Όταν είχε γίνει το σεμινάριο που απέβλεπε στην εξεύρεση τρόπων να διατηρούνταν η ελληνική γλώσσα στην παροικία μας και με το να επιζητούν οι διοργανωτές του σεμιναρίου προτάσεις γύρω από το ζωτικό αυτό θέμα, είχα και εγώ υποβάλλει μια πρόταση,
που θεώρησα ότι ήταν ίσως η πιο πρακτική από όσες είχαν τότε τεθεί υπόψη, που ήταν ανεφάρμοστες, χωρίς οποιαδήποτε ελπίδα επιτυχίας.
Έγιναν, για παράδειγμα τότε εισηγήσεις για το πώς θα προσελκύαμε τη χρήση της ελληνικής γλώσσας σε ανδρόγυνα μικτών γάμων ή στα παιδιά τους ή από κάποιες τάξεις επαγγελματιών, που έχουν καθημερινή τριβή με την ντόπια, την αγγλική.
Άτομα, δηλαδή, που κι αν ακόμη το επιθυμούσαν δεν θα τους ήταν ποτέ δυνατό να επιτύγχαναν και κάποια συνεννόηση στα ελληνικά.
Η δική μου η πρόταση, που έχω ξαναπεριγράψει, ήταν απλή, πρακτική και, πιστεύω, με κάποιες πιθανότητες επιτυχίας. Πίστεψα, δηλαδή, ότι για να ενδιαφέρονται να χρησιμοποιούν τα λίγα κολλυβογράμματα που έμαθαν στο ελληνικό τους σχολείο, όλοι, μικροί κι ενήλικες, θα πρέπει πρώτα να έχουν και να διατηρούν ελληνική συνείδηση και να έχουν ευκαιρίες στην πολύπλευρη καθημερινότητά τους, να καμαρώνουν για την ελληνική τους καταγωγή. Ιδιαίτερα εδώ στην Αυστραλία, το ελληνικό σχολείο, είτε απογευματινό είτε ημερήσιο, δεν προσφέρει την ατμόσφαιρα για δημιουργία πολλών τέτοιων ευκαιριών.
Εγώ γεννήθηκα και μεγάλωσα έξω από την Ελλάδα και είμαι βέβαιος ότι δεν θα διατηρούσα το πάθος μου για ό,τι το ελληνικό, μόνο από την επίδραση του ελληνικού σχολείου στο οποίο φοίτησα, όσο καλό κι αν ήταν αυτό, αν δεν μου δίνονταν και πολλά, ωραία κι εντυπωσιακά παραδείγματα, που είχα πάντα ολόγυρά μου και που μου πρόσφεραν τις ευκαιρίες να καμάρωνα κι εγώ σαν Έλληνας.
Εμείς εδώ, παροικίες και οργανισμοί, πόσα στ΄ αλήθεια, φτιάχνουμε που ξεφεύγουν και στο ευρύτερο ξένο, κοινωνικό κατεστημένο, από όσα διοργανώνουμε αποκλειστικά για εσωτερική κατανάλωση; Πόσες αφορμές προσφέρουμε στους μη ελληνόγλωσσους, με όσα φτιάχνουμε να αισθανθούν γνήσιο καμάρι που είναι κι αυτοί ελληνικής καταγωγής;
Λείπουν οι μεγάλες αφορμές που θα επηρεάσουν και τους μη ελληνόγλωσσους συμπατριώτες μας να μη διστάζουν να προβάλλουν και τη δική τους ελληνική καταγωγή.
Κι αν κάποτε γίνει κάτι που θα μπορούσε να προκαλέσει το γενικότερο ενδιαφέρον, συχνά αυτό γίνεται πρόχειρα, έτσι που το ενδιαφέρον του χάνεται στις λεπτομέρειες.
Όταν όμως κάτι που γίνεται, είναι εντυπωσιακό, καλά παρουσιασμένο κι απαλλαγμένο από οργανωτικά κουσούρια, κάποιοι πάντα θα το θυμούνται κι αργότερα και θα το συζητούν.
Όταν κάποτε, πριν από χρόνια, συζητούσα με κάποιους αξιόλογους Αυστραλούς, κατά πολύ μεγαλύτερής μου ηλικίας, για τη δράση της παροικίας μας, θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκα όταν ανέφεραν ότι είχαν ακόμη διατηρήσει την καλή εντύπωση που τους είχε προκαλέσει ο ελληνικός σημαιοστολισμός όλων των κτιρίων στο Σίτι, εκείνη την 25η Μαρτίου, στη δεκαετία του ’60, όταν ο τότε επίτιμος Πρόξενος της Ελλάδας, διακεκριμένος Αυστραλός δικηγόρος, ο Γιουτζίν Γκόρμαν, είχε ζητήσει από όλα τα κτίρια να αναρτήσουν τις 400 ελληνικές σημαίες, που ο ίδιος είχε τότε φέρει από την Ελλάδα, με δικά του έξοδα.
Το ίδιο που είπαν ότι είχαν τότε νιώσει οι συνομιλητές μου για εκείνο τον σημαιοστολισμό και που διατήρησαν στη μνήμη τους τόσα χρόνια, σίγουρα θα ήταν αυτό που αισθάνθηκαν την περασμένη εβδομάδα όσοι αντίκρισαν τη σειρά τις γαλανόλευκες, αναρτημένες στους πανύψηλους ιστούς τους στο Federation Square, στο κέντρο της Μελβούρνης και που είχαν προσδώσει στην πλατεία γνήσιο ελληνικό χρώμα.
Τέτοιες εκδηλώσεις χρειαζόμαστε ως παροικία και ως οργανισμοί.
Ο σημαιοστολισμός την περασμένη εβδομάδα της κεντρικής μας πλατείας ήταν προσωπική, μεγαλειώδης επιτυχία του συμπολίτη μας κ. Ιάκωβου Γαριβάλδη, που με τη συμπαράσταση του Γενικού μας Προξένου, ξεπέρασε όλες τις τόσες δυσκολίες για να τον εφαρμόσει.
Στην παροικία μας σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι Γαριβάλδηδες, με το θάρρος και την ενόραση να δημιουργήσουν πολλές αφορμές για ανάπτυξη της ελληνικής συνείδησης, που ανέφερα πιο πριν και που ίσως καταλήγει και σε κάποια χρήση της γλώσσας μας. Οπωσδήποτε στην παροικία μας οφείλουμε ένα μεγάλο «ευχαριστώ» στον κ. Γαριβάλδη, που κατάφερε κάτι που πολλοί από εμάς θέλουμε να κάνουμε αλλά περιμένουμε να μας δοθεί η ευκαιρία.