Δεν θα αποτελούσε υπερβολή το να υποστηρίξει κανείς ότι για τον Μελβουρνιώτη ποιητή, δημοσιογράφο και κοινωνικό ακτιβιστή, Bert Birtles, ο ελληνικός κόσμος είχε μια ξεχωριστή γοητεία. Σύμπτωμα της αγάπης του για την Ελλάδα είναι το όνομα που έδωσε στο ποιητικό περιοδικό που ίδρυσε το 1935: «Θύρσος», εμπνεόμενος από τη ράβδο μάραθου με κουκουνάρι στην κορυφή, που κρατούσαν σε πομπές, οι αρχαίοi λάτρεις του Διονύσου. Μαζί με τη σύζυγό του Ντόρα, για χάρη της οποίας εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο Σίδνε:ϊ όταν εξέδωσε ποίημα που περιέγραφε σκηνές της ερωτικής τους επαφής στην οροφή των κτιρίων του Πανεπιστημίου, το 1935 ταξίδεψε στην Ελλάδα ακριβώς όταν η χώρα αυτή διένυε μία από τις πιο κρίσιμες περιόδους της πολιτικής της ιστορίας: την επιστροφή της μοναρχίας και την κατάρρευση της Δημοκρατίας.

Ο Birtles και η σύζυγός του περιόδευσαν σε όλη τη χώρα, ερχόμενοι σε επαφή με σημαντικούς παράγοντες του πνευματικού και πολιτικού κόσμου, και καταγράφοντας επιμελώς τις επικρατούσες κοινωνικές συνθήκες. Αξίζει να σημειωθεί ότι, ο Birtles, οπαδός του κομμουνισμού, παρά τις δικτατορίες του Κονδύλη και του Μεταξά, έχοντας ευαισθητοποιηθεί για την κατάστασή τους, κατάφερε να επισκεφθεί και να καταγράψει τις συνθήκες των αριστερών εξόριστων στα νησιά της Ανάφης και της Γαύδου. Κατά συνέπεια το 1938, εμφανίστηκε το πρώτο πλήρες βιβλίο ενός Αυστραλού για τη σύγχρονη Ελλάδα, το «Εξόριστοι του Αιγαίου» του ίδιου. Το βιβλίο έφερε τον υπότιτλο: «Μια προσωπική αφήγηση μιας περιοδείας και της ελληνικής πολιτικής», ενώ το περιεχόμενο του βιβλίου περιγράφεται ξεκάθαρα στην αφιέρωσή του: «Για τη Ντόρα, που έκανε το ταξίδι μαζί μου, και για τα γενναία ελληνικά θύματα της φασιστικής τρομοκρατίας, στη φυλακή και την εξορία».

Ένα γαμήλιο ταξίδι στάθηκε αφορμή για την αφύπνιση την κοινωνικής συνείδησης του Birtles, συντελώντας στη δημιουργία μιας σπουδαίας αυστραλιανής εκδοχής των σημαντικών στιγμών στην ιστορία του Ελληνικού έθνους. «Έχοντας ταξιδέψει στην Ελλάδα χωρίς ιδιαίτερο σκοπό, αλλά για να διασκεδάσουμε», γράφει ο Birtles, «δεν σκοπεύαμε να μείνουμε περισσότερο από δυο ή τρεις μήνες. αλλά καθώς ευαισθητοποιηθήκαμε για τα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο ελληνικός λαός, και καθώς το ενδιαφέρον μας για την πολιτική του τόπου μεγάλωνε, παρατείναμε συνεχώς τη διαμονή μας… Αυτό που αρχικά ήταν γαμήλιο ταξίδι, διαμορφώθηκε σε πνευματική περιπέτεια».

