Η Πόλη και η Αγιά Σοφιά στις παραδόσεις και τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1)

Έπαψ' ευθύς η λειτουργιά, σωπάσαν οι ψαλτάδες, η εκκλησιά αναστέναξε, σβηστήκαν τα καντήλια, οι 'κόνες άρχισαν να κλαιν, να χύνουν μαύρα δάκρυα (2)

Η προβολή της συλλογικής ή δημόσιας μνήμης είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προσπάθεια των επιμέρους ομάδων να διαμορφώσουν την ξεχωριστή τους ταυτότητα. Η συλλογική, πολιτισμική μνήμη αφορά το πιο μακρινό παρελθόν της κοινότητας, ενός λαού. Θα πει κάποιος πως  όλα είναι ξεθωριασμένα στο ξεπερασμένο και αναχρονιστικό φαντασιακό του λαού. Θα απαντήσω με τα λόγια του μακαριστού Πατριάρχη Αθηναγόρα. Το 1955, μετά τα Σεπτεμβριανά, όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε μήπως ήταν καιρός να φύγει το Πατριαρχείο από την Κωνσταντινούπολη. «Γιατί;» είπε ο Πατριάρχης. «Μα έχετε μείνει ελάχιστοι εδώ», απάντησε ο δημοσιογράφος. «Πράγματι, μείναμε λίγοι», είπε ο Πατριάρχης. «Όμως ξεχνάτε πόσα εκατομμύρια είναι οι πεθαμένοι κάτω από τα πόδια μας; Αυτούς δεν τους υπολογίζετε; Μαζί μ’ αυτούς είμαστε πάρα πολλοί».

Το ιστορικό  παρελθόν προσλαμβάνεται μέσω συμβόλων, όπως είναι τα κείμενα, οι καταγεγραμμένες πλέον αφηγήσεις, τα δρώμενα, οι τελετές, τα μνημεία, τα αρχεία και τα μουσεία, μα πάνω από όλα με την προφορική παράδοση, την τραγουδισμένη μνήμη. Η Πόλη και η Αγιά Σοφία ως μία ενότητα εξακολουθεί να τροφοδοτεί την τραγουδισμένη μνήμη.

Η Πόλη, όπως  χαρακτηριστικά αναφέρεται η Κωνσταντινούπολη, ξεχωριστή από όλες  τις άλλες πόλεις, – και οι Τούρκοι Ισταμπούλ λένε, δηλ. “εις την Πόλιν”, η κατ’ εξοχήν πόλη, αποτελεί για την ελληνική παράδοση τόπο γεωγραφικό, όπου κατέφευγαν για εξεύρεση εργασίας, για την αγορά των κάθε λογής αγαθών, για την ικανοποίηση παντοειδών επιθυμιών, αλλά κυρίως τόπο συμβολικό. Απαντά στα ακριτικά άσματα αλλά και στα τραγούδια και τις παραδόσεις κατά τους αιώνες της τουρκο-κρατίας, όταν η Κωνσταντινούπολη παραμένει το μεγαλύτερο κέντρο του Ελληνισμού. Ο πλούτος της πέρασε στα τραγούδια, τα νανουρίσματα και γενικά στις καθημερινές εκφράσεις των απανταχού Ελλήνων. Έτσι ακόμη και το γαμήλιο γλέντι θέλει:

Από την Πόλη άρχοντες, κι από τη Χιό παπάδες
κι από τα Γεροσόλυμα να έλθουν οι ψαλτάδες.

Στα παινέματα και τα ταξίματα:
Να σε χαρίσω μάλαμα, ασήμι και λοάρι
και την Κωσταντινούπολη με το μαργαριτάρι

Ενώ τo θρακιώτικο δίστιχο εύχεται στον νέο:

Στην Πόλη να καλοναρκά, στο Πατριαρχειό να ψάλλει
και μέσα στην Αγιά Σοφιά να μπη να λειτουργάει..

Για την εμπορική της σημασία το άσμα από την Τραπεζούντα λέει:

Στράφταν τα γιαλούς, στράφταν τα περιάλια
στράφταν τα τσαρσιά, της Πόλης τ’ αργαστήρια

Στο γνωστό,  μέχρι πρόσφατα, νανούρισμα η μάνα υπόσχεται στο μωρό της:

Κοιμήσου και παρήγγειλα  στην Πόλη  τα προικιά  σου…
ενώ στη Ρόδο τραγουδούν:

Κι’ αμ μου το φέρεις ύπνε μου, τρεις χώρες σου χαρίζω
τημ Πόλημ με το Γαλατάν, τη Χιόν με τα γαλούνια
και τηγ Κωσταντινούπολημ με τα καλά της ούλα.

Ακόμη οικοδομικά υλικά για την εκτέλεση μεγάλων έργων, όπως αυτό που αναφέρεται στο ακριτικό τραγούδι  στο οποίο:  Του  κόσμου οι αντρειω-μένοι στήνουν  πύργον σίδερον να μπου να φυλαχτούνε

Αφ’ τ’ Όρος  παίρνουν του νερό κι αφ’ τον  Μουριάν  το χώμα,

Κι απ’ την Κωνσταντινούπολη φέρνουν τα κεραμίδια…

Εξ άλλου η συνήθης ευχή για τον νέο, που ξεκινούσε τη σταδιοδρομία του, από τα χωριά της ηπειρωτικής Ελλάδας ήταν  “και σιμιτζής (= κουλουράς) στην Πόλη”.

Η Πόλη και η Βενετία, αποτελούν  το μήλον της έριδος για  τους ισχυρούς του κόσμου. Έτσι στο γνωστό ακριτικό τραγούδι του Διγενή :

Θέ’ να το δώκη χάρισμαν τρεις χώρες να τις ’ρίζη,

Τη Βενετιά με το φλουρί, τη Χιό με το λογάρι
την Πόλη την εξακουστή  με ούλα τα καλά της.

