ΑΠΟ πού να αρχίσω, για να σας ευχαριστήσω και πώς να τελειώσω για να μην σας πικράνω…
ΣΥΝΕΧΩΣ διλήμματα και τραβήγματα, που τα δυσκολεύει και τα χειροτερεύει, ο Covid-19, ο νέος αρχιτρομοκράτης της παγκόσμιας ασφάλειας…
ΣΕ συναγερμό βρίσκονται οι δυνάμεις ασφαλείας των αντι-συνωστισμών και των σεξουαλικών και όχι μόνο επαφών…
ΤΟΝ τρόμο που προκαλούσαν κάποτε, οι τρελοί βομβιστές του Αλλάχ, στα χρόνια της κοινωνικής αποστασιοποίησης, θα τον προκαλούν οι… ερωτευμένοι!
ΚΑΙ αυτοί θα πρέπει να διώκονται, όπως οι αναθεματισμένοι σεκιουριτάδες του πολυτελούς ξενοδοχείου, που τρομοκράτησαν και «φυλάκισαν» στα σπίτια τους, τους κατοίκους της Μελβούρνης.
ΑΣ ελπίσουμε, ότι οι παγκόσμιοι οργανισμοί, που μοιράζουν τις πρωτιές σαν τα χαρτομάντιλα (για κάθε μαλακία…) θα συνετιστούν και δεν θα ανακηρύξουν την πόλη του δεύτερου εγκλεισμού σας, ως την ασφαλέστερη πόλη του κόσμου να ζει ένας άνθρωπος…
ΕΥΤΥΧΩΣ, που η Κοινότητα Μελβούρνης, είχε προνοήσει και απένειμε στον εαυτό της ορισμένα παγκόσμια ρεκόρ. Όπως το περσινό των 150 εκδηλώσεων, για παράδειγμα…

ΤΟΝ πιο πάνω πρόλογο, τον έκανα -πριν πάρω το δρόμο για το Βαλτέτσι- απαντώντας στο πιο κάτω μήνυμα του Σωτήρη Χατζημανώλη:
«ΠΡΟΛΑΒΕΣ και γλίτωσες… Περνάμε άσχημες στιγμές… Όλα παίζονται… Από ζωές μέχρι και εφημερίδα. Έπρεπε να φύγεις, για να σου έλθουν οι εμπνεύσεις…».
ΜΕΤΑ από ένα τέτοιο μήνυμα SOS, είναι να μην συμπάσχεις με έναν άνθρωπο, που ζούσες μαζί του, σχεδόν καθημερινά, πάνω από 40 χρόνια;
ΑΣΕ που δεν γνωρίζει άλλος, σε τούτο τον ψεύτικο κόσμο, τι τραβάει, σχεδόν σε 24ωρη βάση, για να βγει αυτή η εφημερίδα. Παρ´ όλα αυτά, συνεχίζει για δεκαετίες τον μαραθώνιο της ενημέρωσής σας. Και τώρα στο Βαλτέτσι…
ΛΟΙΠΟΝ, αν ήξερα, ότι η εικόνα και μόνο, του ηρωικού και ένδοξου τούτου χωριού, που καθιέρωσε ως αδιαφιλονίκητο ηγέτη της Επανάστασης του 1821 τον Κολοκοτρώνη, θα μου προκαλούσε την ίδια συναισθηματική φόρτιση, που μου προκάλεσε η είσοδός μου στο πατρικό μου σπίτι στα Αγιωργίτικα, να μην το επισκεπτόμουν τόσο σύντομα.
ΜΕ τον ταχυδρόμο Γιάννη Γκριτζέπη, που μετά 30 και βάλε χρόνια στη δουλειά ξέρει, όχι μόνο φάτσες και ονοματεπώνυμα των ανθρώπων, στα χωριά της ευρύτερης περιοχής και του Μαινάλου, αλλά και από ποιο σκυλί πρέπει να φυλάγεσαι, ξεκινήσαμε το πρωί της Δευτέρας για τη διανομή των επιστολών.

