Τώρα, όμως, όπως είπαμε, αυτό το δίκτυο αυτο-καταλύεται και χάνεται κι επομένως πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους εναλλακτικούς να αναπληρώσουμε το κενό. Νομίζω πως το θέατρο είναι ένας από τους κατ’ εξοχήν τρόπους που μπορούν να υπηρετήσουν αυτήν την αναπλήρωση, ουσιαστικά την ανάγκη της ελληνοφωνίας, η οποία δεν είναι παρά η ανάγκη της πεμπτουσίας τής ελληνικής μας ταυτότητας. Εάν πάψουμε να μιλάμε ελληνικά είναι μαθηματικώς βέβαιον ότι θα πάψουμε να είμαστε Έλληνες με τους όρους που κατανοούμε την ιδιαιτερότητα του Νέου Ελληνισμού. Αυτό είναι μαθηματικώς βέβαιον! Μπορεί να παραμείνουμε Έλληνες, όπως Έλληνες είναι για παράδειγμα οι πάσης φύσεως εθνικής επιστήμονες ανά τον κόσμο, μιας και υπηρετούν ένα ιδεώδες, το επιστημονικό, το οποίο είναι γέννημα ελληνικό. Αλλά αυτό δεν είναι ο Ελληνισμός στη νεοελληνική του ιδιοπροσωπία, δεν είναι το κάτι άλλο, δεν είναι η υπεραξία του Ελληνισμού που απαιτεί την ελληνοφωνία.

Συμπερασματικά, λοιπόν, θα μπορούσαμε να πούμε – κι αυτό είναι κάτι που μέσα στη μελέτη της κ. Τσεφαλά τονίζεται αρκούντως, γιατί όπως γράφει η ίδια η παροικία ήταν πατρίδα, ακριβώς γιατί ήταν Ελλάδα, ακριβώς επειδή χάρη στο θέατρο μίλαγες Ελληνικά, άκουγες Ελληνικά – το μεγάλο μας χρέος είναι να στηρίξουμε το θέατρο τόσο για δική μας τέρψη και ψυχαγωγία – ως ευκαιρία να ακούμε τη γλώσσα μας – όσο πολύ περισσότερο από αίσθημα ευθύνης για τις γενιές που δεν είναι ακόμα χαμένες. Πολλοί πιστεύουν ότι έχουμε ήδη χάσει μία-δύο γενιές. Εγώ πιστεύω ότι δεν είναι χαμένη καμία γενιά. Τα παιδιά μας έχουν ζήλο, έχουν έφεση, αλλά έχουν ανάγκη από ένα κίνητρο. Το θέατρο πιστεύω ότι είναι αυτό το κίνητρο και εάν έχουν αξία οι «Εβδομάδες Ελληνικού Θεάτρου» όπως αυτή που ουσιαστικά ενεργοποιήσαμε φέτος και εάν έχει αξία η ύπαρξη οργανώσεων όπως η ΑΧΕΠΑ σε μία προοπτική φιλοπαιδευτική και φιλοπρόοδη, νομίζω ότι αυτό ισχύει στον βαθμό που μπορούμε να υπηρετήσουμε την ανάγκη της ελληνοφωνίας μέσα από το θέατρο.

Μία τελική επισήμανση. Όπως κι αν το δει κανείς, νομίζω ότι ήδη το βιβλίο της κ. Τσεφαλά έχει καταστεί ένα έργο αναφοράς και οι ερευνητές από εδώ και πέρα θα διαβάζουν πρώτα Τσεφαλά και αφού γνωρίζουν καλά τι έγραψε η Τσεφαλά για το ελληνικό θέατρο στην Αυστραλία, θα προχωρούν εν συνεχεία σε ειδικότερες και – γιατί όχι – πιο διεισδυτικές αναφορές και προσεγγίσεις στα επιμέρους. Την ευχαριστούμε πολύ γι’ αυτήν την τιτάνια προσπάθεια, γι’ αυτό το τεράστιο έργο. Αναντίρρητα, αποτελεί μία μεγάλη προσφορά στον Ελληνισμό!