Σταυροδρόμι πολιτισμών και λαών η Πόλη και για τις προσωπικές σχέσεις των ανθρώπων προσφέρεται. Ο ακρίτης στο κυπριακό τραγούδι επαίρεται για τις αγαπητικές του:

Στην Πόλην έχω  εκατόν, στον Γαλατάν σιλιάδες (χιλιάδες)

Μέσ’ την Κωνσταντινούπολην κόρες με τες μανάδες.

Γι’  αυτό και στο τραγούδι της ξενιτειάς η γυναίκα του ξενιτεμένου απελπισμένη τραγουδάει:

Θέλω να τα καταραστώ τα έρημα τα ξένα!

Την Πόλη και τη Μολδαβιά και τη Βλαχιά, τα τρία κακά…

Εκτός από τα ακριτικά, στα νεότερα τραγούδια του ελληνικού λαού, κι όταν είχαν περάσει αιώνες από την Άλωση της, η Πόλη και η Αγία Σοφία είναι όνειρο για κάθε ρωμιό:

Καράβι, καραβάκι, που πας γιαλό γιαλό,

Με κόκκινη σημαία και με χρυσό σταυρό,

Αν είσαι για την Πόλη και την Αγιά Σοφιά,

Πάρε και μένα μέσα και σύρε στο καλό…

Και ακόμη χρησιμοποιείται και ως μέτρο σύγκρισης της γυναικείας ομορφιάς.

 

Σαν τα μάρμαρα της Πόλης, που’ ναι στην Αγιά Σοφιά
έτσι τα ‘χεις ταιριασμένα, μάτια, φρύδια και μαλλιά…

Φώτο: ΑΠΕ-ΜΠΕ

H παράδοση θέλει να συμμετέχουν στο χτίσιμο της Πόλης άγγελοι, πουλιά, αλλά και αυτός ο ίδιος ο Κωσταντής (που άλλοτε είναι ο περίφημος ακρίτης, άλλοτε ο ίδιος ο Μέγας Κωνσταντίνος), όπως φαίνεται από το παρακάτω ριζίτικο της Κρήτης:

Όντεν εθεμελιώνασι οι γι-άγγελοι την Πόλη,
‘που τ’ Άγιον Όρος το νερό κι’ από τη Χιό το χώμα,
κι’ από την Αντριανούπολη, παίρνουν τα κεραμίδια.

Κι απής την αποκτίσανε οι γι-άγγελοι την Πόλη,
στέκουν και συντηρούν τηνε, κι’ αποθαυμάζοντάν την.

Και πώς να την εβγάλομε, και πώς να τηνε λέμε;

Πόλη, Κωνσταντινούπολη και Κωνσταντίνου πόλη.

Προορισμός, επομένως, πέρασμα, πραγματικότητα και όνειρο η Πόλη, η Επτάλοφος αποτελούσε το σύμβολο για τον ελληνισμό, που την τραγούδησε στην ακμή της, και εξακολουθεί να την τραγουδάει, και την εθρήνησε στην υποδούλωσή της.

Κυρίες και Κύριοι,

Την «μεγίστη ξυμφορά των κατά την οικουμένην γενομένων», όπως χαρακτηρίζει λιτά την Άλωση της Πόλης, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, ο τελευταίος χρονικά ιστοριογράφος του Βυζαντίου, θα βιώσει ο ελληνικός λαός διαχρονικά με συγκλονισμό, ο οποίος αντικατοπτρίζεται στις παραδό-σεις, τις παροιμίες και τα τραγούδια του μέσα από τα οποία αναδύονται και οι οραματισμοί και οι προσδοκίες του για ανάκτησή της.

Στο Ανακάλημα της Κωνσταντινούπολης

«Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,
θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.
Εχάσασιν το σπίτιν τους, την Πόλιν την αγία,
το θάρρος και το καύχημα και την απαντοχήν τους.

Το δημοτικό τραγούδι, αντίθετα από την ψυχρή ιστοριογραφία,  η οποία γράφεται βουτώντας την πένα στη λογική και καλώς, αλλά ενίοτε, και στην μεροληψία του γράφοντος και παραλείπει ελαττώματα ή εξαίρει υπερβολικά αρετές, το δημοτικό τραγούδι -ανεξέλεγκτο ως ένα σημείο, συναισθηματικό- χωρίς να παραλείπει τα κύρια σημεία, αναφέρεται στον αντίκτυπο των γεγονότων στην ψυχή του λαού, στο σημαντικό που πρέπει να αποτυπωθεί στις δέλτους της ιστορίας και να περάσει στις επόμενες γενιές. Βραχύ χρονικό, συλλογικά επεξεργασμένο σχόλιο πάνω στο συγκε-κριμένο γεγονός.

Οι παραδόσεις και τα σχετικά με την άλωση τραγούδια, συγκοινω-νούντα δοχεία σίγουρα, αποτελούν θεματικά τρεις μεγάλες ενότητες: Η πρώτη εκφράζει την έκπληξη-δυσπιστία για το μήνυμα της Αλώσεως της Πόλης με την συμβολική ανάσταση των τηγανισμένων ψαριών, η δεύτερη διασώζει τα θρυλούμενα για την τελευταία λειτουργία στην Αγιά Σοφία και η τρίτη περιλαμβάνει τις διηγήσεις για τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο.

