Ο χώρος των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης δοκιμάζεται σκληρά τα τελευταία χρόνια με τις έντυπες εκδόσεις να πλήττονται περισσότερο λόγω της στροφής του αναγνωστικού κοινού προς την ενημέρωση μέσω διαδικτύου.

Με αφορμή την πρόσφατη ανακοίνωση του κολοσσού των ΜΜΕ News Corp για τη μετατροπή δεκάδων κοινοτικών και περιφερειακών εφημερίδων σε ψηφιακές και τη συγχώνευση πολλών άλλων, η SBS ασχολήθηκε με τον ξενόγλωσσο Τύπο της Αυστραλίας, ο οποίος άνθισε ιδιαίτερα κατά τη μεταπολεμική περίοδο με την έλευση στη χώρα χιλιάδων μεταναστών από όλο τον κόσμο.

Το ρεπορτάζ φιλοξένησε, μεταξύ άλλων, δηλώσεις του Χριστόφορου Γκόγκου, ιδιοκτήτη και εκδότη του «Νέου Κόσμου», της εφημερίδας που επί 63 χρόνια πρωτοστατεί στην ενημέρωση της ομογένειας στην Αυστραλία.

Ο κ. Γκόγκος εξέφρασε την ανησυχία του για τη βιωσιμότητα των εφημερίδων στην ψηφιακή εποχή.

«Έχουμε παρόμοια προβλήματα με αυτά που είχαν όλοι οι άλλοι εκδότες. Δεν έχουμε κάποιου είδους ανοσία σε αυτά. Έχοντας ένα πιο εξειδικευμένο κοινό και την ελληνική παροικία βοηθά … [Αλλά] υπάρχει ακόμα πολύ μεγάλη αβεβαιότητα», είπε.

Ο κ. Γκόγκος είπε ότι η αναγνωσιμότητα αυξάνεται, αλλά αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ψηφιακή έκδοση της εφημερίδας.

«Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που μας διαβάζουν στο διαδίκτυο, αλλά αυτό που με απασχολεί, όπως και κάθε άλλο εκδότη στον κόσμο, είναι πώς αυτό μεταφράζεται σε χρήμα… Πώς είναι δυνατόν να έχουμε αρκετά έσοδα για να πληρώνουμε τους δημοσιογράφους και να κάνουμε την εφημερίδα βιώσιμη».

Ο κ. Γκόγκος είπε ότι πολυπολιτισμικές εφημερίδες όπως ο «Νέος Κόσμος» διαδραματίζουν ζωτικό ρόλο στην Αυστραλία.

«Δεν υπάρχουν μόνο για εμπορικούς λόγους … Αυτό που παρέχουμε, καλύπτει τις ανάγκες μιας ολόκληρης κοινότητας», είπε.

«Είναι σημαντικό να κάνουμε κοινοτικό διάλογο, είναι μέρος του δημόσιου λόγου, μέρος της επιχειρηματολογίας μας, μέρος της δημοκρατίας μας, είναι κρίσιμο».

Ο εκδότης του «Νέου Κόσμου» θεωρεί ότι η Αυστραλία θα ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση εάν έκλειναν οι πολυπολιτισμικές εφημερίδες.

«Το πρόβλημα για μένα, εάν δεν αντέξουν τα πολυπολιτισμικά μέσα, είναι ότι το κενό που θα δημιουργηθεί στην ενημέρωση θα έρθει να το καλύψει το Facebook και τα άλλα κοινωνικά μέσα με ό,τι μπορεί να συνεπάγεται αυτό για την ποιότητα της πληροφόρησής μας», είπε.

«Θα είναι πραγματικά λυπηρό αν συμβεί κάτι τέτοιο», κατέληξε ο κ. Γκόγκος.

Με την άποψη αυτή συμφωνεί και ο πρώην επίτροπος της Αυστραλίας για τις φυλετικές διακρίσεις και νυν διευθυντής της πολιτισμικής στρατηγικής στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, Tim Soutphommasane.

«[Αυτές οι εφημερίδες] είναι συχνά αόρατες στους Αυστραλούς που δεν τις διαβάζουν. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι στην πολυπολιτισμική αυστραλιανή κοινωνία, τα μέλη της κοινότητάς μας ενημερώνονται από πολλές πηγές, όχι μόνο από τις αγγλόφωνες πηγές», δήλωσε και προειδοποίησε ότι αν τα κοινοτικά μέσα ενημέρωσης κλείσουν, «θα πληγεί η ποικιλομορφία όχι μόνο των φωνών και των προσώπων, αλλά και των ιστοριών».

Στο ρεπορτάζ της SBS φιλοξενήθηκαν οι απόψεις και άλλων εκπροσώπων του πολυπολιτισμικού Τύπου, όπως της εφημερίδας Australian Jewish News που μετρά 125 χρόνια κυκλοφορίας, της Australasian Muslim Times και της ιταλικής La Fiamma στο Σίδνεϊ και Il Globo στη Μελβούρνη.

Κοινός παρανομαστής των δηλώσεων όλων είναι ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζουν οι εφημερίδες αυτές στις κοινότητες στις οποίες απευθύνονται και οι διαφορετικές ανάγκες του αναγνωστικού τους κοινού που δεν μπορούν να καλυφθούν από τα κεντρικά μέσα ενημέρωσης.

Για το λόγο αυτό, εμφανίζονται αισιόδοξοι για το μέλλον του κοινοτικού Τύπου.

Ωστόσο, όπως φάνηκε στο ρεπορτάζ της SBS News όλοι γνωρίζουν πολύ καλά τις προκλήσεις στο χώρο της ενημέρωσης, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Ο κινεζικός Τύπος δέχτηκε ίσως το πιο μεγάλο πλήγμα φέτος με το κλείσιμο της Sing Tao Daily, της μεγαλύτερης και μακροβιότερης εφημερίδας κινεζικής γλώσσας της Αυστραλίας, ενώ πολλές άλλες σταμάτησαν τις έντυπες εκδόσεις τους.