Ανήκοντας κι εγώ, όπως και τόσοι άλλοι, στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού και ούσα τυχερή που έχω ακόμη δουλειά, εργάζομαι από το σπίτι τις τελευταίες επτά εβδομάδες, δύο μέρες και πέντε ώρες – αλλά ποιος μετράει;

Ε, γλιτώσαμε από την «παλιαρρώστεια», μην μας φάει ο κορονοϊός… Αν και εδώ μιλάμε για βασιλικό τέλος (με κορώνα), αλλά δεν βαριέσαι, τέλος είναι κι αυτό. Άλλωστε, ποιος δίνει δεκάρα για τα μεγαλεία μια τέτοια ώρα;

Στο θέμα μας, λοιπόν, εργάζομαι όπως σας είπα από το σπίτι και τις πρώτες μέρες αυτό έμοιαζε με θείο δώρο: Όχι ξύπνημα από τα χαράματα για να προλάβω την κίνηση, όχι ατελείωτες ώρες μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι να φτάσω στη δουλειά, όχι άλλο τρέξιμο να προλάβω να βάλω φαγητό μόλις γυρίσω, όχι άλλες αγωνίες αν πήρανε τα παιδιά κλειδιά ή ξεροσταλιάζουν απέξω χτυπώντας επί ματαίω το κουδούνι ελπίζοντας η γιαγιά να βγει τυχαία έξω, γιατί για να τα ακούσει, αποκλείεται, όχι άλλο τρέξιμο για ψώνια, όχι άλλες ενοχές γιατί δεν έχω την υπομονή να ακούσω για τον καθηγητή που έβαλε πολλές εργασίες ή για τον Γουίλι (όχι το μαύρο θερμαστή από το Τζιμπουτί, αλλά τον συμμαθητή της μικρής) που την κοίταξε «περίεργα» ή για τα υπαρξιακά της μεγάλης που παρεμπιπτόντως φαίνεται ότι θα κρατήσουν μέχρι τα γεράματά της και γενικά ΟΧΙ ΑΛΛΟ ΚΑΡΒΟΥΝΟ!

Ουφ! Και μόνο που τα έγραψα εξαντλήθηκα.

Τίποτα από όλα αυτά πλέον, χάρη στον κορονοϊό που, τολμώ να πω, σχεδόν τον ερωτεύτηκα τότε.

Οι επόμενες εβδομάδες κύλησαν υπέροχα. Άπλετος χρόνος για τα παιδιά, ζεστό σπιτικό φαγάκι ενώ στο σπίτι επικρατούσε μια διάχυτη ατμόσφαιρα στωικότητας, μπορεί και νιρβάνα από όλους μας.

Δυστυχώς, αυτό δεν κράτησε για πολύ. Καθώς η μία εβδομάδα διαδεχόταν την άλλη και η κατάσταση εγκλεισμού στο σπίτι παρέμενε, τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν μια άλλη τροπή.

Αφού εξαντλήσαμε όλες τις ομαδικές δραστηριότητες –μέχρι και ξερή με όλα τα φύλλα έπαιξα η άμοιρη– η ανία άρχισε να χτυπά για τα καλά, ξεκινώντας πρώτα από τα κορίτσια.

«Αργία μήτηρ πάσης κακίας», έλεγαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι και είχαν απόλυτο δίκιο.

Διαλογισμός και πνευματικότητα, τέλος και όσο για τη νιρβάνα – πώς είπατε παρακαλώ;

Η κατάσταση κορυφώθηκε αυτή την εβδομάδα.

Δούλευα σε ένα άρθρο για την ενδοοικογενειακή βία (τυχαίο;) όταν το κουδούνι χτύπησε και πήγα να ανοίξω.

Ήταν ο ταχυδρόμος που είχε ακουμπήσει στην πόρτα ένα μεγάλο πακέτο. Παραλήπτρια, η μεγάλη μου κόρη η οποία μόλις το αντιλήφθηκε όρμηξε και το άρπαξε από τα χέρια μου γεμάτη ενθουσιασμό.

«Ήρθαν τα κουβάρια μου», αναφώνησε και τα μάτια της πέταγαν φωτιές από τη χαρά.

«Κουβάρια;» τη ρώτησα διστακτικά περιμένοντας μια εξήγηση.

Η Χρυσούλα ενώ απολαμβάνει τα “οφέλη” του εγκλεισμού στο σπίτι λόγω κορονοϊού. Φώτο: Μαρία Καμπύλη

«Ναι!» τσίριξε και ξεσκίζοντας το πακέτο μού αποκάλυψε την αιτία του ακράτητου ενθουσιασμού της. Πέντε κούκλες μαλλί σε διάφορα χρώματα και δύο βελόνες πλεξίματος.

Δεν ξέρω πώς την κοίταξα αλλά για κάποιο λόγο άρχισε να γελάει υστερικά. «Θα μάθω να πλέκω για να περνά η ώρα μου, μαμάκα», μου είπε και χάθηκε στη σκάλα τρέχοντας για το δωμάτιό της αφήνοντάς με να σταυροκοπιέμαι με απορία.

Περιττό να σας πω ότι αυτό ήταν το πέμπτο δέμα που παραλαμβάναμε με ένα χόμπι της Σταυρούλας μας.

