Με τον παραπάνω τίτλο δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο τελευταίο τεύχος του βραβευμένου απ’ την Ακαδημία Αθηνών αθηναϊκού λογοτεχνικού περιοδικού «Οδός Πανός», που μόλις κυκλοφόρησε (τεύχος 187, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2020), μέρος της άγνωστης επιστολογραφίας του διάσημου συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα με τον Γιάννη Βασιλακάκο. Σημειωτέον ότι ο Κουμανταρέας υπήρξε απ’ τους σημαντικότερους και δημοφιλέστερους μεταπολεμικούς Έλληνες πεζογράφους, δοκιμιογράφους και μεταφραστές, με πωλήσεις εκατοντάδων χιλιάδων αντιτύπων στο ενεργητικό του. Ο τελευταίος δολοφονήθηκε άγρια, μετά από ληστεία στο σπίτι του, στις 5 Δεκεμβρίου 2014.

***

Τον αλησμόνητο ομότεχνο και φίλο Μένη Κουμανταρέα (του οποίου υπήρξα ενθουσιώδης αναγνώστης), τον πρωτογνώρισα προσωπικά τον Γενάρη του 1987, σε μια λογοτεχνική εκδήλωση που είχε διοργανώσει το Ινστιτούτο Γκαίτε στο οίκημά του στην Αθήνα. Με είχε καλέσει τηλεφωνικά ο φίλος συγγραφέας Θανάσης Βαλτινός, επειδή συμμετείχε και ο ίδιος σ’ αυτήν, μαζί με αρκετούς άλλους κορυφαίους λογοτέχνες μας. Αν και ο καιρός ήταν άθλιος, η Αθήνα ήταν κατάλευκη από χιόνι, κι έκανε ανυπόφορο κρύο, δεν θα μπορούσα ν’ αφήσω την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Πολύ περισσότερο που το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου ζούσα εκτός Ελλάδος. Εκεί λοιπόν γνώρισα κατ’ ιδίαν τον… «Νόρμαν Μέιλορ της Ελλάδας», όπως μου τον είχε χαρακτηρίσει ο τότε εκδότης μου Γιώργος Δαρδανός, λόγω της μεγάλης δημοφιλίας που απολάμβανε, και τις απίστευτα υψηλές πωλήσεις των βιβλίων του. Στο διάλειμμα της εκδήλωσης, και ξεπερνώντας τους όποιους ενδοιασμούς μου, τον πλησίασα και του συστήθηκα (καθώς εκείνος περιεργαζόταν την προθήκη με τα τελευταία του βιβλία – καθώς υπήρχε κι έκθεση με την τελευταία εκδοτική σοδειά των συμμετεχόντων συγγραφέων). Κι όχι μόνο αυτό, αλλά του ζήτησα και… συνέντευξη! Με μεγάλη χαρά και προθυμία ανταποκρίθηκε στο αίτημά μου. Έτσι, μια απ’ τις επόμενες μέρες, βρέθηκα στη νέα του κατοικία στην Κυψέλη όπου, πίνοντας μια εύγευστη πορτοκαλάδα, μου παραχώρησε μια εκτενή συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

(Για όλα αυτά όμως, τη γνωριμία μας, τη συνέντευξη που μου παραχώρησε κτλ., μιλώ λεπτομερειακά στο βιβλίο μου «Η περιπέτεια της γραφής: Καταθέσεις/Μαρτυρίες 27 Ελλήνων πρωταγωνιστών», εκδ. Οδός Πανός 2018). Ολοκληρώνοντας αυτό το προλογικό μου σημείωμα, οφείλω να αναφέρω ότι μετά τη γνωριμία και τη συνάντησή μας ακολούθησε και μια ενδιαφέρουσα, πλην άγνωστη, αλληλογραφία με τον αείμνηστο και αδικοχαμένο συγγραφέα. Ένα μικρό δείγμα αυτής παραθέτω για πρώτη φορά εδώ.

(Σημ.: οι δύο επιστολές που ακολουθούν είναι δακτυλογραφημένες (στη γραφομηχανή) και παραθέτονται αυτούσιες, με ελάχιστες διορθώσεις που έκανα σε κάνα δυο… ορθογραφικά λάθη του Κουμανταρέα. Η τελευταία σελίδα με τις «σημειώσεις» που συνοδεύει τη δική μου επιστολή είναι χειρόγραφη).