Στην πρώτη, με μεγάλη γεωγραφική διάδοση και πολλές παραλ-λαγές, οι παραδόσεις και τα τραγούδια αναφέρονται στο θαυμαστό ζωντά-νεμα των τηγανισμένων ψαριών. Κάποιος, η μάνα του Κωνσταντίνου, μια καλόγρια, την ώρα που οι Τούρκοι μπαίνουν στην Πόλη πληροφορείται το γεγονός  και αρνείται να το πιστέψει, λέγοντας πως αν ζωντανέψουν τα ψάρια που τηγανίζει, τότε θα το πιστέψει. Το θαύμα γίνεται και πιστεύει ότι έγινε πράγματι το ακατόρθωτο. Ανάλογες είναι οι παραδόσεις, που αναφέρονται σ’ ένα άλλο μεγάλο γεγονός την θαυμαστή ανάσταση του Χριστού. Κάποιος κρατάει ένα καλάθι με αβγά και μαθαίνει ότι αναστή-θηκε ο Χριστός. Αμφιβάλλει και ζητάει να κοκκινίσουν τα αβγά. Κι εδώ το θαύμα γίνεται και πιστεύει. Στο τραγούδι από τη Μικρά Ασία:

Καλογριά μαγέρευε ψαράκια στο τηγάνι
και μια φωνή, ψιλή φωνή, απανωθιό της λέγει:

Πάψε γριά το μαγεριό κι η Πόλη θα τουρκέψει.

Όταν τα ψάρια πεταχτούν και βγούν και ζωντανέψουν,
τότε κι ο Τούρκος θε να μπει κι η Πόλη θα τουρκέψει.

Τα ψάρια πεταχτήκανε, τα ψάρια ζωντανέψαν
κι ο αμηράς εισέβηκεν στην Πόλη καβαλάρης.

Με τον καιρό, με το λάλημα του πετεινού, που βράζει στο τσουκάλι, στο θρακιώτικο τραγούδι, συμφύρονται ενισχυτικά δύο σύμβολα του Ελληνισμού, ο Μέγας Αλέξανδρος, και ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, που αρνούνται να δεχθούν ότι είναι δυνατόν να αλωθεί η Πόλις.

Αλέξαντρους ου βασιλιάς κι ου μικρου Κουσταντίνους.

Μαζ’ έτρωγαν, μαζ’ έπιναν, μαζί χαρουκουπιούνταν,
ακούν λαλιά ‘που τον Θιό, λαλιά που τα ουράνια.

“Θα πάρ’ ου Τούρκους του ψουμί, θα ’σέβει κι στην Πόλη”

Αλέξαντρους δεν πίστιψι, Αλέξης δεν πιστεύει.

“Ντα βγουν τα ψάρια ‘π’ τουν νταβά κι πιτεινός π’ τη βράση,
τότι κι’ ου Τούρκους θα γινεί αφέντης μεσ’ την Πόλη.

Του λόγου δεν απόσουσι κι’ γίνηκι του θάμα:

Πηδούν τα ψάρια ‘π’ του νταβά μισοτηγανισμένα

κι’ ου πιτεινός ελάλησι κι’ Αλέξαντρους πιστεύει.

Οι παραδόσεις υπογραμμίζουν την εδραιωμένη πεποίθηση του λαού για τη σπουδαιότητα της Πόλης. Η καταστροφή της ξεπερνάει τα μέτρα της ανθρώπινης λογικής και απαιτεί τη συνέργεια υπερφυσικών δυνάμεων.

Η Αγία Σοφία, ο ναός, όπου πραγματοποιήθηκε, σύμφωνα με την πα-ράδοση, η τελευταία λειτουργία, είναι το μνημείο έμβλημα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και της Πόλης. Την οικοδόμηση της συνοδεύουν θρύλοι και παραδόσεις. Ο λαός είδε στη δημιουργία της τη σύμπραξη θείων και ανθρωπίνων δυνάμεων, όπως γίνεται με όλα τα μεγάλα έργα. «Όταν ο βασιλεύς στην Πόλη αποφάσισε να χτίση την Αγιά Σοφιά, κανείς τεχνίτης δεν μπόρεσε να του παρουσιάσει σχέδιο, που να του αρέση. Και όταν μια φορά πήγε να λειτουργηθή ο βασιλές και απόλυκε η εκκλησία, κει που έπαιρνε τ’ αντίδερο από του Πατριάρχη το χέρι, έπεσε κάτω το αντίδερο. Σκύβει να το πάρη, δεν το βρίσκει. Όταν έξαφνα βλέπει μια μέλισσα με τ’ αντίδερο στο στόμα να πετά απ’ το παράθυρο. Βγαίνει διαταγή όποιος έχει μελίσσια να τα τρυγήση για να βρεθή τα’ αντίδερο. Και άλλος κανείς δεν το ’βρε παρ’ ο Πρωτομάστορας, που σ’ ένα δυψέλι είδε αντί για κερήθρα μια πανώρια εκκλησία πελεκητή και στην άγια τράπεζά της το αντίδωρο. Την είχε φτιασμένη η μέλισσα με τη χάρη του αντίδερου της προσφοράς. Αυτή την εκκλησία επαρουσίασε ο πρωτομάστορας στο βασιλέ, και ίδιο μ’ αυτή έκαναν την Αγια-Σοφιά».

Βυζαντινοί συγγραφείς αναφέρονται σε λαϊκές διηγήσεις για τη δημιουργία του αριστουργηματικού ναού. Η «Διήγησις περί της οικοδομής του ναού της του Θεού Σοφίας» κάνει λόγο για τη σύμπραξη θείων δυνά-μεων για τη δημιουργία του ναού. Σ’ ένα από τα θαυμαστά συμβάντα, σε μια περίοδο που ο Ιουστινιανός φέρεται να μην έχει χρήματα να συνεχίσει το έργο, εμφανίζεται στους μαστόρους, που χτίζουν το ναό Άγγελος και τους εμψυχώνει να συνεχίσουν. Άλλωστε πάντοτε ο λαός δημιουργεί με τη φαντασία του αιτιολογικές εξηγήσεις για πράγματα που ξεπερνούν τα κοινά μέτρα είτε πρόκειται για μεγάλα τεχνικά έργα, όπως οι γέφυρες, οι ανεμόμυλοι, είτε για φυσικά φαινόμενα ανεξήγητα με τις δικές του εμπειρικές γνώσεις. Το γνωστό θεσσαλικό τραγούδι αναφέρεται ως εξής στο κτίσιμο της Αγιά-Σοφιάς.

