Τα σχολεία ελληνικής γλώσσας της Μελβούρνης και γενικότερα της Αυστραλίας, περνούν μια περίοδο πραγματικής κρίσης για πολλούς και διάφορους λόγους στις μέρες μας. Το παρατηρώ καθημερινά στην εκπαίδευση και με τους φίλους και συναδέλφους που συναναστρέφομαι. Ο κυριότερος βέβαια σύγχρονος λόγος είναι η πανδημία που βρήκε τον κόσμο απροετοίμαστο και ειδικά την εκπαίδευση με ειδικότερα τα κοινοτικά, ιδιωτικά, αρχιεπισκοπικά σχολεία διδαχής της ελληνικής. Το μέλλον είναι αβέβαιο. Ένα πράγμα όμως είναι σίγουρο, ότι τα σχολεία ελληνομάθειας δεν θα είναι ποτέ ξανά τα ίδια στο μέλλον. Ή θα προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα ή δεν θα επιζήσουν.
Στη Μελβούρνη όλα τα εκπαιδευτήρια ελληνομάθειας σε απογευματινά σχολεία έχουν κλείσει τις πόρτες τους και συνεχίζουν τη διδασκαλία μέσα από το Δίκτυο. Ως αποτέλεσμα παρατηρούμε σοβαρές απώλειες όχι μόνον σε αριθμό μαθητών που για τους δικούς τους λόγους δεν έχουν τη δυνατότητα ή το κατάλληλο κίνητρο να συμμετέχουν στη διδαχή της γλώσσας, αλλά και στην εμπέδωση των ελληνικών ηθών και εθίμων. Κυρίως στη διδαχή ηθών και εθίμων. Τα ήθη και έθιμα του λαού μας έχουν σημαντικότατο ρόλο να παίξουν στην εμπέδωση της ελληνικής ταυτότητας, στην αναγνώριση της ιστορίας και παράδοσης, στο βάθος και την ευρύτητα της ελληνικής γλώσσας και ιδιαίτερα του πολιτισμού. Αυτό που είμαστε το αντικατοπτρίζει με επιτυχία η ελληνική γλώσσα. Δίχως αυτήν είμαστε απλά ένα μέλος μιας οποιαδήποτε κοινωνίας με κάποιες σκόρπιες και δίχως συνοχή συνήθειες και τίποτα περισσότερο.
Ο μαθητής ή η μαθήτρια που παρακολουθεί τις τηλεδιασκέψεις στο Δίκτυο χρησιμοποιώντας την τεχνολογία δεν έχει (α) την άμεση επαφή με τον εκπαιδευτικό (β) την ευκαιρία να διδαχτεί ελληνικό χορό, δράμα, τραγούδι (γ) την ευκαιρία να συναναστραφεί με τον συμμαθητή του και να λάβει μερικά από τα ερεθίσματα που είναι απαραίτητα για την αρμονική συμβίωσή του στο μέλλον. Το αποτέλεσμα οι μαθητές όχι μόνον να μην προοδεύουν στη γλώσσα, αλλά και να χάνουν από τις γνώσεις που είχαν λάβει μέχρι σήμερα σε μερικές περιπτώσεις που τείνουν να πολλαπλασιάζονται. Αυτές οι πραγματικότητες είναι εκείνες που φέρνουν ένα ανεπανάληπτο πλήγμα στην ελληνομάθεια στη μακρινή αυτή χώρα που ζούμε.
Πώς είναι δυνατόν ένας μαθητής να διατηρήσει το ενδιαφέρον του στην ελληνική, όταν μπαίνει στο Δίκτυο για να παρακολουθήσει τα μαθήματα και όλα γύρω του είναι στην αγγλική, από τα παραθυράκια που ανοίγουν, από τα λεγόμενα (browsers), από τα κουμπάκια που του λένε κάνε chat, ή στείλε sms, ή turn your video on, και turn your sound on, να σκεφτεί στην ελληνική, να γράψει στην ελληνική και το κυριότερο να δημιουργήσει χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα; Δεν έχουμε πλέον καμία ελπίδα τα παιδιά μας να σκέφτονται στην Ελληνική.
