Εκατό χρόνια ζωής! Και τι δεν έχει ζήσει σ’ αυτά τα χρόνια η κυρία Ευσταθία! Γεννημένη στις 10 Ιουνίου 1920, τον καιρό της Μικρασιατικής Καταστροφής, αμέσως μετά τις ολέθριες συνέπειες της Ισπανικής γρίπης. Εκατό χρόνια μετά της έμελλε να ζήσει και την πανδημία του κορονοϊού! Η γυναίκα αυτή είναι κινητή ιστορία με βιώματα και ιστορίες, που ούτε τα βάζει ο νους μας.
Λόγω των περιοριστικών μέτρων η οικογένειά της γιόρτασε τα 100ά γενέθλιά της τμηματικά. Ξεκίνησαν με προεόρτια αρχές Ιουνίου και συνέχισαν τις επόμενες τρεις βδομάδες, ώστε να μπορέσουν όλα τα παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα να τη δουν και της ευχηθούν με ασφάλεια. Η κυρία Ευσταθία ή αλλιώς Έφη, όπως τη φωνάζουν, έχει εφτά παιδιά, είκοσι δύο εγγόνια και είκοσι εννέα δισέγγονα.».

Εννοείται ότι τα 100χρονα γενέθλιά της θυμήθηκαν και της ευχήθηκαν με κάρτα η ίδια η βασίλισσα της Αγγλίας, Ελισάβετ, ο πρωθυπουργός της Αυστραλίας, Σκοτ Μόρισον και ο Γενικός Κυβερνήτης της Αυστραλίας.
«Νιώθουμε όλοι τυχεροί και ευλογημένοι που την έχουμε στη ζωή μας» δηλώνει η κόρη της Σταυρούλα Σπυροπούλου και της ευχόμαστε: «Χρόνια πολλά με υγεία, αγάπη και γέλια! Όταν με το καλό περάσει κι αυτή η φάση της καραντίνας, ελπίζουμε τον Δεκέμβρη τα πράγματα να είναι καλύτερα και να μπορέσουμε να της κάνουνε ένα μεγάλο πάρτι αλά ελληνικά, όπως της αξίζει! Θα γιορτάσουμε τα 100ά της γενέθλια, αλλά και την ίδια τη ζωή!»
Πώς να χωρέσεις εκατό χρόνια σε μια σελίδα; Σταχυολογώντας η Σταυρούλα τη ζωή της μητέρας της, αναφέρει ότι η κυρία Ευσταθία Σπυροπούλου γεννήθηκε και έζησε στην Ελλάδα σε μια δύσκολη εποχή, όπου κυριαρχούσε η φτώχεια και η ανέχεια μαζί με τα δεινά των πολέμων. Η ίδια η κυρία Ευσταθία θυμάται πως, όταν ήταν μικρή, οι άνθρωποι δεν είχαν να φάνε. Οι γονείς της όμως καλλιεργώντας τη γη είχαν πάντα φαγητό στο τραπέζι και πάντα φύλαγαν και ένα πιάτο για κάποιον περαστικό, που το είχε ανάγκη. Ακόμα και σήμερα λέει στα παιδιά της να μην πετάνε φαγητό και να είναι ευγνώμονες, που το έχουν.

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου παντρεύτηκε και ξεκίνησε τη δική της οικογένεια με τον πρωτότοκο γιο της Παύλο να γεννιέται τον επόμενο χρόνο. Τότε ο άντρας της κλήθηκε να πολεμήσει στον εμφύλιο, το χειρότερο όλων των πολέμων, όπως χαρακτηριστικά λέει. Μόνη της μεγάλωσε το παιδί της για τα επόμενα τέσσερα χρόνια, ώσπου να γυρίσει ο πατέρας από τον πόλεμο. Με τις ‘πληγές’ του πολέμου ακόμη ανοιχτές και την βαθιά οικονομική κρίση η ζωή ήταν πολλή δύσκολη. Ακόμη και η γη, που είχε μείνει ακαλλιέργητη τόσο καιρό ήταν δύσκολο να δώσει καρπούς. Οι γονείς δούλευαν σκληρά, για να επιβιώσουν, όπως και όλοι οι άνθρωποι τότε.
Το ζευγάρι απέκτησε άλλα έξι παιδιά, τα όποια η κυρία Ευσταθία γέννησε στο σπίτι χωρίς γιατρό με τη βοήθεια μιας γυναίκας, που είχε αναλάβει χρέη μαμής του χωριού. Χωρίς νερό και ηλεκτρικό έπρεπε να γεμίζουν τα παγούρια στην πλατεία του χωριού, για να έχουν να πίνουν.
Η Σταυρούλα είναι το έκτο παιδί της οικογένειας και μόνο ωραίες αναμνήσεις έχει από την παιδική της ηλικία, καθώς ήταν πολύ μικρή, για να καταλάβει τις δυσκολίες. Τα μεγαλύτερα αδέρφια δούλευαν στα χωράφια, αλλά εκείνη ζούσε προφυλαγμένη από τις κακουχίες. Με νοσταλγία θυμάται το τζάκι, όπου μαζεύονταν όλοι γύρω από τη φωτιά και τη μητέρα τους να τους λέει ιστορίες.
«Δεν είχαμε παιχνίδια, αλλά τι τα θες τα παιχνίδια, όταν μπορείς να τρέχεις και να παίζεις έξω στη φύση. Τρέχαμε σαν τον άνεμο, ανεβαίναμε σε δέντρα, βουνά, κολυμπούσαμε στο ποτάμι, ήμασταν ευτυχισμένοι. Την ίδια στιγμή βέβαια οι γονείς μου έδιναν καθημερινό αγώνα για επιβίωση.