Ανάμεσα τρεις θάλασσες, καράβι κινδυνεύει
με τ’ άργανα αρμένιζε, με τον αέρα σειόνταν

και με τα χαλκοτύμπανα μαζεύοντ’ αντρειωμένες (νεράιδες)

Μαζώνονταν, συνάζονταν πύργον θέλουν να κτίσουν,
να στήσουν την Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι.

Τα περιστέρια κουβαλούν, τα χελιδόνια κτίζουν
κι’ οι άγγελοι απ’ τους ουρανούς βάζουν τα κεραμίδια.

Ο λαός πιστεύει ότι μόνο ένα χέρι που καθοδηγείται από θεϊκή έμπνευ-ση, θεόπνευστο, έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει και να εκτελέσει ένα τόσο τέλειο οικοδομικό πρόγραμμα, όπως η κατασκευή της Αγίας Σοφίας. Στο πολύ γνωστό εξ άλλου δημοτικό τραγούδι, Σημαίνει ο Θιός, σημαίνει η γη,  το οποίο έχει αφαιρεθεί από τα σχολικά εγχειρίδια, και ήδη ακούσατε από την κ. Γιώτα Βέη, το εν λόγω μνημείο παρουσιάζεται ως μέγα μοναστήρι: με τετρακόσια σήμαντρα κι εξηνταδυό καμπάνες…

Η Αγία Σοφία, μνημείο ιερό και επιβλητικό, όπως η Ακρόπολη και οι Δελφοί κατά την αρχαιότητα, αποτελεί διαχρονικό σύμβολο του ελληνισμού, φορτωμένη με τους θρύλους και τις προσδοκίες του λαού αλλά και τις εθνικές του απογοητεύσεις.

«Την ώρα που μπήκαν οι Τούρκοι στην Αγιά Σοφιά δεν είχε τελειώσει ακόμη η λειτουργία. Ο παπάς που έκανε  τη λειτουργία πήρε αμέσως το άγιο δισκοπότηρο, ανέβη στα κατηχούμενα, εμπήκε σε μία θύρα και η θύρα έκλεισε αμέσως. Οι Τούρκοι τον εκυνήγησαν, είδαν να γίνη άφαντος και ηύραν εμπρός των τοίχο. Πολέμησαν να τον χαλάσουν με τα όπλα τους και δεν μπόρεσαν. Έφεραν ύστερα χτίστες της Πόλης, έβαλαν τα πάντα εις ενέργεια να γκρεμίσουν εκείνον τον τοίχο, αλλά και αυτών οι κόποι πήγαν χαμένοι. Ούτε με λοστούς ούτε με όλα τα σύνεργα δεν μπόρεσαν να χαλάσουν τον τοίχο. Γιατί είναι θέλημα θεού ν’ ανοίξη η θύρα μόνη της, όταν έλθη η ώρα, και να βγη από εκεί ο παπάς να τελειώση την λειτουργία στην αγιά Σοφιά, όταν θα πάρωμε πίσω την Πόλη».

Το Ποντιακό τραγούδι για το χαμένο κλειδί της Αγιά Σοφιάς τελειώνει με τους στίχους:

Χρόνους έρθαν και πέρασαν, καιροί έρθαν και δέβαν,
‘νεσπάσθεν το κλειδίν άθες, κι επέμ’νεν κλειδωμένον.
θελ’ απ’ ουρανού μάστοραν και από την γην αργάτεν.
σύμπραξη δηλ. θεού και ανθρώπων.

Σε μια Μακεδονική παραλλαγή του γίνεται λόγος για ένα θαύμα που σύμφωνα με την παράδοση έγινε στην Αγιά Σοφιά, όπου τα άγια σκεύη φυ-γαδεύτηκαν από ένα άγγελο- ιερέα που εξαφανίστηκε πίσω από μια πόρτα, που όσο κι αν την έψαξαν ύστερα οι Τούρκοι δεν μπόρεσαν να την βρουν, αφήνοντας την ελπίδα να φτερουγίσει, πάνω από την μεγάλη καταστροφή.

Έπαψ’ ευθύς η λειτουργιά, σωπάσαν οι ψαλτάδες,
η εκκλησιά αναστέναξε, σβηστήκαν τα καντήλια,
οι ‘κόνες άρχισαν να κλαιν, να χύνουν μαύρα δάκρυα.

Κι ο βασιλιάς μετάλαβε με το φουσάτο του όλο,
και στ’ άλογο του ρίχτηκε και πάει να πολεμήσει,
λέγοντας προς την Παναγιά και τους Αγίους όλους:

– Σώπασε κυρά Δέσποινα, και σεις Άγιοι μην κλαίτε
πάλε με χρόνους με καιρούς, πάλε δικά μας θα’ ναι.