Επίσης τα περισσότερα σχολεία διδάσκουν την ελληνική Δικτυακά είτε σε μισάωρες τηλεδιασκέψεις, είτε και μέχρι της μιας ώρας που ξαναρχίζουν μετά από κάποιο διάλειμμα. Πώς είναι δυνατόν ν’ αντικατασταθεί η τάξη όπου οι μαθητές είχαν τρεις και τέσσερις ώρες διδαχής της ελληνικής την εβδομάδα σε ένα χώρο που άκουγαν κατά το πλείστον την ελληνική γλώσσα με τη διδαχή από το Δίκτυο όπου ο δάσκαλος / η δασκάλα χρειάζονται αρκετή ώρα να συντονίσει τους νέους τρόπους συμπεριφοράς των μαθητών (turn your video on, turn your audio on/off, can you please not chat during the lesson) που έχουν την ευκολία να συμπεριφέρονται όπως εκείνοι θέλουν δημιουργώντας έτσι μια σύγχυση στην ομαλή ροή της τάξης; Χάσαμε δηλαδή και στο μάθημα καλής συμπεριφοράς. Επίσης οι προκαθορισμένες ώρες διδαχής της γλώσσας δεν επιτρέπουν χάσιμο χρόνου με αποτέλεσμα τα μαθήματα να γίνονται ανιαρά για τους μαθητές και τις μαθήτριες που πρέπει να διδαχτούν γραμματική και συντακτικό χάνοντας το σημαντικό ενδιαφέρον που προσφέρει η διδαχή της ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού.
Μερικά από τα απογευματινά σχολεία ελληνικής γλώσσας παρ’ όλο που εξέτασαν πρώτα τις ευκαιρίες της τεχνολογίας και τις έκαναν πράξη σήμερα έχουν συρρικνωθεί αισθητά σε αριθμούς μαθητών. Επίσης τα κοινοτικά και τα σχολεία της αρχιεπισκοπής Αυστραλίας έχουν το ίδιο πρόβλημα. Το αποτέλεσμα η διεύθυνσή τους σκέφτεται σοβαρά το κλείσιμό τους κι ένας μεγάλος αριθμός μαθητών των ήδη συρρικνωμένων τάξεων να εγκαταλείπει την ελληνομάθεια.
Στην κυβερνητική και ιδιωτική ημερήσια εκπαίδευση τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα επίσης, εφόσον υπάρχει αυτός ο φόβος του ιού που ταλαιπωρεί ακατάσχετα την εκπαίδευση γενικά, ταλαιπωρεί τους εκπαιδευτικούς στις σύγχρονες τάξεις που πρέπει να διατηρούν τις οδηγίες του υπουργείου πολύ πιο πιστά από πριν, ταλαιπωρεί τους γονείς που τώρα έχουν τόσες επιπρόσθετες ευθύνες. Την επιπρόσθετη ευθύνη να διδάξουν στα παιδιά τους κατά πόσο πρέπει να προσέχουν στο κάθε τι που κάνουν και κάθε επαφή που έχουν με το περιβάλλον και τους συνομηλίκους τους. Κι όταν έρθει η ώρα οι γονείς αυτοί που είχαν τα παιδιά τους μέχρι πρόσφατα στο σπίτι ολημερίς, να τα παρακολουθήσουν μαθήματα ελληνικής γλώσσας είναι τόσο ταλαιπωρημένοι και απογοητευμένοι από την υπερβολική πλέον υπευθυνότητα προστασίας των παιδιών τους που ή θα αγνοήσουν παντελώς την ελληνική παραδοσιακή εκπαίδευση ή, στην καλύτερη περίπτωση, θα σταματήσουν να πιέζουν τους μαθητές να συμμετέχουν. Το αποτέλεσμα τα παιδιά να χάνουν σημαντικό μέρος των μαθημάτων και κατά συνέπεια να μειώνεται αισθητά η ευχέρειά τους στην ελληνική γλώσσα και κουλτούρα.
Επιστρέφουμε δηλαδή σχεδόν πάντα στην οικογένεια και στους γονείς οι οποίοι καθημερινά αναζητούν τρόπους να απαλλαχτούν από τις επιπρόσθετες υπευθυνότητες που αναγκαστικά ανέλαβαν. Αυτοί είναι που θα καθορίσουν την παρακμή ή την άνθηση της ελληνομάθειας. Αν δεν αντιληφθούν οι γονείς τη σπουδαιότητα της εκμάθησης της Ελληνικής ή έστω και της δεύτερης γλώσσας ακόμη και σε καιρούς ασυνήθιστους και γενικά αφύσικους, η γενική στάθμη ικανοτήτων των ενηλίκων παιδιών τους στο μέλλον μειώνεται σε επίπεδα αποσύνθεσης και παρακμής.