Έτσι πήραμε το δρόμο της μετανάστευσης το Σεπτέμβριο του 1964 με προορισμό την «τυχερή χώρα», την Αυστραλία. Ένα μήνα στο πλοίο «Πατρίς» και βρεθήκαμε από τη μια άκρη της γης στην άλλη. Στην αρχή ο εγκλιματισμός ήταν δύσκολος. Οι ήχοι των οικόσιτων ζώων, που είχαμε στο χωριό αντικαταστάθηκαν από σειρήνες της αστυνομίας, της πυροσβεστικής και των ασθενοφόρων. Το πολιτιστικό σοκ ήταν μεγάλο, αλλά σύντομα συνηθίσαμε. H Αυστραλία έγινε το νέο μας σπίτι.
Αγοράσαμε και σπίτι στο Fawkner και έτσι ρίξαμε ρίζες εδώ. Έχουμε τις καλύτερες αναμνήσεις ως οικογένεια από κείνο το σπίτι. Η κυρία Ευσταθία ζει ακόμη εκεί και πάντα λέει ότι το Fawkner είναι η καλύτερη περιοχή της Αυστραλίας, κοντά σε όλα, μαγαζιά, σχολεία και κυρίως στην Ενορία του Αγίου Νεκταρίου. Στην πίσω αυλή ο μπαμπάς έβαλε κήπο με οπωροκηπευτικά. Ακόμη και σήμερα η μητέρα μου έχει κοτούλες, γιατί δεν θέλει να πηγαίνουν τα ψίχουλα από το ψωμί χαμένα.
Η γειτονιά μας ήταν πολυπολιτισμική και οι γονείς μου αντάλλασσαν καλούδια με τους γείτονες από το φράχτη. Έπιαναν την κουβέντα με τα σπασμένα αγγλικά τους και διηγούνταν ιστορίες από την «πατρίδα». Εμείς τα παιδιά των μεταναστών είμασταν μια μεγάλη παρέα, παίζαμε έξω στους δρόμους και πάντα έτοιμα για περιπέτεια.

Η μητέρα μου αποκαλούσε «Παράδεισο» τη νέα μας πατρίδα και δεν μπορούσε να καταλάβει πως κάποιοι γκρίνιαζαν και ένιωθαν κουρασμένοι από τη στιγμή που δεν χρειαζόταν να κόψουν ξύλα για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν. Με τις ανέσεις των πλυντηρίων, την παροχή ρεύματος και νερού όλα γίνονταν εύκολα. Για τις ευκαιρίες, που μας δόθηκαν σε τούτο τον τόπο και που δεν θα μας δίνονταν στην Ελλάδα, οι γονείς μου ήταν πάντα ευγνώμονες. Η οικογένεια μεγάλωσε, τα παιδιά έκαναν δικά τους παιδιά και εγγόνια, που ζουν σε όλη τη Μελβούρνη. Αυτό το σπίτι όμως στο Fawkner μαζί με τη μητέρα είναι ο συνδετικός κρίκος όλων μας και ενώνει όλη την οικογένεια.

Χάσαμε τον πατέρα μας πριν δεκατέσσερα χρόνια και τιμήσαμε την επιθυμία του να θαφτεί στην Ελλάδα, στο χωριό του, που λάτρευε και ποτέ δεν ξέχασε. Η μητέρα και τα εφτά παιδιά πήγαμε στην Ελλάδα να τον αποχαιρετήσουμε στην τελευταία του κατοικία. Η κυρία Ευσταθία ζει στην ίδια διεύθυνση εδώ και τριάντα χρόνια και διαβάζει ‘Νέο Κόσμο’ τρεις φορές την εβδομάδα. Περνάει τη μέρα της στο κήπο της και τις κοτούλες της. Μπαίνεις στον κήπο της και νιώθεις μια ηρεμία και μια γαλήνη, μια πληρότητα στη ζωή σου. Η μητέρα μας είναι η ήρεμη δύναμή μας. Παρά τους πολέμους και τις κακουχίες, που πέρασε, παραμένει θετική, γενναιόδωρη και ευγνώμων για όλα όσα της πρόσφερε η ζωή.
Μέχρι και σήμερα αποκαλεί την Αυστραλία «τυχερή χώρα» και νιώθει υπερήφανη ως Ελληνίδα της Αυστραλίας. Γι΄αυτήν το Fawkner παραμένει το καλύτερο προάστιο της Αυστραλίας και η Αυστραλία η καλύτερη χώρα στον κόσμο. Η Ελλάδα όμως είναι πάντα στην καρδιά μας και σε κάθε ίνα του κορμιού μας».