***

Μελβούρνη, 20-1-1988

Αγαπητέ μου κ. Κουμανταρέα,

Με καθυστέρηση ούτε λίγο ούτε πολύ ενός ακριβώς χρόνου, αξιώνομαι τελικά να δώσω σημεία ζωής! Ειλικρινά, νιώθω πολύ άσχημα που, παρά τη θέλησή μου, η καθυστέρηση της αλληλογραφίας μας υπήρξε τόσο απαράδεκτα μεγάλη& ελπίζω δε κι εύχομαι αυτό να μην υπήρξε αιτία να σχηματίσετε τις… χειρότερες εντυπώσεις για το άτομό μου! Πάντως ούτε στιγμή δεν σας ξέχασα, κι ούτε ανευθυνότητα με διακρίνει. Διάφορα περιστατικά όμως, ανεξάρτητα από τις προθέσεις μου, συνέβαλαν σ’ αυτή την καθυστέρηση που με κάνει να φαίνομαι ασυνεπής. Συγκεκριμένα, απ’ όταν επέστρεψα εδώ από την Ελλάδα, με περίμενε μια, από κάθε άποψη, εξουθενωτική εργασία (λόγω προαγωγής μου στο Κολέγιο) πολλών ωρών εργασίας κι ευθυνών που, μαζί με άλλες συγγραφικές, μεταφραστικές κι εκδοτικές δραστηριότητες κατέστησαν τον ελεύθερο χρόνο μου σχεδόν ανύπαρκτο.

Αποτέλεσμα ήταν να διακόψω τη συνεργασία μου στα λογοτεχνικά περιοδικά με τα οποία συνεργαζόμουν για ένα διάστημα. Εξ ου και η αργοπορία της αλληλογραφίας μου. Σαν συνέπεια, λοιπόν, παρέμεινε και η δημοσίευση της συνέντευξης που είχατε την καλοσύνη να μου δώσετε. Αυτό όμως, εν μέρει, έγινε και σκόπιμα γιατί επρόκειτο να κυκλοφορήσει ένα νέο ελληνικό λογοτεχνικό περιοδικό υπό την διεύθυνσή μου – κατά πολύ αξιολογότερο και σοβαρότερο από τα υπάρχοντα – και σκόπευα να κάνω, μαζί με τη συνέντευξή σας, ένα ειδικό αφιέρωμα σε σας και το έργο σας. Το νέο περιοδικό επρόκειτο να κυκλοφορήσει στις αρχές του 1988.

Αυτό είναι σε γενικές γραμμές και το ιστορικό της αργοπορίας μου.

Τώρα, η εν λόγω έκδοση του νέου περιοδικού βρίσκεται ακόμη στα σκαριά, αλλά απ’ ό,τι γνωρίζω υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να κυκλοφορήσει εντός του 1988, ίσως και πριν το Μάη. Η δική μου συνεργασία με τα προαναφερθέντα περιοδικά συνεχίζεται, όχι όμως σε ταχτική βάση αλλά σποραδικά, όταν δηλαδή έχω χρόνο και υλικό!

Επειδή κ. Κουμανταρέα νιώθω λίγο ένοχος μ’ όλη αυτή την ιστορία καθυστέρησης της αλληλογραφίας μας, θα σας παρακαλούσα να μου πείτε πώς θα προτιμούσατε να προχωρήσω. Να τη δημοσιεύσω σύντομα σ’ ένα απ’ τα εν λόγω περιοδικά ή να την κρατήσω για το αφιέρωμα του νέου περιοδικού; Ή να το χειριστώ όπως εγώ νομίζω; Παρακαλώ ενημερώστε με το δυνατόν γρηγορότερα. Όπως σας υποσχέθηκα, εσωκλείω απομαγνητοφωνημένη τη συνέντευξη. Μπορείτε να κάνετε οποιεσδήποτε διορθώσεις και αλλαγές θέλετε.

Το «Φανέλα με το Εννιά», με τη θερμή αφιέρωσή σας, το διάβασα σχεδόν μονορούφι αμέσως μόλις γύρισα στην Αυστραλία. Ίσως αναφερθώ σ’ αυτό κριτικά, αν τελικά γίνει το αφιέρωμα που σχεδιάζω.

Σαν αντίδωρο σας στέλνω το τελευταίο μου μυθιστόρημα «Το κόλπο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα […]. Θα το εκτιμούσα ιδιαίτερα αν μου γράφατε τις απόψεις σας. Επίσης, σας στέλνω κάποια δημοσιεύματα που ίσως σας ενδιαφέρουν και μια αναμνηστική φωτογραφία μας!

Φέτος μάλλον θα έρθω στην Ελλάδα για δουλειές, οπότε θα μας δοθεί η ευκαιρία να τα ξαναπούμε, ελπίζω…

Προς το παρόν θα περιμένω απάντησή σας.

Μιας και βρισκόμαστε ακόμη στο Γενάρη, σας εύχομαι καλή και δημιουρική χρονιά!

Με μεγάλη εκτίμηση και τους πιο θερμούς φιλικούς χαιρετισμούς μου,

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΑΚΑΚΟΣ

(Υφηγητής Νεοελληνικών)

ΥΓ. Επειδή ορισμένα γράμματα που μου έχουν σταλεί στο Κολέγιο έχουν χαθεί, παρακαλώ γράψτε μου στην κατωτέρω διεύθυνση του σπιτιού μου […].