Κάποια σχολεία ελληνικής γλώσσας της παροικίας της Μελβούρνης έχουν μειώσει τα δίδακτρά τους στο ήμισυ με αποτέλεσμα να μειώνονται και οι παροχές, πολλά λειτουργούν με παθητικό κι εκείνα τα οποία λειτουργούσαν με προβληματισμούς πέρυσι καλλιεργούν σοβαρές σκέψεις να κλείσουν εντελώς. Χάνεται έτσι το μέλλον μιας τόσο δραστήριας και οργανωμένης κοινωνίας, όπως της ελληνικής. Χάνεται η πρόοδος στην χάραξη νέων βάσεων από αυτές που έθεσαν οι πρώτες γενεές. Αντί να προσπαθήσουμε να τις εκσυγχρονιστούμε χρησιμοποιώντας αυτές τις βάσεις και να τις βελτιώσουμε, αντικαθίσταται παντελώς η μεθοδολογία με ακατανόητους, ανεξερεύνητους και αμελέτητους τρόπους διατήρησης της ελληνικής ταυτότητας. Ένα σημαντικό ερώτημα σήμερα είναι αν είμαστε έτοιμοι ν’ αντιμετωπίσουμε τη νέα πραγματικότητα κι αν πραγματικά θέλουμε να διατηρήσουμε την ελληνική μας ταυτότητα.
Η κατάσταση έχει δυσκολέψει τόσο που είναι αδύνατο με τον παραδοσιακό τρόπο να διδαχτεί πλέον η ελληνική γλώσσα. Δεν είμαστε καν σίγουροι αν τα απογευματινά σχολεία θα ξανανοίξουν το 2020. Εν τω μεταξύ το επίπεδο ευχέρειας της ελληνικής (όπως και άλλων γλωσσών εκτός της Αγγλικής) στην παροικία της Μελβούρνης έχει λάβει τέτοιο πλήγμα που το πόνημα αυτό αναγνωρίζει ότι δεν έχει καμία δυνατότητα να προσφέρει πρακτικές ή θεωρητικές λύσεις.
Για εμφανείς λόγους χάραξης νέας πορείας πρέπει να δημιουργηθεί συνέδριο εκπαιδευτικών και ενδιαφερόμενων παραγόντων όπου θα χαραχτούν νέοι μέθοδοι διδασκαλίας, αυτή τη φορά τη διδαχή δεύτερης γλώσσας συμπεριλαμβανομένης και την εξ αποστάσεως, οι οποίοι μέθοδοι ίσως προσφέρουν μια καλύτερη ελπίδα και να φέρουν βελτιωμένα αποτελέσματα. Τα απογευματινά σχολεία είναι δημιουργία και οργάνωση της ελληνικής παροικίας στον τόπο αυτό. Μην περιμένουμε από κυβερνητικούς παράγοντες να μας σώσουν. Η διδακτέα ύλη πλέον απέκτησε τα δικά της προβλήματα εκσυγχρονισμού. Ποιος ο ενδεδειγμένος τρόπος πλέον γλωσσομάθειας εφόσον απέχουμε από τα εκπαιδευτήρια, απέχουμε από τον πολιτισμό του σχολικού χώρου;
Μια ευέλικτη διδακτέα ύλη μήπως πρέπει να συμποτιστεί και να συμπεριλαμβάνει κάθε μέσο τεχνολογίας που βοηθάει στην εξ αποστάσεως διδασκαλία. Μήπως οι εκπαιδευτικοί να διδαχτούν νέους τρόπους διδασκαλίας κάνοντας χρήση και έχοντες ευχέρεια στη χρήση της τεχνολογίας που είναι το μόνο μέσο σε παρόμοιες περιστάσεις. Σήμερα οι μισοί τουλάχιστον εκπαιδευτικοί ανήκουν στην πρώτη γενιά των Ελλήνων με περιορισμένες γνώσεις τεχνολογίας. Το έχουμε σημειώσει και στο παρελθόν αυτό, αλλά τώρα γίνεται πολύ πιο αισθητή η έλλειψη των γνώσεων της μόνης μεθόδου που υπάρχει στην ελληνομάθεια στις μέρες μας. Δεν είναι ο καλύτερος τρόπος, αλλά είναι μια διέξοδος που προσφέρει μερική, έστω και αμυδρή, ελπίδα για το μέλλον.
Χρειάζεται σ’ αυτό το πόνημα να σημειώσουμε περισσότερα; Ίσως, αλλά το πρώτο μέλημά μας πλέον δεν είναι «μιλάμε ελληνικά το Μάρτιο», ένας όρος που έχει εδραιωθεί στις τάξεις της ελληνικής παροικίας της Μελβούρνης, αλλά είναι η αποφασιστική μας απάντηση στο εάν «θα επιζήσει η ελληνομάθεια στην ξένη αυτή χώρα» με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως βάση στην πορεία του ελληνισμού που θα προσαρμοστεί σε κάθε νέα συγκυρία και πραγματικότητα του μέλλοντος.
Ιάκωβος Γαριβάλδης ΟΑΜ