Όταν συζητώ με χριστιανούς διανοούμενους, η καρδιά μου ανοίγει σαν ανθισμένη αμυγδαλιά! Πάντα έχουμε κάτι σοβαρό να συζητήσουμε και πάντα συμφωνούμε να διαφωνούμε.

Τις προάλλες (ημέρες) συζητούσαμε για τη χριστιανική ηθική και αν αυτή είναι ανώτερη από κάθε άλλη προγενέστερη. Όμως ένα τέτοιο θέμα – όπως και κάθε θέμα – χρειάζεται να τοποθετηθεί σε συγκεκριμένο πλαίσιο συζήτησης. Πρότεινα, λοιπόν, να διαχωρίσουμε τα ηθικά παραγγέλματα, αυτά καθαυτά, (per se) από την ηθική συμπεριφορά των ανθρώπων, στους οποίους αυτά τα παραγγέλματα απευθύνονται. Με δυο λόγια: άλλο πράγμα το ηθικό παράγγελμα, άλλο η εφαρμογή του.

ΔΥΟ ΠΑΡΑΓΓΕΛΜΑΤΑ

Ο συνομιλητής μου εκκίνησε τη συζήτηση, εκδιπλώνοντας το πρώτο ηθικό παράγγελμα του Χριστού, που λέει: «εντολήν καινήν δίδωμι υμίν, ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ιωάννης, 13:34), δηλ. «σας δίνω νέα εντολή, ν’ αγαπά ο ένας τον άλλον».

Βέβαια, την εντολή αυτή ο Ιησούς την απευθύνει στους μαθητές του, λέγοντάς τους ν’ αγαπά ο ένας τον άλλον. Συνεπώς, δεν αφορά στη συμπεριφορά των άλλων ανθρώπων. Δηλαδή, ο Ιησούς δεν είπε: «πείτε στους ανθρώπους ν’ αγαπά ο ένας τον άλλον». Εξάλλου, ο ίδιος το ξεκαθαρίζει, λέγοντας: «Μη νομίσητε ότι ήλθον βαλείν ειρήνην επί την γην. Ούκ ήλθον βαλείν ειρήνην αλλά μάχαιραν. Ήλθον γαρ διχάσαι άνθρωπον κατά του πατρός αυτού και θυγατέρα κατά της μητρός αυτής και νύμφην κατά της πενθεράς αυτής. . .» (Ματθαίος, 10:34-5). Αυτά τα λόγια του Ιησού δεν αποπνέουν αγάπη, μόνο διχασμό.

Αφού καθαρίσαμε το έδαφος, στο σημείο αυτό, ο συνομιλητής μου επιστράτευσε το ισχυρότερο όπλο του – το δεύτερο παράγγελμα του Ιησού, που λέει: «εγώ δε λέγω υμίν, αγαπάτε τους εχθρούς υμών» (Ματθαίος, 5:44).

Όντως, εξαιρετικό ηθικό παράγγελμα! Διότι το ν’ αγαπάμε τον φίλο μας, δεν έχει μεγάλη ηθική αξία, αφού κι αυτός επιστρέφει την αγάπη. Είναι ένα ηθικό «αλισβερίσι». Ηθική αξία έχει το ν’ αγαπάμε τον εχθρό μας. Δηλαδή, να έρθει ο βιαστής, να βιάσει το ανήλικο εγγόνι σου, κ’ εσύ, ως καλός Χριστιανός, να τρέξεις να τον αγκαλιάσεις και να του δείξεις την αγάπη σου!

Αλήθεια, πόσοι άνθρωποι μπορούν ν’ αγαπήσουν έναν βιαστή τού παιδιού τους; Πόσοι χριστιανοί επίσκοποι αγάπησαν τον Άρειο κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο της Νίκαιας; Πόσο αγάπησαν την Υπατία οι φανατικοί χριστιανοί καλόγεροι, που την κατακρεούργησαν ζωντανή, χρησιμοποιώντας πήλινα όστρακα;

Με τα παραδείγματα αυτά θέλω να επισημάνω ότι το ηθικό παράγγελμα έχει αξία μόνο εφόσον ο άνθρωπος μπορεί να το κάνει πράξη. Το παράγγελμα «αγαπάτε τους εχθρούς υμών» δεν έγινε πράξη ούτε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ούτε στον Β’. Αμφότεροι οι πόλεμοι ξεκίνησαν από χριστιανούς.

ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ

Ο Πιττακός ο Μυτιληνιός (π. 650-570 π.Χ.) συγκαταλέγεται στη χορεία των επτά σοφών της αρχαιότητας. Είχε έναν γιο, τον Τυρραίο, ο οποίος βρέθηκε σ’ ένα κουρείο, στην Κύμη. Ένας χαλκιάς, κρατώντας στο χέρι ένα τσεκούρι, μπαίνει μέσα στο κουρείο και δολοφονεί τον Τυρραίο.

Οι κάτοικοι συνέλαβαν τον δολοφόνο και τον οδήγησαν στον Πιττακό. Αυτός, αφού βεβαιώθηκε για το φονικό, άφησε ελεύθερο τον δολοφόνο, λέγοντας: «η συγνώμη είναι ανώτερη από τη μετάνοια». Και για έναν άλλον πολιτικό του αντίπαλο (τον ποιητή Αλκαίο), ο Πιττακός φέρεται να έχει πει: «η συγνώμη είναι ανώτερη από την εκδίκηση» (Διογένης Λαέρτιος, Α’ 76).

Ωστόσο, ο Πιττακός αναγνωρίζει ότι είναι δύσκολο το να είναι κανείς πολύ καλός άνθρωπος («άνδρ’ αγαθόν αλαθέως γενέσθαι χαλεπόν»). Ο ίδιος όμως το προσπάθησε. Τα ηθικά του παραγγέλματα είναι αξιοθαύμαστα. Μερικά παραδείγματα: «Μη κακολογείς τον φίλο σου, αλλά ούτε και τον εχθρό σου» («φίλον μη λέγειν κακώς, αλλά μηδέ εχθρόν»). «Ν’ ασκείς την ευσέβεια» («ευσέβειαν ασκείν»). «Να είσαι συνετός» («σωφροσύνην φιλείν») (ό.π. 78).

Αλλά δεν είναι μόνο ο Πιττακός που μας έδωσε ηθικά παραγγέλματα: είναι και ο Πλάτωνας, που βάζει τον Σωκράτη να λέει: «ει δ’ αναγκαίον είη αδικείν ή αδοκείσθαι, ελοίμην αν μάλλον αδικείσθαι ή αδικείν» (Γοργίας, 469 C). Δηλαδή, «αν ήταν αναγκαίο ν’ αδικώ τους άλλους ή ν’ αδικιέμαι εγώ από τους άλλους, θα προτιμούσα ν’ αδικιέμαι παρά ν’ αδικώ».

Ο φίλος και συνεργάτης τού Σωκράτη, ο σκηνικός φιλόσοφος Ευριπίδης, στέλνει ένα μήνυμα σε όλους τους φιλοπόλεμους του κόσμου, λέγοντας: «Μώρος δε θνητών όστις εκπορθεί πόλεις, ναούς τε τύμβους θ’, ιερά των κεκμηκότων, ερημία δους αυτός ώλεθ’ ύστερον» (Τρωάδες, στ. 95-7).

Δηλαδή: «Είναι άμυαλος όποιος κυριεύει πόλεις κ’ ερημώνει ναούς, μνήματα και ιερά των πεθαμένων, γιατί και αυτός μετά θα χαθεί». Γι’ αυτόν τον λόγο, «φεύγειν μεν ουν χρη πόλεμον όστις ευ φρονεί» (ό.π. στ. 400), δηλ. «όποιος σκέφτεται λογικά, πρέπει ν’ αποφεύγει τον πόλεμο».

Αλλά τον κάθε πόλεμο; Όχι. Τον πόλεμο τον επιθετικό. Τον αμυντικό πόλεμο, τον «υπέρ πάτρας», δεν τον καταδικάζει ο Ευριπίδης, γιατί πρόκειται για δίκαιο (ή δικαιολογημένο) πόλεμο.

Στο σημείο αυτό, ο συνομιλητής μου παραδέχτηκε ότι, πραγματικά, για την περίπτωση του βιαστή, το παράγγελμα του Χριστού ν’ αγαπάμε τους εχθρούς μας, είναι δύσκολο να γίνει πράξη.

Χάρηκα που βρήκαμε ένα σημείο συμφωνίας. Πέρα όμως από αυτό, η θέση του, ότι η χριστιανική ηθική είναι ανώτερη από κάθε άλλη ηθική, παρέμεινε η ίδια. Αναμενόμενο.