Η Ελλάδα το 1935 ακόμη μαστιζόταν από τον εθνικό διχασμό μεταξύ βασιλικών και βενιζελικών. Η βία δέσποζε στον πολιτικό χώρο. Άτομα τα οποία έπεφταν στη δυσμένεια του καθεστώτος, ή που οι πολιτικές τους πεποιθήσεις έκλιναν έστω και μηδαμινά προς τα αριστερά, φυλακίζονταν ή στέλνονταν εξορία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, ο πρώην βενιζελικός στρατηγός Γιώργος Κονδύλης πραγματοποίησε πραξικόπημα και διεξήγαγε δημοψήφισμα για την επιστροφή στη χώρα, του βασιλιά Γεωργίου Β’. Ταξιδεύοντας στην Ιθάκη τη στιγμή της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος, ο Birtles συνέκρινε την ηρεμία του αγροτικού τοπίου με την αναταραχή των τρεχόντων γεγονότων: «Αναρριχηθήκαμε με γαϊδουράκια στην πλαγιά του λόφου, διαπερνώντας βραχώδεις αγρούς όπου καλλιεργούνταν σταφύλια, καλαμπόκια και ελιές . Οι μόνοι ήχοι που ακούγονται εδώ είναι το χτύπημα των κυπριών των κατσικιών και κατά διαστήματα οι κραυγές των αγελάδων, αλλά ξαφνικά σε μια στροφή του ορεινού δρόμου, θυμηθήκαμε την παγκόσμια επικαιρότητα. Σε έναν τεράστιο λίθο υπήρχε βαμμένο με κόκκινη μπογιά, ένα σφυροδρέπανο. Από κάτω, ένα σύνθημα, επίσης με κόκκινη μπογιά, το κάθε γράμμα στο ύψος περίπου του ενός ποδιού. Οι φίλοι μας, μάς το μετέφρασαν: “Κάτω ο Ιμπεριαλισμός, ο Πόλεμος και ο Φασισμός!”».

Ο Μελβουρνιώτης ποιητής, δημοσιογράφος και κοινωνικός ακτιβιστής, Bert Birtles

Στην Ιθάκη, ο Birtles γνώρισε μερικούς παλιννοστούντες Έλληνες από την Αυστραλία. Ρωτώντας τους τι πίστευαν για τις προθέσεις του πρώην πρωθυπουργού Τσαλδάρη για το επικείμενο δημοψήφισμα, κάποιος από αυτούς απάντησε: «Λέει ότι θα είναι fair dinkum». Όταν ρωτήθηκε σκωπτικά από τον Birtles αν ο Τσαλδάρης χρησιμοποίησε ακριβώς αυτή την αυστραλιανή ιδιωματική έκφραση, ο Ελληνοαυστραλός απάντησε,: «Όχι, αλλά αυτό εννοούσε».

Η εμπειρία του Birtles στην Αθήνα, σε αντίθεση με πολλούς άλλους αγγλόφωνους, ήταν απαγκιστρωμένη από τον ρομαντισμό της κλασικής αρχαιότητας: «Εκτός αν είστε αποφασισμένοι να είστε ρομαντικοί με οποιοδήποτε κόστος, παράλογα ρομαντικοί», παρατήρησε, «οι πρώτες εντυπώσεις σας για την Αθήνα θα πρέπει να περιλαμβάνουν όπως και οι δικές μας, ατελείωτα παζάρια για εκπτώσεις και έντονες πολιτικές συζητήσεις». Αν και όπως τόσοι άλλοι γοητεύθηκε από τον Παρθενώνα και τον επισκέφθηκε συχνά, απέφυγε την εξιδανίκευσή του στην σκέψη του: «Δεν εκτιμήσαμε πολύ αυτόν τον αφηρημένο τρόπο σκέψης για τον Παρθενώνα, σαν να ήταν κάτι απόμακρο από την ιστορία της χώρας και τη ζωή των ανθρώπων». Αναφερόμενος στο βομβαρδισμό του από τους Ενετούς το 1687, πρόσθεσε: «Έτσι καταντά η αφηρημένη έννοια του ωραίου όταν συγκρούονται αντίπαλοι ιμπεριαλισμοί».

Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Αθήνα, ο Birtles συνάντησε τον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Του δημιούργησε αρνητική εντύπωση η αμφιλογία του επαγγελματία διπλωμάτη, σημειώνοντας: «ήταν ακόμα στα τριάντα του… τα βιώματα της διπλωματικής άνεσης είχαν ήδη αφήσει τα λεπτά τους σημάδια επάνω του. Σχετικά με αυτόν παρατήρησα έναν αέρα αυτοσυντήρησης και … μια μελετημένη τάση για πνευματική υπεκφυγή». Για τον Birtles, ο στρατευμένος ποιητής Κώστας Βάρναλης ήταν μια πιο εντυπωσιακή φιγούρα και στο βιβλίο του, κάνει μια πολυσέλιδη αναφορά στο έργο του «Το φως που καίει». Αναφέρει επίσης ότι ο ποιητής έκανε την εξής πρόβλεψη: «Όταν γίνει η κοινωνική επανάσταση στην Ελλάδα, θα είναι αστική και δημοκρατική, όχι προλεταριακή». Παρακολουθώντας μια δημόσια συγκέντρωση όπου ο Βάρναλης προειδοποίησε για τους κινδύνους που εγκυμονούσε ο φασισμός, ο Birtles πήρε συνεντεύξεις από τους παρευρισκόμενους ώστε να ανακαλύψει την αιτία της εξαιρετικής δημοτικότητας του Βάρναλη. Ένας από αυτούς τού εξήγησε: «Είναι επειδή είναι ποιητής, λέει την αλήθεια, ενώ δεν φοβάται να συστρατευτεί με το λαό και να υποφέρει γι’ αυτόν».

Ο Birtles συναντήθηκε, επίσης, με το επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης, τον βασιλέα Γεώργιο Β΄, σε δεξίωση για δημοσιογράφους και τον χαρακτήρισε φιλικό και καλοπροαίρετο: «Φαινόταν έξυπνος, αλλά όχι διανοητικός και σίγουρα όχι εξαιρετικός». Καθώς τα γεγονότα εξελίσσονται στην αφήγηση, με την απόλυση από τον βασιλιά του Κονδύλη και την αναρρίχηση του Μεταξά στην εξουσία, εκφράζει τελικά την άποψη ότι ο βασιλιάς ο ίδιος, ουσιαστικά, ήταν ο πραγματικός δικτάτορας. Ο Birtles αξιολογεί τα δικά του αντιφατικά συναισθήματα κατά τη συνάντησή του με τον μονάρχη με τον εξής τρόπο: «Καθώς βγήκαμε έξω, σκεφτόμουν πόσο πολύ δημοκράτης θα μπορούσε να είναι ένας δημοκράτης, όταν χαιρετά δια χειραψίας έναν βασιλιά».

Παρατηρώντας τις γενικές εκλογές, ο Birtles σημείωσε ότι ένα σημαντικό ζήτημα ήταν η χορήγηση αμνηστίας στους πολιτικούς κρατουμένους. Ως εκ τούτου, αποφάσισε να ερευνήσει τις συνθήκες διαβίωσης των κρατουμένων στα νησιά της εξορίας τους. Ενεργοποιώντας τις διασυνδέσεις του με το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, κανόνισε να μεταφερθεί στην Ανάφη, όπου διέμεινε για οκτώ ημέρες. Ο Birtles καταγράφει ότι οι συνθήκες διαβίωσης των εξόριστων ήταν απαίσιες.

Υπέφεραν από υποσιτισμό και υπήρχε ελάχιστη ιατρική περίθαλψη. Παρ’ όλα αυτά, οι εξόριστοι τον φιλοξένησαν και στερήθηκαν το φαγητό τους ώστε να μην πεινάσει ο ίδιος. Οι εξόριστοι ήταν οργανωμένοι σε μικρές ομάδες και στους τοίχους τους είχαν ζωγραφίσει με κηρομπογιές τα πορτραίτα των Ένγκελς, Μαρξ, Λένιν, Τσέτκιν και Ρόζας Λούξεμπουργκ. Πραγματοποιούσαν σεμινάρια πολιτικής διαφώτισης και εκπαίδευαν ο ένας τον άλλον πώς να ανταπεξέλθουν στις ανακρίσεις, έχοντας ως πρότυπο τον Δημητρώφ. Σε συνομιλία με τους εξόριστους, ο Birtles έμαθε ότι οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν κομμουνιστικές απόψεις πριν από τον εξορία τους.

