Ο κορονοϊός είναι στη ζωή μας εδώ και οκτώ μήνες περίπου και ακόμα δεν ξέρουμε τίποτα γι’ αυτόν. Κάθε φορά που πιστεύουμε ότι είμαστε κοντά στην αποκάλυψη ενός μοτίβου λειτουργίας του, εκείνος μας διαψεύδει πανηγυρικά.
Δεν επηρεάζει με τον ίδιο τρόπο όλους τους ανθρώπους, άλλοτε εκδηλώνεται με συμπτώματα και άλλοτε όχι, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις παραμένει στον οργανισμό του ασθενούς για μήνες.
Η 31χρονη τραγουδίστρια και τραγουδοποιός Georgia Mooney, διαγνώστηκε με κορονοϊό το Μάρτιο κατά την επιστροφή της από επαγγελματικό ταξίδι στην Αγγλία.
Λόγω του νεαρού της ηλικίας της δεν ανησύχησε ιδιαίτερα και πίστεψε ότι θα αισθανόταν αδιάθετη για μια–δυο εβδομάδες και μετά θα ήταν εντάξει.
Τέσσερις μήνες μετά, η νεαρή καλλιτέχνης ακόμα υποφέρει καθημερινά από στηθάγχη, δύσπνοια και αίσθημα σφιξίματος στο στήθος.
Ανήκει στην ομάδα των ασθενών με COVID-19 που βιώνουν μια τρομακτικά μακρά περίοδο ανάρρωσης με απρόβλεπτα, παρατεταμένα συμπτώματα. Οι γιατροί αδυνατούν να της εξηγήσουν τους λόγους ή, έστω, να της πουν τι να περιμένει στη συνέχεια.
Ο ειδικός στις μολυσματικές ασθένειες, καθηγητής Greg Dore, συμμετέχει σε μια μελέτη στο νοσοκομείο St Vincent του Σίδνεϊ, που ασχολείται με τη μακροπρόθεσμη επίδραση του COVID-19 στον οργανισμό και τα αίτια για τα οποία μερικοί ασθενείς υποφέρουν από την ασθένεια για παρατεταμένο χρονικό διάστημα.
Εκατό ασθενείς που βρίσκονται στη φάση της ανάρρωσης, μεταξύ των οποίων και η Georgia Mooney, συμμετέχουν στην έρευνα για να βοηθήσουν τους επιστήμονες στη διερεύνηση της δράσης του ιού στον οργανισμό.
«Υπάρχει σαφώς μια σημαντική μειονότητα ανθρώπων, οι οποίοι ακόμα κι αν πέρασαν «ελαφρά» την ασθένεια, εξακολουθούν να εμφανίζουν τα ίδια συμπτώματα τρεις και τέσσερις μήνες μετά την αρχική εμφάνιση της νόσου», λέει ο καθηγητής Dore.
«Τα συμπτώματα κυμαίνονται από διαρκή κόπωση, μειωμένη αντοχή στην άσκηση… κάποια αναπνευστικά προβλήματα. Μερικοί άνθρωποι αναφέρουν αυτό που περιγράφουν ως εγκεφαλική ομίχλη, προβλήματα στη συγκέντρωση της προσοχής».
Ο καθηγητής Dore προβλέπει ότι τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας θα βγουν στη δημοσιότητα σε λίγους μήνες, ωστόσο αποπειράται να δώσει μερικές πιθανές εξηγήσεις για τα συνεχιζόμενα συμπτώματα.
«Η πρώτη πιθανότητα είναι ο ίδιος ο ιός ενδεχομένως να έχει προκαλέσει βλάβη σε συγκεκριμένα τμήματα κάποιων οργάνων του σώματος», λέει.
Η δεύτερη πιθανότητα είναι να έχει προκαλέσει ανοσολογική απόκριση ή κάποια ανοσολογική ασθένεια.
«Γνωρίζουμε από την εμπειρία μας ότι πολλές μολυσματικές ασθένειες μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες τύπου αυτοάνοσου».
Μελέτες για τον μακροπρόθεσμο αντίκτυπο του COVID-19 διεξάγονται σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης μιας από τις χώρες που επλήγησαν περισσότερο από τον ιό, τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Δρ Michael Peluso διεξάγει μια μελέτη με εθελοντές που αναρρώνουν από τον COVID-19 στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο.
«Αυτό που βλέπουμε είναι ότι ο μεγαλύτερος αριθμός ατόμων αναρρώνει πλήρως, κάτι που είναι ευχάριστο, αλλά ένα σημαντικό ποσοστό, κάπου μεταξύ 15 και 30% αναφέρουν κάποια συμπτώματα που παραμένουν για 30, 60 ή και 90 ημέρες μετά την αρχική εμφάνιση της ασθένειας», λέει.
Σύμφωνα με τον Δρ Peluso δεν υπάρχει μοτίβο όσον αφορά τον τύπο των ατόμων που βιώνουν κάτι τέτοιο. Επηρεάζει ανθρώπους όλων των ηλικιών.
«Μία από τις μεγάλες προκλήσεις της ασθένειας είναι ότι ξεκίνησε για όλους σε όλο τον κόσμο σχεδόν ταυτόχρονα. Επομένως, δεν υπάρχουν πληροφορίες που μπορούμε να αναζητήσουμε σε ένα βιβλίο ή να πάμε σε έναν πιο έμπειρο γιατρό για να μας διαφωτίσει, καταλαβαίνουμε τη λειτουργία της (σ.σ. ασθένειας) στην πορεία», λέει.
«Είναι απίστευτα σημαντικό να κατανοήσουμε εάν τα συμπτώματα βλάπτουν ενεργά τον οργανισμό κάποιου και αν υπάρχουν θεραπείες που πρέπει να χορηγηθούν για να αντιμετωπίσουν αυτό το ενδεχόμενο. Εάν οι άνθρωποι δεν αναρρώσουν πλήρως, αυτό θα μπορούσε να έχει τεράστιο αντίκτυπο στην προσωπική τους ζωή, την παραγωγικότητά τους και την εμπλοκή τους στην κοινωνία και στην οικονομία μας».
Ο Δρ Peluso είπε ότι στις ΗΠΑ έχουν ανοίξει αρκετές κλινικές για άτομα που «τα κατάφεραν να ξεπεράσουν τη νόσο COVID».
«Αυτές είναι οι κλινικές που θα μας εξασφαλίσουν μεγάλη εμπειρία στη διαχείριση αυτών των παρατεταμένων συμπτωμάτων», καταλήγει.