ΤΟ πρώτο χωριό ήταν το Θάνα και ακολούθησαν το Περπατάρι ή Μουζίκι, το Παλλάδιο ή Μπεσίρι, ο Εύανδρος, η Μάκρη, η Μπολέτα και τελευταίο στον κατάλογο της διαδρομής, αλλά πρώτο σε φήμη, όνομα και δόξα, το ξακουστό Βαλτέτσι…
ΚΑΙ ενώ όλα τα προηγούμενα χωριά ήταν καμπίσια, το Βαλτέτσι, ακολουθώντας τους αετούς, που έλκονται από τα ύψη, σκαρφάλωσε στην νοτιοδυτική πλαγιά του Μαινάλου και φώλιασε στα 1050 μέτρα, στον ίσκιο ενός υπεραιωνόβιου πλάτανου…
ΕΤΣΙ, αγνάντευε το μεγαλύτερο οροπέδιο της Αρκαδίας, την Τριπολιτσά και όλα τα χωριά της. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, έστησε το καραούλι του εκεί, πριν 200 χρόνια και ο Γέρος του Μοριά.
ΗΞΕΡΕ σαν την τσέπη του, όλα τα χωριά της Πελοποννήσου ο Κολοκοτρώνης. Εκεί έκανε πλιάτσικο όταν ήταν νέος, εκεί έκλεβε γιδοπρόβατα να ζήσει και ολόκληρα κοπάδια και Τούρκους αγάδες για να καζαντήσει…
ΑΓΑΠΟΥΣΕ την παρανομία, τον παρά, την καλή ζωή, τα γλέντια και τις γυναίκες. Έκανε δηλαδή και αυτός ό,τι έβλεπε να κάνουν όλοι όσοι άρπαζαν να φάνε και έκλεβαν να έχουν…
ΚΑΙ επειδή τα ίδια έκανε και η φαμίλια του και όλο το Κολοκοτροναίικο σόι, έμαθε πολλά και για να τους ξεπεράσει, φοίτησε και πήρε το πτυχίο της κλεφτουριάς, στο… κολέγιο του Ζαχαριά του Βαρβιτσιώτη.
ΑΥΤΟ, τον βοήθησε όταν τον κυνηγούσαν οι Τούρκοι -μετά την επικήρυξή του το 1802 και την καταδότη του σε θάνατο για φόνους και ληστείες με σουλτανικό φιρμάνι- και δεν έβρισκε κλαρί για να σταθεί και ίσκιο να ξαποστάσει, να σαλπάρει το 1806 για τη Ζάκυνθο και να βρει δουλειά ως μισθοφόρος στον Ρωσικό στρατό και από το 1810 να πολεμήσει κατά των Γάλλων στον αγγλικό στρατό, όπου έγινε και αξιωματικός.
ΕΚΕΙ, έμαθε τι σημαίνει στρατός, πειθαρχία, νόμος και κράτος και το 1818 που μυήθηκε στην Φιλική Εταιρία, άκουσε για επανάσταση και απελευθέρωση του γένους…

ΣΤΗΝ Ελλάδα, ήλθε τον Γενάρη του 1821 και έλαβε στην Καλαμάτα το βάπτισμα του επαναστατικού πυρός. Στα μέσα Απρίλη έφτασε στα αρκαδικά βουνά, αντάλλαξε κάνα-δυο ντουφεκιές με τους Τούρκους στο Λεβίδι και, στη συνέχεια, μαζί με άλλους καπεταναίους του Μοριά, άρχισαν να στρατολογούν και να εκπαιδεύουν όσους μπορούσαν, για ν’ αλώσουν την Τριπολιτσά, που ήταν και το στρατιωτικό κέντρο της Πελοποννήσου.
ΤΟ πρώτο πράγμα που έκανε και σε αυτό φάνηκε πόσο προχωρημένος στρατιωτικά ήταν από τους άλλους καπεταναίους, ήταν να κάνουν τέσσερα διαφορετικά στρατόπεδα γύρω από την Τρίπολη, ώστε να προκαλέσουν σύγχυση στους Τούρκους, που ήταν οχυρωμένοι στην πόλη.
Ο Κολοκοτρώνης, που ήταν μεγάλη αλεπού και μανούλα στον κλεφτοπόλεμο, ανέλαβε το στρατόπεδο στου Πιάνα, ο Αναγνωσταράς στο Χρυσοβίτσι, ο Γιατράκος στα Βέρβαινα και ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο Μητροπέτροβας και άλλοι οπλαρχηγοί το Βαλτέστι, που ήταν και το μεγαλύτερο στρατόπεδο, με πάνω από 1000 μαχητές καλά ταμπουρωμένους.