Κατά τη διάρκεια της φυλάκισης και της εξορίας τους, κυρίως με τα πιο γελοία προσχήματα, (ο Birtles αναφέρει την περίπτωση ενός δάσκαλου που φυλακίστηκε ως κομμουνιστής επειδή δίδαξε ενάντια στη διδασκαλία της δημιουργίας του κόσμου όπως αυτή καταγράφεται στην Παλαιά Διαθήκη), ασπάστηκαν οι περισσότεροι ριζοσπαστικές πολιτικές απόψεις. Στην Ανάφη και στην απομακρυσμένη και εξαιρετικά απρόσιτη Γαύδο, διαβόητη για τη σκληρότητα των συνθηκών της, την οποία μετά από αρκετές δυσκολίες κατάφερε να επισκεφτεί ο Birtles, μαρτυρεί και περιγράφει τη δημιουργία πολιτικών και αντιστασιακών δικτύων που θα αντέξουν την δικτατορία του Μεταξά και θα παίξουν σπουδαίο ρόλο στην Κατοχή και στον Εμφύλιο.

Το εξώφυλλο του βιβλίου

Από τις συνεντεύξεις που πήρε από αριστερούς πολιτικούς ακτιβιστές και βουλευτές (μεταξύ των οποίων, τον Στέλιο Σκλάβαινα, και τον Δημήτρη Γληνό) ο Birtles υποστηρίζει την άποψη ότι τα μικροαστικά ελληνικά πολιτικά κόμματα και ειδικά ο ηγέτης των βενιζελικών, Θεμιστοκλής Σοφούλης, τελικά ευθύνονται για την επικράτηση του φασισμού, διότι, στην προσπάθειά τους να περιθωριοποιήσουν τους κομμουνιστές, απέτυχαν να δημιουργήσουν ένα ενωμένο μέτωπο για να αναχαιτίσουν τον Μεταξά.

Θαρραλέος ο Birtles, δεν δίστασε να καταβάλει προσπάθειες να συναντηθεί με τον ίδιο τον Ιωάννη Μεταξά ώστε να του πάρει συνέντευξη. Ο δικτάτορας του ζήτησε να υποβάλει τις ερωτήσεις του γραπτώς εκ των προτέρων, μία από τις oποίες ήταν αν είχε εμπνευστεί από την Πολιτεία του Πλάτωνα στην διαμόρφωση της ιδεολογίας του καθεστώτος του, ενώ γνωρίζουμε ότι αργότερα, το βιβλίο αυτό απαγορεύτηκε από τον ίδιο. Ο Birtles περίμενε τρεις εβδομάδες, και τελικά ειδοποιήθηκε ότι ο δικτάτορας δεν θα του παραχωρούσε συνέντευξη. Εν τω μεταξύ, ο Birtles παρευρέθηκε στην κηδεία του Ελευθέριου Βενιζέλου στην Κρήτη, δηλώνοντας αρκετά εντυπωσιασμένος από τους Κρητικούς, τους οποίους παρομοίασε με Αυστραλούς της εξοχής: «τους διέπνεε ένας αέρας ανεξαρτησίας… μια εμφάνιση που μοιάζει με αυτή των αυστραλών bushmen…Υπάρχει ένα είδος αξιοπρέπειας που προέρχεται από την ανοιχτή αντίσταση κατά της τυραννίας, οποιουδήποτε είδους, και αυτοί οι άντρες την είχαν». Ενώ η σύζυγός του Ντόρα, ασπάστηκε τη σωρό του Βενιζέλου, κατά το έθιμο, ο Birtles αρνήθηκε να το κάνει, παρατηρώντας: «Όταν κάτι θεσμοποιείται, χάνει την εντυπωσιακότητά του, παύει πλέον να είναι προσωπικό ή αυθόρμητο».

