Η Αγάπη είναι 103 και δεν ξεχνά τα τραγούδια που λάτρεψε

Γεννήθηκε το 1917 στην Σοβιετική Ένωση (Γεωργία σήμερα), 1936 μαζί με την οικογένεια της μετακόμισαν στην Κατερίνη και από το 1965 ζει στη Μελβούρνη

Ένα πρωινό στη Γαλήνη, το τμήμα άνοιας του οίκου ευγηρίας της Φροντίδας στο Clayton, μία από τις κοπέλες της ομάδας δραστηριοτήτων λέει στους ηλικιωμένους που έχουν συγκεντρωθεί στο σαλόνι, «τώρα ετοιμαστείτε για τον ύμνο μας».  Η μελωδία του «Άσε τα μαλλάκια σου ανακατεμένα», πλημμυρίζει την αίθουσα, σπέρνοντας ρίγη συγκίνησης και ενθουσιασμού σε όλους. Ανάμεσα σε αυτούς, και η Αγάπη Παπαϊωακείμ η οποία με ένα ντέφι κρατάει το ρυθμό και παράλληλα τραγουδάει όλους τους στίχους απ΄ έξω. Μερικές φορές είναι να απορείς γιατί η μουσική μας μένει χαραγμένη στο μυαλό παρά την όποια ασθένεια μπορεί να έχουμε. Φαίνεται  να είναι ένα από τα λίγα στοιχεία που μπορεί να ξεθωριάζει αλλά δεν σβήνει ο χρόνος. Και για την Αγάπη ο χρόνος ξεκίνησε παραπάνω από έναν αιώνα πίσω, το 1917 και στην Σοβιετική Ένωση (Γεωργία σήμερα) όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ενώ ασχολήθηκε έντονα με τον αθλητισμό.

To 1936 μαζί με την οικογένεια της μετακόμισαν στην Κατερίνη.  Στην Ελλάδα η Αγάπη γνώρισε και το σύζυγό της ο οποίος ήταν μηχανοδηγός, και η βάση της άλλαξε για τη Θεσσαλονίκη. Οι δύο κόρες της, γεννημένες στη δύνη του πολέμου και του εμφυλίου, έγιναν γρήγορα ο σκοπός της ζωής της.

«Η μητέρα μου μας υπεραγαπούσε, και ουσιαστικά αφιέρωσε τη ζωή της στην ανατροφή μας», μας λέει και η μικρότερη της κόρη Ελένη.

Το 1965 το ιταλικό  καράβι Ρόμα θα τους μεταφέρει από την Ελλάδα στη Μελβούρνη όπου παρά τις υποσχέσεις για ένα λαμπρό επαγγελματικά μέλλον,  η πραγματικότητα δεν ήταν τόσα γλαφυρά σχεδιασμένη. Οι τρεις γυναίκες της οικογένειας θα αρχίσουν να δουλεύουν στο εργοστάσιο σοκολάτας Red Tulip με την Aγάπη όμως να φεύγει από τη χώρα μετά από μόλις δυο χρόνια, και να επιστρέψει πίσω το 1976, όταν και οι κόρες της άρχισαν να έχουν παιδάκια. «Ήθελε να είναι δίπλα μας και να προσέχει τα παιδιά μας», συνεχίζει η Ελένη. Από τότε δεν επέστρεψε ποτέ στην Ελλάδα, οι υποχρεώσεις και ο χαμός του συζύγου της την κάναν να αναβάλει συνεχώς το ταξίδι. Όπως τόσοι άλλοι μετανάστες στους οποίους η πατρίδα τους έμεινε απλώς μία νεανική ανάμνηση μέσα στα χρόνια.

Η Αγάπη στον οίκο ευγηρίας έχει συνδεθεί με τη διασκέδαση, θέλει να τραγουδά ενώ προσπαθεί συχνά να σηκωθεί από το αμαξίδιό της και να κάνει όσα βήματα μπορεί στο ρυθμό. Η ζωή της όμως ήταν πολύ διαφορετική.

«Η μητέρα μου δεν ήταν πολύ της διασκέδασης. Ήταν αρκετά αυστηρή, ειδικά με τα παιδιά της, και είχε αρχές που ακολουθούσε απαράκλητα. Δεν μπορούσε τα πρόστυχα ή τα χυδαία, δεν ήταν του χαρακτήρα της.

«Αυτό που έκανε στον ελεύθερο χρόνο της, ήταν εργόχειρα.  Μπορεί να της έπαιρνε και 6 μήνες να κάνει ένα τραπεζομάντιλο, γιατί ήθελε να είναι όλα στην εντέλεια. Τόση ενέργεια έβαζε αλλά ήξερε ότι έκανε κάτι μοναδικό, και αυτό ήθελε».

Επίσης, είχε μεγάλη αγάπη για το σύζυγο της, τον οδηγό της όπως θα μας πει η κόρη της.

«Η μητέρα μου ήταν πάντα δίπλα στον πατέρα μου, ήταν ο καθοδηγητής της. Τον σεβόταν και τον άκουγε σε  ό,τι έλεγε».

Βέβαια, μία εκατοεντηρίδα και πλέον, δεν μπορεί να χωρέσει σε μία εφημερίδα, πόσο μάλλον σε ένα μικρό άρθρο. Αυτό όμως που κάθε ένας θέλει να ρωτήσει είναι ποιο είναι το μυστικό που κάποιος μπορεί να φτάσει μέχρι τα 100.

«Δεν μπορώ να σου πω ότι υπήρχε μυστικό. Μου είχαν πει ότι το μέρος που γεννήθηκε όλοι ζούνε πάρα πολλά χρόνια. Αλλά για διατροφή δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο. Έτρωγε τα πάντα, χωρίς περιορισμούς, ενώ της άρεσε πολύ το ούζο. Σε ημερήσια διάταξη έπινε λίγο ούζο, της άρεσε».

Ο χαρακτήρας της, συνεχίζουμε, είχε άγχος;

«Δεν είχε άγχος για τίποτα απολύτως. Δεν την απασχολούσαν πράγματα επουσιώδη.  Ακολουθούσε το πρόγραμμά της, και το μόνο που την ενδιέφερε ήταν η οικογένειά της, τίποτα άλλο».

Ενώ χτυπάει το ντέφι της στο ρυθμό του τραγουδιού, ακούγεται ένα «το χτυπάς πολύ δυνατά», από κάποιον ηλικιωμένο προς την Αγάπη. Η Αγάπη σταματάει για μία στιγμή, και του ρίχνει ένα βλέμμα απόρριψης, πριν συνεχίσει να χτυπάει το ντέφι ακόμα πιο δυνατά. Ίσως αυτό να είναι και το μυστικό της μακροζωίας της, το ότι όπως μας είπε η κόρη ήθελε να ζει όπως ακριβώς το επιθυμούσε χωρίς να νοιάζεται για τα μικρά. Και όταν παρουσιαζόντουσαν δυσκολίες, συνέχιζε με ακόμα πιο δυνατό ρυθμό και πυγμή.

*Ο «Νέος Κόσμος» θέλει να καταγράψει και να παρουσιάσει όλους τους ομογενείς της Αυστραλίας άνω των 100 ετών.

Παρακαλούμε τους αναγνώστες μας να μας ενημερώνουν σχετικά στο  editor@neoskomos.com.au ή με ένα τηλεφώνημα στο (03) 94824433.