Ο λαός δεν στερείται ρεαλισμού. Μπορεί να αμφισβητεί, να αρνείται να πιστέψει, την άλωση, της Πόλης, όμως γνωρίζει ότι αποτελεί αποτέ-λεσμα της χρόνιας παρακμής και εν τέλει εκδήλωση της οργής του Θεού για τις αμαρτίες των κατοίκων της Πόλης και της αυτοκρατορίας. Έτσι ο χρονικογράφος Δούκας, που διασώζει χρησμούς και παραδόσεις, αναφέρει ότι το πρωί της 29ης Μαϊου οι υπερασπιστές της Πόλης απωθούμενοι από τους Τούρκους μετέδιδαν την είδηση της Αλώσεως και «έγνωσαν ότι ήγγι-κεν εν χείλεσι το ποτήριον της οργής του Κυρίου» (Δούκας 30, 17. Pertusi 2, σ. 180). Αυτό φαίνεται και από παράδοση, που δημοσίευσε πρώτος ο Σπ. Λάμπρος από παλαιό κώδικα, η οποία αναφέρεται λεπτομερώς στην θαυ-μαστή εμφάνιση της Παναγίας, ως βασίλισσας, η οποία άνοιξε την ωραίαν πύλην του ναού του αφιερωμένου σ’ αυτήν και αφού κάθησε στο σύνθρονο και «έδειξε σχήμα λυπητικόν» είπε προς τον βασιλέα: «Αφόντις μου επαρά-δωσαν ταύτην την ταλαίπωρον Πόλιν, πολλές φορές την εγλύτωσα από οργές θεϊκές (Η Υπέρμαχος στρατηγός). Αλλά και τώρα επαρακάλεσα τον υιόν μου και θεόν, και όμως έγινε απόφασις, ότι να παραδοθήτε εις τας χείρας των άλλοτρίων, διότι αι αμαρτίαι του λαού άναψαν τον θυμόν του θεού. Και λοιπόν, άφες το στέμμα της βασιλείας εδώ να το φυλάγω, έως να ευδοκήση ο θεός να έλθη άλλος να το παραλάβη, και σύ ύπαγε να αποθάνης, ότι έτζι ώρισεν ο Θεός». Ο Κωνσταντίνος παρέδωσε το στέμμα αφήνοντάς το στην αγία τράπεζα. «Αλλά ουδέ το στέμμα ουδέ το σκήπτρον ευρέθησαν εκεί οπού το άφησε, διότι το επήρεν η κυρία Θεοτόκος να το φυλάγη έως ού να γένη έλεος εις το γένος των χριστιανών». Χαρακτηριστικό είναι το Ποντια-κό μοιρολόι που ενέπνευσε τον Κωνσταντίνο Καβάφη στο περίφημο ποίημά του “Πάρθεν”:

“Αλί εμάς και βάι εμάς, πάρθεν η Ρωμανία!”

Μοιρολογούν τα εκκλησιάς, κλαίγνε τα μοναστήρια
κι ο Γιάννες ο Χρυσόστομον κλαίει, δερνοκοπάται,

-Μη κλαίς, μη κλαίς Αϊ-Γιάννε μου, και δερνοκοπάσαι

-Η Ρωμανία πέρασε, η Ρωμανία ‘πάρθεν.

-Η Ρωμανία κι αν πέρασεν, ανθεί και φέρει κι άλλο.

Η συνέχεια είναι πολύ γνωστή και τραγουδιέται συχνά.

Ο ήλιος σε αρκετές περιπτώσεις γίνεται κι αυτός μάρτυ­ρας των τραγι-κών ημερών, οπότε γυρίζει το βράδυ “μαυρομελανιασμένος” και τα διηγεί-ται στη μητέρα του ή σε άλλους.

Επήρε ο Τούρκος τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
με πιο τραγικά λόγια απαντάει ο ήλιος στην Ποντιακή παραλλαγή:

Αϊλί, ντ’ είδαν τα μάτια μου’ς σο σημερνόν τη μέραν.

Αντίς αρνιά παιδιά σπαζ’ νε, αντίς πρόβατα μάννες,
αντίς τα κριάρα τ’ άκλερα, σπάζ’ νε τα παλληκάρεα.

Τα πουλιά γίνονται μάρτυρες των φρικτών γεγονότων, συμμετέχουν στο πένθος και παύουν να κελαηδούν, όπως στο Θρακιώτικο:

Γιατί πουλί δεν κελαηδείς πως κελαηδούσες πρώτα;

Για πώς μπορώ να τραγουδώ ‘πως κελαηδούσα πρώτα;
μου κόψαν τα φτερούδια μου, μου κόψαν τη λαλιά μου,
μας πήρανε την Πόλη μας και την Αγιά Σοφιά μας.

Ωστόσο το μήνυμα μεταφέρουν κυρίως  Έλληνες ναυτικοί:

Θρήνος κλαυθμός και οδυρμός και στεναγμός και λύπη,

Θλίψις απαραμύθητος έπεσεν τοις Ρωμαίοις.

-“Καράβιν, πόθεν έρκεσαι και πόθεν κατεβαίνεις;”

-“Ερκομαι ακ τ’ ανάθεμα κι εκ το βαρύν το σκότος,
ακ την αστραποχάλαζην, ακ την ανεμοζάλην°
απέ την Πόλην έρχομαι την αστραποκαμένην.

Τα θλιβερά γεγονότα είναι γνωστό, και ισχύει διαχρονικά, προκαλούν εύλογα ερωτήματα για την αιτία ή τις αιτίες που τα προκάλεσαν και συζητήσεις για το «τις πταίει». Αντίθετα ποτέ δεν αναρωτιέται κανείς για τα ευχάριστα. Η ανθρώπινη φύση αυτό υπαγορεύει. Εδώ η συλλογική ευθύνη της εξόδου από τον κανονικό δρόμο, κάτι που σηκώνει πολλή συ-ζήτηση, με βάση τις ιστορικές πηγές και τις συγκυρίες, οδήγησαν στην παράδοση της ονομαστής Πόλης στους οθωμανούς.

Στην προσαρμοσμένη για την περίσταση παλαιότερη παραλογή “Τρεις καλογέροι Κρητικοί», με ευρεία διάδοση, συνυφασμένη με τις δύσκολες ώρες του Ελληνισμού το καράβι παρουσιάζεται ως από μηχανής θεός για να σώσει τα ιδεώδη του Ελληνισμού, φυγαδεύοντάς τα προς τη Δύση, τη Φραγκιά, την οποία δεν εμπιστεύεται μεν ο πληθυσμός, αλλά δεν έχει άλλη λύση.

«Μον’ δώστε λόγο στη Φραγκιά, να’ ρθουν τρία καράβια
Το ΄να να πάρει το σταυρό και τ’ άλλο το ευαγγέλιο
Το τρίτο το τρανύτερο την άγια τράπεζά μας
Μη μας τα πάρουν οι άπιστοι και μας τα μαγαρίσουν

Στα τραγούδια της Επανάστασης του 1821, το ίδιο πλοίο, εξοπλισμένο με κανόνια, πολεμά με επιτυχία τον κατακτητή.