Ακόμα και όταν περιγράφει άπληστους μικροαστούς ή διεφθαρμένους αστυνομικούς, από την αφήγηση του Birtles αναβλύζει η μεγάλη του αγάπη για τον ελληνικό λαό. Αυτό του επιτρέπει να κάνει ενδιαφέροντα και πρωτότυπα σχόλια σχετικά με τα κοινωνικά ήθη και έθιμα της εποχής όπως συμβαίνει όταν αναφέρεται στη χρήση κομπολογιών από τους Έλληνες: «Αυτά τα κομπολόγια δεν έχουν καμία σχέση με τη θρησκεία. Απλώς υπάρχουν για να ασχολούνται οι Έλληνες όταν κάθονται και συζητούν. Φαίνεται να είναι υποκατάστατα του αρσενικού αυνανισμού».

Η αφήγηση του Birtles τελειώνει τον Δεκέμβριο του 1937 με μια λεπτομερή περιγραφή της καταστολής της λειτουργίας των συνδικάτων και του δικαιώματος της απεργίας από τον Μεταξά και των δεινών των επανεγκατεστημένων προσφύγων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι ζούσαν σε άθλιες συνθήκες και θεωρούνταν εχθρικοί προς το καθεστώς. Εδώ το ύφος του Birtles είναι προνοητικό καθώς προβλέπει μια μεγάλη κρίση στον ορίζοντα, που θα εξαπλωθεί τελικά σε ολόκληρη την ήπειρο και θα καταστρέψει την Ελλάδα. Οι κοινωνικές ρωγμές που εντοπίστηκαν με ακρίβεια από τον Birtles στις εκτενείς συνεντεύξεις αγροτών, ποιητών, πολιτικών, επαγγελματιών, νοικοκυρών, δημοσιογράφων και εμπόρων της εποχής, θα συντελέσουν τελικά στη δημιουργία των συνθηκών εκείνων που αργότερα θα προκαλέσουν τον εμφύλιο πόλεμο, οι συνέπειες του οποίου είναι αισθητές ακόμη και σήμερα και των οποίων τα προηγούμενα εύκολα εντοπίζονται τόσο στη σκέψη, όσο και στα γραφόμενα του Birtles.

Ως αριστερίζουσα κριτική του ακροδεξιού αυταρχισμού στην Ελλάδα, το βιβλίο «Εξόριστοι του Αιγαίου» του Bert Birtles άσκησε εξαιρετική επιρροή στον πολιτικό λόγο της Αυστραλιανής αριστεράς κατά την εποχή της δημοσίευσής του. Επιστρέφοντας στην Αυστραλία, ο Birtles εντάχθηκε μεταπολεμικά στην αριστερή οργάνωση «Σύνδεσμος για την Επαναφορά της Δημοκρατίας στην Ελλάδα» και συνέχισε τον πολιτικό και κοινωνικό του ακτιβισμό, ενώ κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον της επιτροπής κατασκοπείας στην περιβόητη υπόθεση Petrov. Τόσο αυτός όσο και η σύζυγός του, που δημοσίευσε το διήγημα: «Τρεις ημέρες στις φυλακές Αβέρωφ», σχετικά με την αναζήτηση τσιγάρων από ελληνίδες πολιτκές κρατούμενες, παρέμειναν δια βίου φίλοι της Ελλάδας. Σήμερα, ογδόντα δύο χρόνια μετά τη δημοσίευση του βιβλίου του, τα λόγια και οι εκτιμήσεις του Αυστραλού φιλέλληνα Bert Birtles αναδύονται από τη σελίδα, τόσο συναφή και ακριβή όσον αφορά τα θεσμικά προβλήματα που σχετίζονται με την ελληνική δημοκρατία, όπως όταν γράφτηκαν για πρώτη φορά. Αξίζουν περαιτέρω προσοχή και εκτίμηση από τις ελληνικές κοινότητες της Αυστραλίας, για τις οποίες αυτός ο μεγάλος λάτρης του ελληνισμού βρίσκεται εκτός των παροικιακών των αφηγήσεων.