(Ακολουθεί ξεχωριστή σελίδα με τις παρακάτω σημειώσεις):

-Η συνέντευξη απομαγνητοφωνήθηκε και καταγράφηκε με τη μεγαλύτερη δυνατόν ακρίβεια. Ελάχιστα πράγματα άλλαξαν ή απαλείφθηκαν (α) για να γίνουν οι κατάλληλες αλλαγές – συντακτικές και άλλες, απ’ τον προφορικό στον γραπτό λόγο, και (β) για ευνόητους λόγους δεν ανέφερα ονόματα, όπως π.χ. των Βρεττάκου και Μαρωνίτη…

-Στη 1η σελίδα στο κάτω μέρος, δεν απαντάτε τελικά στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης. Θέλετε να απαλειφθεί ή να κάνετε τώρα μια προσθήκη;

-Επίσης, ελέγξτε τη σωστή γραφή του Frank Davis (;;) – δεν μπόρεσα να το… αποκωδικοποιήσω.

-Από τις σημειώσεις μου, βλέπω ότι σας είχα κάνει τις πιο κάτω επιπλέον ερωτήσεις. Δυστυχώς τελείωσε η ταινία και αναγκάστηκα να κρατήσω πρόχειρες σημειώσεις, για τις οποίες όμως δεν νιώθω και τόσο σίγουρος… Αν θέλετε να συμπεριληφθούν, παρακαλώ απαντήστε γραπτώς. Οι ερωτήσεις ήταν οι εξής:

– Πού αποδίδετε την έλλειψη σοβαρής λογοτεχνικής κριτικής στην Ελλάδα;

– Στα έργα σας κυριαρχεί έντονα το ερωτικό στοιχείο. Σε τι αποσκοπεί αυτό;

– Κατά πόσο είναι θεμιτό διάφορα λογοτεχνικά έργα να «τηλεοπτικοποιούνται»; Δεν χάνουν την αυθεντικότητά τους;

– Γιατί η ελληνική ποίηση έχει διακριθεί διεθνώς, περισσότερο απ’ την πεζογραφία;

Γενικά, κάνετε οποιεσδήποτε αλλαγές ή διορθώσεις θέλετε…

ΓΒ

Αθήνα, 5 Νοεμβρίου ’88

Φίλε κ. Βασιλακάκο,

Ζητώ χίλιες φορές συγγνώμη για την καθυστέρηση. Η ραθυμία του ελληνικού καλοκαιριού και οι εξοντωτικές ζέστες που το συνοδεύουν στην πόλη αυτή, καθώς κι η δουλειά για το καινούριο μου βιβλίο που κυκλοφορεί σε κάνα μήνα, με εμπόδισαν να επικοινωνήσω μαζί σας. Πρόλαβα όμως να διαβάσω – λίγο βιαστικά – το «Κόλπο». Χάρηκα την πειραματική γραφή. Είναι ένα μυθιστόρημα πολιτικό στην ευρεία έννοια και υπαρξιακό. Θυμίζει καμμιά φορά, για τα ελληνικά δεδομένα, την πεζογραφία του Αλ. Κοτζιά. Μπορεί να μη ταιριάζω ιδιοσυγκρασιακά μ’ αυτό το είδος, αλλά δεν παύει να μ’ ενδιαφέρει. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι σκεφτήκατε να εκμεταλλευτήτε λογοτεχνικά ένα παρόμοιο σκάνδαλο με αυτό που περιγράφετε. Πραγματικά, ξεπερνά κάθε φαντασία.

Σας στέλνω πίσω τη συνέντευξη με ελάχιστες διορθώσεις: διέγραψα μερικές φράσεις και πρόσθεσα μερικές.* Το Φρανκ Ντέϊβις που σας προβλημάτισε είναι τελικά Φροντ Πέϊτζ! Από τις συμπληρωματικές ερωτήσεις σας, κράτησα δύο στις οποίες απαντώ και προσθέτω μιά άλλη τρίτη που νομίζω ταιριάζει στο ελληνικό κοινό της Αυστραλίας. Με χαρά θα σας δω το Γενάρη εφ’ όσον έλθετε. Ο,τιδήποτε χρειαστήτε γράψτε μου. Με συγχωρείτε και πάλι για την καθυστέρηση. Θα τα πούμε ελπίζω από κοντά.

Θερμούς χαιρετισμούς

Μένης Κουμανταρέας

*Καθαρογράφω την προσθήκη στη σελ. 2 μήπως και δεν βγάζετε τα γράμματά μου: Πράγματι είναι η πρώτη φορά που η πεζογραφία μας αγγίζει ένα θέμα όπως το ποδόσφαιρο. Δεν το έκανα όμως για να πρωτοτυπήσω. Εξάλλου, η ανάγκη του ήρωα για μοναξιά είναι μεγαλύτερη από την όρεξή του για τη μπάλα.

*Ο Γιάννης Βασιλακάκος είναι πανεπιστημιακός (νεοελληνιστής) και συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο που κυκλοφόρησε είναι η επανέκδοση της μπεστ σέλερ βιογραφίας του για τον Κώστα Ταχτσή με τίτλο: «Κώστας Ταχτσής: Η αθέατη πλευρά της σελήνης – η ζωή του» (εκδ. Οδός Πανός, 2020).