ΝΑ υπογραμμίσουμε εδώ, ότι καθοριστικό ρόλο για τις εξελίξεις της εξέγερσης στην Πελοπόννησο και τη μάχη στο Βαλτέτσι, που λειτούργησε ως αφυπνιστικό διεγερτικό, ήταν ότι ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων στην Ελλάδα, είχε εκστρατεύσει στα Γιάννενα κατά του Αλή Πασά, που είχε αυτονομηθεί και ήταν σε πόλεμο με το Οθωμανικό κράτος.
ΕΝΑ άλλο, επίσης, απρόβλεπτο γεγονός, που συνέβαλε τα μέγιστα στο να κορυφωθεί η ψυχολογία των Ελλήνων και να πέσει στα Τάρταρα των Τούρκων, ήταν ότι πίστεψαν «είχαν την Παναγιά μαζί τους», που σημαίνει ότι ακόμα και τα θαύμα ήταν εφικτά.

ΚΑΙ όλα αυτά, χάρη στην απίστευτη νίκη του «τουρκοπροσκυνημένου» και «αλβανοθρεμένου» Οδυσσέα Ανδρούτσου, στο χάνι της Γραβιάς, πριν έξι μέρες.
ΚΑΙ ενώ o Κολοκοτρώνης, φοίτησε για λίγο στο… κολέγιο, του ξακουστού για την παλικαριά του Ζαχαριά, ο Οδυσσέας, έκανε τη δική του διδακτορική διατριβή, στο κορυφαίο πανεπιστήμιο ηθικής διαφθοράς και δολοπλοκίας, που διέθετε ολόκληρη η Ευρώπη τον 18ο αιώνα, στην αυλή του Αλή Πασά, που μεγάλωσε από 15 χρόνων.
ΕΤΣΙ, αντιγράφοντας τα χούγια του δασκάλου του, κατάφερε να παγιδεύσει τον φίλο του και συμπολεμιστή του Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος, πιστεύοντας, ότι πάει για να κάνουν μια συμφωνία, όπως είχαν από πριν συνεννοηθεί, ο Οδυσσέας, που δεν ήταν μόνο αναξιόπιστος και δόλιος, αλλά και αδίστακτος, τραβάει την κουμπούρα του και γεμίζει κουμπότρυπες το στήθος του Χασάν-δερβίση, που έστειλε ο Βρυώνης για να μιλήσουν.
ΚΑΠΩΣ έτσι είχε η κατάσταση το πρωί της 13ης Μαΐου, όταν ξεκίνησε την επίθεση κατά των ελληνικών θέσεων ο Μουσταφάμπεης, ρίχνοντας τον κύριο όγκο των δυνάμεών του στο Βαλτέτσι, πιστεύοντας ότι αν ο Αλλάχ τον βοηθούσε να «πατήσει» το Βαλτέτσι, την επόμενη μέρα θα ξέκανε όλο το ελληνικό σκόρπιο ασκέρι.
ΤΑ αποτελέσματα έδειξαν, ότι περισσότερη… πλάτη έβαλε η Παναγία στους δικούς μας, παρά ο Αλλάχ στους «άπιστους». Την πρώτη μέρα της μάχης, οι ελληνικές δυνάμεις πήραν το πάνω χέρι και με τη βοήθεια, που δέχθηκαν το βράδυ από μαχητές των άλλων στρατοπέδων, ανάγκασαν την άλλη μέρα τους Τούρκους να μαζέψουν καμιά πεντακοσαριά νεκρούς και άλλους τόσους τραυματίες και να επιστρέψουν στο κάστρο της Τριπολιτσάς.
