Ως «αειφόρος ανάπτυξη» ορίζεται η «ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος σε παγκόσμια κλίμακα, χωρίς όμως να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες».

Αυτό σημαίνει ότι κάθε σύγχρονο κράτος οφείλει να εντάσσει στα αναπτυξιακά του προγράμματα και τη μέριμνα για τις μελλοντικές γενιές. Δυστυχώς, όμως, οι περιβαλλοντικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών σε παγκόσμια κλίμακα, όχι μόνο δεν ανταποκρίνονται στον παραπάνω ορισμό, αλλά παράλληλα συμβάλλουν και στην αύξηση της θερμοκρασίας της ατμόσφαιρας, με αποτέλεσμα τον επιπρόσθετο κίνδυνο που εγκυμονεί σε πολλές περιοχές του Πλανήτη μας το ανερχόμενο επίπεδο των θαλασσών.

Η «αειφόρος ανάπτυξη» αποσκοπεί στο να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης των ατόμων, διαφυλάσσοντας παράλληλα το φυσικό περιβάλλον τους σε βραχυπρόθεσμη, σε μεσοπρόθεσμη και, κυρίως, σε μακροπρόθεσμη βάση.

Τα κύρια ευεργετήματα της «αειφόρου ανάπτυξης» είναι τα ακόλουθα:

*Η οικονομική ανάπτυξη, με τα κοινωνικά της ευεργετήματα.
*Η περιβαλλοντικά βιώσιμη ανάπτυξη.
*Η συνετή χρήση των φυσικών οικοσυστημάτων και των πηγών ενέργειας, ώστε να εξασφαλίζεται η μελλοντική ποιότητα και ισορροπία των διαφόρων κοινωνιών.

Η «αειφόρος ανάπτυξη» γίνεται λοιπόν ένα μοντέλο σχεδιασμού για τη διαχείριση του περιβάλλοντος, που έχει ως αποτέλεσμα την ευημερία των κοινωνιών του Πλανήτη μας διαχρονικά.

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, και η σημασία που της αποδίδεται σήμερα, διαμορφώθηκαν μόλις τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα, κατά τη διάρκεια των οποίων η ανθρωπότητα συνειδητοποίησε ότι η υποβάθμιση του περιβάλλοντος έχει αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία και στην ποιότητα ζωής των ανθρώπων, και ως εκ τούτου πρέπει να καταβληθεί κάθε προσπάθεια οι φυσικοί πόροι του Πλανήτη μας να διατηρηθούν και για τις επόμενες γενεές, σε βαθμό που θα ικανοποιούν και τις δικές τους ανάγκες.

Το 1972 ένα συνέδριο των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον αποτέλεσε σημαντικό βήμα στην ανάπτυξη της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης. Αν και η σύνδεση ανάμεσα στα περιβαλλοντικά και στα αναπτυξιακά θέματα δεν ήταν αρκούντως κατανοητή, υπήρξαν ενδείξεις ότι η μορφή της οικονομικής ανάπτυξης θα έπρεπε να είναι συμβατή με την αειφόρο ανάπτυξη.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ορολογία «αειφόρος ανάπτυξη» επεκτάθηκε εννοιολογικά, καθώς έγινε αντιληπτό ότι βιώσιμη ανάπτυξη έπρεπε να επιτευχθεί χωρίς την παράλληλη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος.

Η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης πρωτοεμφανίστηκε το 1980 στην πρώτη Παγκόσμια Στρατηγική για την Διατήρηση του περιβάλλοντος, η οποία δημοσιεύτηκε από την «Παγκόσμια Ένωση Διατήρησης» για τη διαφύλαξη της βιοποικιλότητας, και για τη βιώσιμη χρήση των πόρων.

Το 1987 η Παγκόσμια Επιτροπή για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη όρισε πως βιώσιμη ανάπτυξη είναι αυτή που ικανοποιεί τις ανάγκες του παρόντος, χωρίς όμως να κάνει συμβιβασμούς ως προς τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες.

Ως τα μέσα της δεκαετίας του 1990 πραγματοποιήθηκαν και άλλες τροποποιήσεις αναφορικά με τον ορισμό της βιώσιμης ανάπτυξης, με μεγαλύτερη έμφαση σε κοινωνικά θέματα, και στον στόχο για ταυτόχρονη επίτευξη οικονομικών και κοινωνικών, αλλά και περιβαλλοντικών στόχων.

Αυτές οι τροποποιήσεις εκφράστηκαν επίσημα στην Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών στο Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας το 1992, στην οποία πάνω από 170 χώρες δεσμεύτηκαν πως η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί την βασική ιδέα για την μελλοντική τους ανάπτυξη, υπογράφοντας την «Agenda 21» και τη «Διακήρυξη του Ρίο για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη».

Τα Ηνωμένα Έθνη και άλλοι διεθνείς οργανισμοί, καθώς και η Ευρωπαϊκή Ένωση, έχουν αναπτύξει τα δικά τους προγράμματα για τη βιώσιμη ανάπτυξη με περισσότερη ή λιγότερη επιτυχία, καθώς όλη η ανθρωπότητα βρίσκεται ακόμα σε αναζήτηση του ορθού τρόπου υλοποίησής τους. Ενός τρόπου που διαφοροποιείται από περιοχή σε περιοχή, και από κράτος σε κράτος, ανάλογα με τα ιδιαίτερα γεωφυσικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά του καθενός, και το επίπεδο ανάπτυξής τους.