«Τρεις καλογέροι κρητικοί και τρεις απ’ τ’ Άγον Όρος

Καράβιν αρματώνουνε και καλοσυγυρίζουν

Στην πρύμνη βάζουν το σταυρό, στη μεσ’ τον Πατριάρχη

Και ψάλλαν το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως

Φωνή ηκούσθη εξ ουρανού, εκ στόματος αγγέλου

Ας πάψει το χερουβικό και τ’ άξιον εστίν ως

Πήραν οι Τούρκοι τη Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι

Πώ ΄χει τριακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες» (Μακεδονίας)

Σε Θρακιώτικο τραγούδι γίνεται λόγος για τρία (κρητικά) καράβια που κατόρθωσαν να διαφύγουν με κάποια ιερά σκεύη της Αγίας Σοφίας. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για τρία Γενουάτικα καράβια και ένα Ελληνικό υπό τον ναύαρχο Φλαντανελά, τα οποία σύμφωνα με τον χρονικογράφο Φραντζή, κατόρθωσαν να διασπάσουν τον κλοιό των Τουρκικών πλοίων προκαλώντας μάλιστα μεγάλη καταστροφή και να εφοδιάσουν την πολιορκημένη Πόλη με τρόφιμα. Το γεγο-νός αυτό εντυπωσίασε τους Έλληνες και τραγουδήθηκε σαν θρύλος.

Τρία καράβια φεύγουνι, που μέσα που την Πόλι,
το’ να φορτώνει του Σταυρό, κι τ’ άλλο του Βαγγέλιου
του τρίτου του καλύτερου, την Άγια Τράπεζά μας,
μη μας την πάρουν τα σκυλιά, κι μας τη μαγαρίσουν.

Στον θεσσαλικό θρήνο γίνεται σαφής λόγος για τον δόλιο ρόλο στην έκβαση της ιστορίας, που έπαιξαν οι Φράγκοι, οι οποίοι, ενώ είχαν την δυνατότητα, όμως δεν βοήθησαν καθόλου τους Χριστιανούς, επειδή ήταν ορθόδοξοι και όχι καθολικοί.

Μέσα με δέρνει ο θάνατος, ν’ όξω με δέρν’ ο Τούρκος
κι απ’ τη δεξιά μου τη μεριά Φράγκος με πολεμάει”.

Πιο εμφανής είναι η συσσωρευμένη αγανάκτηση στο ριζίτικο της Κρήτης

……………………………………………………………

Δεν έχω αμάχι τση Τουρκιάς, μηδέ κακιά του Χάρου,
μον’ έχω αμάχι τση Φραγκιάς, αμάχι έχω του Φράγκου.

Στο τραγούδι από την Σινασό της Καπαδοκίας, γίνεται λόγος για τα τρία “βήματα” δηλαδή τα προπύργια της Ορθοδοξίας. Τ’ “απάνω βήμα” είναι το βήμα του οικουμενικού Πατριάρχη, δηλαδή η Αγία Σοφία, “κάτω βήμα” το τραγούδι εννοεί τον Μοριά, ο οποίος με τις εμφύλιες έριδες που τον απασχολούσαν δεν ασχολήθηκε με τους κινδύνους που αντιμετώπιζε η Κωνσταντινούπολη, και με το “μεσακό” εννοεί την υπόλοιπη Ελλάδα που ήδη βρισκόταν σε ξένη κατοχή.

Τ’ απάνω βήμα πάρθηκεν, το κάτω’ ποκοιμάται,
το μεσακό εστράγγισε, παιδιά, πάρθην η Πόλι.

Κάτω από αυτές τις συνθήκες Οι τελευταίες στιγμές του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου περιγράφονται στο παρακάτω Ποντιακό τραγούδι:

Ο βασιλεάς ο βασιλεάς, παργοριάν ‘κι παίρνε.

Επαίρεν τ’ ελαφρόν σπαθίν, τ’ Ελλενικόν κοντάριν
τσοι Τούρκους κρούγνε ‘ς σο σπαθίν, τσοι Τούρκους ‘ς σο κοντάριν,
τριακόσιους Τούρκους έκοψεν και δεκατρείς πασάδες,
τσακώθεν το σπαθίν ατού, κι εσκίγεν το κοντάριν.

Άλλα τραγούδια περιγράφουν τους αγώνες αφανών ηρώων, που βρέθηκαν στις άνισες μάχες, όπως του νέου από την Τραπεζούντα, που η μάνα του, ως άλλη Σπαρτιάτισσα, τον προστάζει:

“Έπαρ’ υιέ μ’ την σπάθην σου, τ’ Ελλένικον κοντάρι σ’
δεβ’ ατουνούς, σκόρπισον ατ’ς σαν άνεμος τα φύλλα”

Η πιο γνωστή παράδοση είναι εκείνη για τον Μαρμαρωμένο βασιλιά, ο οποίος θα αναστηθεί, όταν έρθει η ώρα.

«Όταν ήρθε η ώρα να τουρκέψη η Πόλη, και μπήκαν μέσα οι Τούρκοι, έτρεξε ο βασιλιάς καβάλα στ’ άλογό του να τους εμποδίση. Ήταν πλήθος αρίφνητο η Τουρκιά, χιλιάδες τον έβαλαν στη μέση, κι εκείνος χτυπούσε κι έκοβε αδιάκοπα με το σπαθί του. Τότε εσκοτώθη τ’ άλογό του κι έπεσε κι αυτός. Κι εκεί ένας Αράπης σήκωσε το σπαθί του να χτυπήση το βασιλιά, ήρθε άγγελος Κυρίου και τον άρπαξε, και τον πήγε σε μια σπηλιά βαθιά στη γη κάτω, κοντά στη Χρυσόπορτα. Εκεί μένει μαρμαρωμένος ο Βασιλιάς και καρτερεί την ώρα να ’ρθη πάλι ο άγγελος να τον σηκώση. Οι Τούρκοι το ξεύρουν αυτό, μα δεν μπορούν να βρουν τη σπηλιά που είναι ο βασιλιάς. Γι αυτό έχτισαν την πόρτα που ξεύρουν πως από αυτή θα έμπη ο βασιλιάς για να τους πάρη πίσω την Πόλη. Μα όταν είναι το θέλημα του Θεού, θα κατεβή ο άγγελος στη σπηλιά και θα τον ξεμαρμαρώση, και θα του δώση στο χέρι πάλι το σπαθί, που είχε στη μάχη. Και θα σηκωθή ο βασιλιάς, και θα μπη στην Πόλη από τη Χρυσόπορτα, και κυνηγώντας με τα φουσάτα του τους Τούρκους, θα τους διώξη ως την Κόκκινη Μηλιά».