Πιο πριν είχαμε ένα πακέτο με χρώματα και πινέλα ζωγραφικής, ένα πακέτο με πηλό –γεμίσαμε κακοχυμένα τασάκια και άλλα μη αναγνωρίσιμα κατασκευάσματα που στολίζουν το σπίτι– και να μην ξεχάσω και τα βιβλία βαριάς φιλοσοφίας και ανάλυσης που δίνουν τροφή για ατέρμονες, συζητήσεις που κινούνται στη σφαίρα της λογικής του παραλόγου και που σχεδόν πάντα καταλήγουν σε καυγά την ώρα του δείπνου, το οποίο σημειωτέον τελευταία περιλαμβάνει πιάτα από τις κουζίνες χωρών που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα μιας και η Σταυρούλα μας πειραματίζεται και στον τομέα της μαγειρικής.

Κι εκεί που νόμιζα ότι με το πλέξιμο κλείσαμε, το κουδούνι ξαναχτύπησε. Πάλι ο ταχυδρόμος. Άλλο πακέτο. Το παρατάω πάνω στο τραπέζι, «άντε να συγκεντρωθείς και να γράψεις» μουρμουράω μαζί με κάτι «γαλλικά» και επιστρέφω στη δουλειά μου.

Απορροφημένη, ούτε κατάλαβα πότε ήρθε η Σταυρούλα, πήρε το πακέτο και το άνοιξε. Εκείνο που δεν θα ξεχάσω είναι η λαχτάρα που πήρα όταν εκεί που έγραφα στον υπολογιστή ακούω μια φλογέρα να παίζει ή καλύτερα να ουρλιάζει στο αυτί μου.

«Μαμάκα, θα μάθω να παίζω και φλογέρα», μου λέει το κοριτσάκι μου με ένα βλέμμα που σπινθήριζε από αποφασιστικότητα.

«Γιατί, παιδάκι μου, πρόβατα θα βοσκάς ή θα σαγηνεύεις φίδια;», τη ρωτάω παραιτημένη και σκάμε και οι δυο στα γέλια.

Επί πέντε συνεχόμενες ώρες λάλαγε η φλογέρα της Σταυρούλας. Η μικρή, η Χρυσούλα να με έχει ταράξει στα μηνύματα.

«Μαμά, πες της να σκάσει γιατί έχω μάθημα και δεν μπορώ να ακούσω. Μαμάααααα!»

Ο Σωτήρης (Χατζημανώλης, ο αρχισυντάκτης μας) με καλούσε κάθε τόσο για να του παραδώσω τα κομμάτια, ρωτώντας με αν είμαι καλά.

«Τέλεια, Σωτήρη μου», του απαντούσα με την καλύτερή μου φωνή.

«Πόσο τέλεια, δεν μπορείς να φανταστείς», μονολογούσα πιάνοντας το κεφάλι μου όταν έκλεινα το τηλέφωνο.

Στις πέντε ακριβώς, έγινε το θαύμα. Η φλογέρα σταμάτησε. Επιτέλους, η Σταυρούλα είχε μάθει να παίζει το «Μπέλα Τσάο» (!) και τώρα με κοιτούσε όλο παράπονο.

«Δεν θα μάθω ποτέ να παίζω φλογέρα, μαμάκα», κλαψούρισε. «Τα παραδοσιακά τραγούδια υπάρχουν μόνο σε ελληνικά βιβλία και πού να τα βρω εδώ».

Απελπισμένη χτύπησα το μέτωπό μου με δύναμη. «Τι ζω η γυναίκα τον καιρό του κορονοϊού!», αναφώνησα και απομακρύνθηκα από το δωμάτιο.

«Επιτέλους, το βούλωσε», άκουσα τη μικρή να λέει με κακία, κραδαίνοντας με λύσσα το κοντρόλ του άρτι αφιχθέντος μέσω ταχυδρομείου ολοκαίνουριου Play Station.

Βλέπετε, οι δικές της κορονοϊκές ανησυχίες δεν ενοχλούν αλλά βλάπτουν σοβαρά την τσέπη μας.

Και πάνω που πίστευα ότι τα είχα δει και ακούσει όλα μπήκε και η γιαγιά μας μέσα στο δωμάτιο κρατώντας μια εικόνα της Παναγίτσας (μεγάλη η χάρη Της) για να μας ευλογήσει και να ξορκίσει το κακό που βρήκε όλο τον κόσμο.

Βρε, τι να μας κάνουν οι εικονίτσες και τα σταυρώματα; Εδώ μέσα χρειαζόμαστε τον «Εξορκιστή» πατέρα Ντάμιεν Κάρρας (από την γνωστή κινηματογραφική ταινία) για να δούμε άσπρη μέρα.

Κάθισα στον καναπέ εξαντλημένη κι άρχισα να αμφισβητώ σοβαρά τα καλά του εγκλεισμού στο σπίτι.

Θα πήγαινα στη δουλίτσα μου, θα έβαζα τη μουσικούλα μου στο αυτοκίνητο, θα έκανα τα καλαμπούρια μου με τους συναδέλφους μου, «χαλαρά» που λένε και οι φίλοι μας από πάνω.

«Ευτυχώς που έχω και το Δημήτρη να κρατά τη λογική εδώ μέσα», σκέφτηκα. Εκείνη τη στιγμή άκουσα το κλειδί να γυρίζει στην πόρτα.

«Ρι», τον ακούω να με φωνάζει με το χαϊδευτικό μου. «Τρέξε! Έφερα σπόρους να φυτέψουμε στον κήπο. Λέω να κάνουμε ένα μποστανάκι».

«Όχι, ρε φίλε», αναφώνησα ανταλλάσσοντας βλέμματα με τα κορίτσια που είχαν τρέξει για να τον υποδεχτούν και όλες μαζί σκάσαμε στα γέλια.