ΑΝΑΓΚΗ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΝΑ ΣΥΜΠΟΡΕΥΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΕΙΦΟΡΙΑ

Μέχρι πρόσφατα, η έννοια της ανάπτυξης είχε συνταυτιστεί με τη μεγέθυνση και την ποσοτική αύξηση των διαφόρων οικονομικών συντελεστών, με κυριότερο αυτόν του «Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος». Δυστυχώς μέχρι πρόσφατα οι κυβερνήσεις πολλών χωρών, καθώς και οι πολυεθνικές επιχειρήσεις, δεν είχαν συνειδητοποιήσει πως η ύπαρξη του ανθρώπου εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους, οι οποίοι όμως διαρκώς μειώνονται.

Πράγματι, κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα η σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον στο οποίο ζει υπέστη βαθύτατες αλλαγές, οι δυσμενείς επιπτώσεις των οποίων δεν θα αργήσουν να γίνουν αντιληπτές.

Το τελευταίο τέταρτο του 20ού αιώνα η οικονομική ανάπτυξη, η οποία είχε θεωρηθεί ως δεδομένη κατά τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης, φάνηκε να επιβραδύνεται ή ακόμη και να φτάνει στα όριά της, καθώς βασίστηκε στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Και αυτό γιατί οι φυσικοί πόροι άρχισαν να μειώνονται σε σημείο που να προβλέπεται πως αν συνεχιστούν οι ίδιοι ρυθμοί εκμετάλλευσης, υπάρχει κίνδυνος ότι κάποιοι πόροι θα εξαντληθούν κατά τα τέλη του 21ου αιώνα.

Το πρόβλημα λοιπόν άρχισε να γίνεται ορατό, και θέτει την ανθρωπότητα ενώπιον κρίσιμων ερωτημάτων ως προς τα όρια της οικονομικής ανάπτυξης. Ένα τέτοιο ερώτημα είναι τι είδους ανάπτυξη θα επιδιωχθεί, και πώς μπορεί αυτή να συνδυασθεί με τη διατήρηση του φυσικού πλούτου του Πλανήτη, που σε τελική ανάλυση είναι απαραίτητη για την ίδια την επιβίωση του ανθρώπου;

Το «Δίκαιο του Περιβάλλοντος», ένας νέος επιστημονικός κλάδος που αναπτύχθηκε τις τελευταίες δεκαετίες, δεν μπορεί να δώσει ικανοποιητικές λύσεις στα καυτά ερωτήματα των τελευταίων δεκαετιών. Ο κύριος λόγος είναι ότι αντιμετωπιζόταν ως ένας ξεχωριστός ειδικός κλάδος, όχι άμεσα συνδεδεμένος με την επιστήμη της περιβαλλοντολογίας, και τα μέτρα που πρότεινε δεν είναι προληπτικά, καθώς κανείς δεν επιθυμούσε την ανακοπή της οικονομικής και τεχνολογικής προόδου. Μόνο τα τελευταία χρόνια γίνεται λόγος για «αειφορία», και για «βιώσιμη ανάπτυξη», αλλά και αυτό κυρίως από περιβαλλοντολόγους, και όχι από οικονομολόγους και από πολιτικούς.

Με την ορολογία «αειφορία» ή «βιώσιμη ανάπτυξη» αποδίδουμε στα ελληνικά τους αγγλικούς όρους «sustainability» ή «sustainable development».

Ο όρος «αειφορία» αφορά όλα τα έθνη, ανεξάρτητα από το μέγεθος και από το επίπεδο ανάπτυξης του καθενός, και θεωρεί τα ανθρωπογενή συστήματα όχι έξω ή υπεράνω από το φυσικό σύστημα του Πλανήτη μας, αλλά εξαρτώμενα από αυτό. Κύριος στόχος της αειφορίας είναι η εναρμόνιση των οικονομικών δραστηριοτήτων των ανθρώπων με την βιωσιμότητα του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζούμε, ούτως ώστε να εξασφαλίζεται η ποιότητα της ζωής, αλλά στο πλαίσιο ενός υγειούς φυσικού περιβάλλοντος, που εξασφαλίζει την ευημερία των κοινωνιών όχι μόνο στο παρόν, αλλά και στο μέλλον.

Απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση της αειφορίας σε αυτό το πλαίσιο είναι η διεθνής συνεργασία σε τομείς όπως οι ακόλουθοι:

* Η επιστημονική κοινότητα να μεριμνήσει για την ανάλυση των αρνητικών επιπτώσεων του περιβαλλοντικού ζητήματος, και για την υπόδειξη των ενδεδειγμένων τρόπων αποτελεσματικής αντιμετώπισής τους.

* Ο επιχειρηματικός τομέας να αναθεωρήσει τις διαδικασίες παραγωγής, με την υιοθέτηση συστημάτων περιβαλλοντικής διαχείρισης, και να κατανοήσει ότι η αειφόρος ανάπτυξη μπορεί να έχει μακροπρόθεσμα πολλαπλασιαστικά οφέλη για τις μελλοντικές γενιές.

* Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις να συμβάλουν στην έρευνα, στην ευαισθητοποίηση, και στην ενημέρωση του κοινού.

* Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με την επιρροή που ασκούν, να καθιστούν δυνατή την ενημέρωση, αλλά και την εκπαίδευση του κοινού.

Με τις παραπάνω διαδικασίες ενδέχεται όλοι μας ως πολίτες, ελέγχοντας τις καταναλωτικές μας συνήθειες, να συμβάλουμε στην συνέχιση της αειφόρου ανάπτυξης, η οποία θα εξασφαλίσει την ποιότητα ζωής όχι μόνο για εμάς, αλλά και για τις μελλοντικές γενιές.