Την παράδοση αυτή ο Νικόλαος Πολίτης χαρακτηρίζει «από εθνικής απόψεως την πολυτιμοτάτην πασών, διότι εις ταύτην αποκορυφούνται οι πόθοι και αι ελπίδες του δουλωθέντος γένους περί ελευθερίας και ανορθώσεως. Και είναι αληθώς άξιον θαυμασμού ότι εγεννήθη αύτη, καθ’ όν χρόνον το έθνος εφαίνετο απολέσαν τα πάντα, πεσούσης της Κωνστα-ντινουπόλεως, και ουδαμού υπέφωσκέ τις ακτίς ελπίδος περί μελλούσης σωτηρίας. Αλλ’ η μεγάλη συμφορά του έθνους ευρίσκεται ακριβώς εν τω μεταιχμίω των φόβων και των ελπίδων, της απογνώσεως και της αναθαρ-ρήσεως… Εις το ιδεώδες τούτο κατ’ εξοχήν αποτυπούται ο χαρακτήρ της νεοελληνικής εθνότητος» (Ν. Γ. Πολίτου, Παραδόσεις, τ. Β΄, Αθήναι 1904, σ. 658-659).

Το σπαθί του τελευταίου αυτοκράτορα, το σκήπτρο, ο τάφος είναι στοιχεία που αναφέρονται στις παραδόσεις που συνοδεύουν την Άλωση. Από αυτές αντλεί η λαϊκή μούσα, η οποία διεκτραγωδεί τις περιπέτειες του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου, τον οποίο δεν θέλει να θεωρήσει πεθαμένο. Στο τραγούδι το γνωστό ως το «ανακάλημα της Κωνσταντι-νούπολης» από χειρόγραφο του 15ου αιώνα ο λόγος για τον Κωνσταντίνο:

Όντεν εδικονίζεντον ο Κωνσταντής στα ξένα

Τσοι ρούγες ρούγες περπατεί και τα στενά διαβαίνει

Κι είχε τα ράσα κούντουρα κι εφάνη τ’ άρματάν του,

Κι εφάνη τ’ αλαφρό σπαθί με τ’ αργυρό θηκάρι.

Και αλλού:

Στάσου καράβι, να χαρής, πάλι να σε ρωτήσω:

Εκεί ‘λαχε ο βασιλεύς, ο κύρης Κωνσταντίνος,

Ο φρένιμος, ο δυνατός, ο περισσά  ανδρειωμένος,

Ο πράγος, ο καλόλογος, η φήμη των Ρωμαίων;

Εκεί ‘λαχεν ο Δράγασης ο κακομοιρασμένος».

Ένας Τούρκος ιστορικός ο Ισμαήλ Χαμί Τανισμέντ γράφει, όπως είναι γνωστό, για τον τελευταίο αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο: «Όλες οι αφηγήσεις τόσο των ξένων όσο και των τουρκικών πηγών συμφωνούν σε ένα σημείο: ότι ο αυτοκράτορας κατά την Άλωση της Πόλης έλαβε μέρος στις σκληρές οδομαχίες, πολεμώντας σαν λιοντάρι και χωρίς να παραδώσει το ένδοξο σπαθί ξίφος του στον πανίσχυρο εχθρό του, έπεσε ένδοξα σαν ήρωας. Η τουρκική ιστορία θεωρεί ιερή υποχρέωσή της να αναφέρεται με σεβασμό στη μνήμη της προσωπικότητας του αυτό-κράτορα Κωνσταντίνου, ο οποίος δεν έφερε την παραμικρή ευθύνη για την παρακμή και αποσύνθεση του κράτους, ενώ ο ηρωικός θάνατός του λύπησε κι αυτόν ακόμα τον Πορθητή».

Ο τελευταίος αυτοκράτορας, αν πρέπει να τιμάται δεν είναι για τα διοικητικά του προσόντα ή για την ανδρεία του, όσο για την συναίσθηση του χρέους που τον διέκρινε. Σαν άλλος Λεωνίδας, παρά το γεγονός ότι είχε προ οφθαλμών το χρονικό ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου, πολέ-μησε στις επάλξεις πιστός στο χρέος να  υπερασπιστεί την Πόλη, όχι πλέον ως πραγματικό χώρο αλλά ως ιδέα και σύμβολο της Ρωμιοσύνης. Έτσι δεν παρέδωσε τίποτε στον κατακτητή και εξακολουθεί στην συνείδηση του λαού να είναι διαχρονικός διεκδικητής στις επάλξεις του έθνους, σύμβολο θυσίας και αφοσίωσης στο καθήκον. Ο τελευταίος των Γραικών αυτοκρα-τόρων είν’ αυτός κατά τον Κωνσταντίνο Π. Καβάφη. Ο ¨Ελλεν Κωνστα-ντίνον στην ποντιακή παράδοση. Στη στάση του αυτή στηρίζεται η επιχει-ρηματολογία του Κολοκοτρώνη σε σχετική συζήτηση με τον Χάμιλτον: «Μία φορά, όταν επήραμεν το Ναύπλιον, ήλθεν ο Άμιλτον να με ιδή. Μού είπε ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσι-τεύση. Εγώ του αποκρίθηκα ότι: – Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνα-τος. Εμείς, καπετάν Άμιλτον, ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμεν με τους Τούρ-κους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί και άλλοι, καθώς εμείς, εζούσαμεν ελεύθεροι από γενεά σε γενεά. Ο βασιλέας μας εσκοτώθη, καμία συνθήκη δεν έκαμε. Η φρουρά του είχε παντοτεινόν πόλεμον με τους Τούρ-κους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα. Με είπε: – Ποιά είναι η βασιλική φρουρά του, ποιά είναι τα φρούρια; – Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφτες, τα φρούρια, η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά. Έτσι δεν με ωμίλησε πλέον».