ΕΚΕΙ θα παραμείνουν για ένα ακόμα τρίμηνο, μέχρι να αλωθεί και η Τριπολιτσά. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία και μπορείτε να τα πληροφορηθείτε, με περισσότερες, λεπτομέρειες, θριαμβολογίες και ηρωισμούς, από την επίσημη ελληνική ιστορία και την Google, που τα έχει επίσης πάρει από την επίσημη ιστορία και τα σερβίρει πιο μασημένα. Ας επιστρέψουμε, όμως, στο δρόμο για Βαλτέτσι…
ΜΕΤΑ τη διανομή των ελαχίστων επιστολών, στους λίγους κατοίκους, στα χωριά που προανέφερα και την εντυπωσιακή και μη αναστρέψιμη πια ερήμωσή τους, νόμιζα ότι ήμουν προετοιμασμένος ψυχολογικά, για την εικόνα που θα αντίκριζα και στο Βαλτέτσι. Αμ, δε…
ΤΙΠΟΤΑ δεν μπορούσε να με εξοικειώσει με αυτό που αισθάνθηκα και βίωσα. Ούτε η ερημιά ούτε η σιωπή και η εγκατάλειψη που είχα αισθανθεί, ένα εικοσιτετράωρο πριν, μπαίνοντας στο άδειο και καταθλιπτικό, πατρικό μου σπίτι.
ΑΚΟΜΑ, πιο καταθλιπτικό και πιο άδειο, ήταν ολόκληρο το Βαλτέτσι. Σοκαρίστηκα πραγματικά, όταν αντίκρισα την άδεια πλατεία του χωριού και το σιωπηλό άγαλμα του Κολοκοτρώνη, να απολαμβάνει μόνο του, τη σκιά και τη δροσιά του τεράστιου πλάτανου.
ΨΥΧΗ δεν περπατούσε και τίποτα δεν ακουγόταν. Την μισή ώρα που καθίσαμε, δεν άκουσα ούτε γαύγισμα σκύλου, που από κανένα χωριό δεν λείπει. Καμιά σχέση η σημερινή εικόνα του χωριού με αυτή που θυμόμουν, όταν το 1955 πήγα σε ένα γάμο που ήταν κουμπάρος ο θείος μου ο Ζαχαρίας.
ΧΑΜΟΣ γινόταν τότε, ιδιαίτερα από τις αρχές του Μάη, μέχρι και τα μέσα του φθινοπώρου, που ανέβαιναν οι τσελιγκάδες με τα κοπάδια τους, από την Αργολίδα που ξεχείμαζαν τα γιδοπρόβατα.
ΓΙΑ τους τζίτζικες, που συνήθως δεν απουσιάζουν από τις θερινές χορωδίες, ήταν ακόμα πρωί, που σημαίνει ότι η μόνη παρέα που είχε ο Γέρος του Μοριά για να απολαμβάνει τον ίσκιο του πλατάνου και τη δόξα του, είναι δύο συμπολεμιστές του…
ΔΕΞΙΑ του, ο Κωνσταντίνος Φίλος και αριστερά του, το θεριό του Βαλτετσιού, σε εκείνη τη μαγιάτικη μάχη, που ήταν όλα ανθισμένα και μοσχοβολούσαν, ο Μήτρος Πέτροβας.
ΤΟ κουβεντολόι που είχαν στήσει, κρυφάκουγαν αμίλητοι και οι Βαλτετσιώτες ήρωες, που έπεσαν ηρωικά, ακολουθώντας το παράδειγμά τους, σε άλλες μάχες και πιο κοντινούς και λιγότερο ένδοξους πολέμους.
ΤΑ ονόματα όλων αυτών φιγουράρουν σε εντοιχισμένες και λησμονημένες πλάκες στον τοίχο του έρημου μικρού κτιρίου, της μεγάλης κάποτε Κοινότητας Βαλτετσίου, που τους παλιούς καιρούς ήταν και Δήμος…
ΣΤΟ χωριό, δεν υπάρχει πια καφενείο, αφού, όπως μου είπε ο Γιάννης ο ταχυδρόμος, έξι ξεχασμένα γεροντάκια μένουν το χειμώνα και διπλασιάζονται τα καλοκαίρια, που πάει και κανένας ετεροδημότης για επίσκεψη…
ΤΩΡΑ με τον κορονοϊό ούτε και οι καλοκαιρινοί επισκέπτες δεν έχουν έλθει ακόμα. Σε λιγότερο από δέκα χρόνια, στο Βαλτέτσι θα έχει μείνει μόνο ο Γέρος του Μοριά με τους συμπολεμιστές του και ο πλάτανος…
ΟΥΤΕ οι ταχυδρόμοι, σαν τον Γιάννη Γκριτσέπη, δεν θα επισκέπτονται σε λίγα χρόνια, τα περισσότερα χωριά της πατρίδας μας…
Μπ. Στ.