Ο τελευταίος αυτοκράτορας, όπως ο Ελύτης τον περιγράφει την ώρα του επερχόμενου θανάτου: Έτσι καθώς εστέκονταν ορθός μπροστά στην Πύλη κι άπαρτος μες στη λύπη του Μακριά του κόσμου, που η ψυχή του γύρευε να λογαριάσει στο φάρδος Παραδείσου. Και σκληρός πιο κι απ’ την πέτρα… Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε.

H Μεγάλη Ιδέα μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησε αμέσως μετά την Άλωση. Ως κοινός πόθος όλου του Ελληνισμού, άνθισε λίγο πριν την Επανάσταση και διατηρήθηκε ζωντανή μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή. στο δημοτικό τραγούδι, στην τραγουδισμένη εφημερίδα του λαού, κατά τον Γέρο του Μωριά, όπου αποτυ-πώνεται αυθόρμητα η είδηση και διαδίδεται πολύ πριν από τα επώνυμα ιστορικά κείμενα. Συνέχισε να τραγουδιέται στο στόμα του ελληνικού λαού και να περνά από γενιά σε γενιά στους γάμους, στα γλέντια και στα πανηγύρια του.

Ο Παλαμάς επισημαίνει: «τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ανθίζουν και ζούνε στο σπίτι του καθενός, ο ποιητής τους χτίζει παλάτια. Τα μεγάλα εθνικά ιδανικά, όταν ξεπέφτουν, κι ο καθένας τα διώχνει από το σπίτι του, ο ποιητής το παίρνει στο καλύβι του και άσυλο τους δίνει» (Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου. Πρόλογος). Για να επισημάνει ο Οδυσσέας Ελύτης πως: «καμιά επανάσταση, ούτε στην τέχνη, ούτε στην ζωή, δεν έχει περισσότερες ελπίδες επιτυχίας, από ΄κείνη που χρησιμοποιεί για ορμητήριό της τη μνήμη». Όμως εμείς κλείνουμε τ’ αυτιά στους ποιητές από ρεαλισμό, άγνοια ή ανασφάλεια;

Αυτή η παράδοση με τις αναβλαστικές ιδιότητες «στις πιο δύσκολες στιγμές της ιστορίας, στις πιο ανελεύθερες συνθήκες, μπροστά στις πιο με-γάλες απώλειες, κράτησε και τόνωσε το όραμα και τη λαχτάρα της λευτε-ριάς, εμφύσησε δύναμη για αγώνα, πίστη σε αξίες και ιδεώδη ξεχασμένα, αναβάθμισε την αυτοεκτίμηση των ηττημένων».

Η Άλωση της Πόλης διασκόρπισε τα δυναμικά στοιχεία της ρωμιο-σύνης στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου: Ο Παλαμάς εμπνευσμένος από το δημοτικό τραγούδι θα πεί:

Ο δικέφαλος αετός σου – να! μακρυά!
μακρυά πέταξε με τ’ άξια και με τ’ άγια,

Και θα ισκιώσουν τα τετράπλατα φτερά
λαούς άλλους, κορφές άλλες, άλλα πλάγια!

Προς τη Δύση και προς το Βοριά…

Θα κλείσω με τα λόγια πάλι του Παλαμά, γραμμένα το 1904, την περίοδο της μεγάλης μετανάστευσης στην Αμερική, που σήμερα ηχούν επίκαιρα δυστυχώς, αν αντικαταστήσουμε το πολεμάρχοι και αρματολοί με τους νέους μας, που εφοδιασμένοι με όπλα τη γνώση και την επιστήμη αναζητούν την προκοπή τους στην ξενιτιά:

Κι οι πολεμάρχοι σου εξόριστοι κι οι αρματωλοί φευγάτοι

Σαν έρμοι σαν κατάρατοι, γυμνοί άπαρτοι σκηνίτες.

Τρων το ψωμί της ξενιτιάς και για να το πλερώσουν
τον ξένο δασκαλεύουνε, του ξένου παραδίνουν
της Ρωμιοσύνης τα σπαθιά, τα μυστικά της νίκης.

Κι αυτοί πεθαίνουν άχαροι, και χαίρεται το βιός τους
ο ξένος. Γράμματα, άρματα/καημένη Ρωμιοσύνη!

Διωγμένοι απ’ την Ανατολή κονεύουνε στη Δύση.

(1904. Ασάλευτη Ζωή – Κάποια τραγούδια ακόμα, τ. 5, σ. 167)

Ομιλία στην Εταιρεία Φίλων του Λαού, 29 Μαϊου 2019

[1] Με το θέμα έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα ο κ. Στέφ. Ήμελλος στο βιβλίο του «Θρυλούμενα για την Άλωση και την εθνική αποκατάσταση», Αθήνα 1991.
[2]Η βυζαντινή Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, απηχώντας την συλλογική ιστορική μνήμη, θα πει αυτές τις δύσκολες μέρες: “Για μένα είναι η δεύτερη άλωση της Κωνσταντινούπολής. Αν ακούσω ότι τα ψηφιδωτά στην Αγιά Σοφιά έχουν δακρύσει και οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα δεν θα εκπλαγώ!!!  Αυτή η βαρβαρότητα δεν μπορεί να την ξεχάσει κανένας χριστιανός. Η άλωση της Πόλης έγινε σήμερα”.